H κυρία Μαίρη Κόντζογλου με τα γραπτά της ανεβάζει πάντα ψηλά το αναγνωστικό ενδιαφέρον!! Με ξεχωριστή λεκτική μαεστρία, με δομή που δε φείδεται κόπου και με εμβάθυνση στους χαρακτήρες που θα ζήλευαν οι εμπειρότεροι ψυχολόγοι, συνθέτει του καιρού τα γυρίσματα, ζωές περάσματα, ιστορίες φαντάσματα, χαμένες μες στου χρόνου τη σκόνη ή στο φως του ΄σήμερα’. .
Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ζωγραφίζει με τις λέξεις και
ταυτόχρονα να σου προκαλεί τόσο δυνατά συναισθήματα εκεί που η γραφή μοιάζει με
χάδι; Αυτό προσδοκώ να μας πει σ αυτή την συζήτηση!!
-Κυρία Κόντζογλου τι σας ώθησε να αφήσετε την σκέψη σας, την
φαντασία σας αλλά σαφώς τις γνώσεις σας να "τακτοποιηθούν" σε ένα
βιβλίο; Στο πρώτο σας βιβλίο; Σε τι ηλικία έγινε αυτό ;
Το πρώτο μου βιβλίο το έγραψα στην τρυφερή ηλικία των …. σαράντα
πέντε ετών….
Λοιπόν, το έγραψα στην κρίσιμη ηλικία των σαράντα πέντε ετών,
όταν θα ήθελα να μπορούσα να έμπαινα και πάλι στη μήτρα της μαμάς μου και να
ξαναγεννιόμουν. Επειδή εκείνη είχε
αντιρρήσεις – είχε δει τον όγκο και φοβήθηκε η γυναίκα- , μια μέρα άρχισα να
γράφω κάτι που δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο, απλά έσκαβα μέσα μου, εύρισκα
και τα κατάθετα. Ήταν το πρώτο μου βιβλίο ΤΟ ΜΕΛΙ ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ και φυσικά δεν
είναι καθόλου τυχαίο , αλλά αυτό μετά από χρόνια το συνειδητοποίησα, πως ηρωίδα
του είναι ένα κοριτσάκι δέκα ετών.
Τελικά, είχα καταφέρει να ξαναγεννηθώ.
- Πώς αντιδράσατε όταν βρέθηκε στις προθήκες του
βιβλιοπωλείου;
Νομίζω πως δεν είχα αντιδράσει καθόλου. Εννοείται πως χάρηκα.
Κάπως… Αλλά οπωσδήποτε δεν πήρα τους δρόμους σαν τρελή με τα μαλλιά ριγμένα
στους ώμους, ούτε στάθηκα σε βράχο ατενίζοντας το πέλαγος με το κορμί να τρέμει
από λαχτάρα, πολύ περισσότερο ούτε μια στιγμή δεν σκέφθηκα «Μεγάλη! Είσαι πια
συγγραφέας!».
Εξάλλου ήδη τέλειωνα το ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ, θέλω να πω
ότι ήμουν αλλού, είχα ανοίξει πανιά για άλλους έρωτες και για μένα αυτό είναι
το σπουδαιότερο, το ωραιότερο: το ταξίδι της συγγραφής! Όχι το βιβλίο μου στη
βιτρίνα.
Αυτή βέβαια, να ξέρεις πως είναι και η πάγια συναισθηματική
μου κατάσταση όταν εκδίδεται το εκάστοτε βιβλίο μου. Από τη στιγμή που το έχω παραδώσει στον
εκδοτικό, δεν το θεωρώ πια δικό μου, ανήκει στον κόσμο, είναι δικός τους.
Επιπλέον είναι έντονη η αδυναμία μου να κάνω οτιδήποτε άλλο, ό,τι έκανα έκανα, και δεν μπορώ παρά μόνο να ευχηθώ να αγγίξει τις καρδιές των ανθρώπων.
-Δυο τριλογίες οι Μεσημβρινοί της Ζωής και τα Παλιά
Ασήμια βιβλία μεγάλης συγγραφικής
αξίας!! αναγνωσματα κόσμημα!! πόσο
"βάρος" προσθέτει η διάκριση αυτή στην μετέπειτα συγγραφική σας
πορεία;
Είναι η αλήθεια πως ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ γράφτηκαν κάπως
πρόωρα. Δηλαδή, κανονικά αυτή η τριλογία θα έπρεπε να είναι το κύκνειο άσμα
μου… Και ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΑΣΗΜΙΑ επίσης θα
έπρεπε να είναι το κύκνειο άσμα μου… Όπως
καταλαβαίνετε, τελικά, από τύχη ζω.
Πέρα από την πλάκα όμως θέλω να πω ότι αν είναι μεγάλης
συγγραφικής αξίας ή όχι ένα βιβλίο το δείχνει ο χρόνος οπότε, ευχαριστώ μεν για
τα καλά λόγια, ευχαριστώ και όλους που μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω με την
αγάπη τους για τα βιβλία μου, αλλά θα
πρέπει να περιμένουμε λίγο ακόμη. Ίσως και περισσότερο.
Εννοείται πως προσπαθώ κάθε μου έργο να είναι καλύτερο, με
την έννοια του αρτιότερου, από τα προηγούμενα αλλά δεν ξέρω αν αυτό μου το
έκαναν ΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ, θέλω να πω ότι σαν άνθρωπος είμαι έτσι, πασχίζω πάντα
για το καλύτερο, δίνομαι ολόψυχα, άσχετα αν δεν τα καταφέρνω πάντα.
Όμως χαίρομαι όταν
διαπιστώνω πως ωριμάζω συγγραφικά και απολαμβάνω το γεγονός ότι ο λόγος μου γίνεται πιο λιτός και
πιο ουσιαστικός, όχι ακόμη στο βαθμό που θα επιθυμούσα.
Είναι κι αυτή λοιπόν, η ωριμότητα, μια από τις χαρές της συγγραφής, όπως ακριβώς
και η ωριμότητα που έρχεται με την ηλικία. Αλλά αυτό δεν αφορά εσένα , Γιούλη, ακόμη
είσαι πολύ μικρή και δεν μπορείς να το καταλάβεις…
-Στις μέρες μας παρατηρείται ένας εκδοτικός οργασμός. Πολλοί
νέοι τίτλοι βιβλίων, εκατοντάδες συγγραφείς. Πώς τοποθετείστε απέναντι στα
βιβλία νέων συγγραφέων; Βλέπετε πολλές διαφοροποιήσεις ως προς τις θεματικές
που πραγματεύονται αλλά και στον τρόπο που συγγράφουν ευπώλητοι συγγραφείς;
Βρίσκω πολύ θετικό το γεγονός πως πολλοί άνθρωποι γράφουν. Ο
κάθε ένας έχει δικαίωμα να εκφραστεί γραπτά, όπως και ο κάθε αναγνώστης έχει
δικαίωμα να επιλέξει τι θα διαβάσει.
Ομολογώ πως είμαι διστακτική απέναντι στις ‘αυτοεκδόσεις’ ,
σαν ρομαντική και ονειροπόλα ακόμη πιστεύω πως κάτι που είναι καλό τελικά τον
βρίσκει τον δρόμο του αργά ή αργότερα, οπωσδήποτε δεν συμφωνώ να γράφει κανείς
με τη σκέψη στην έκδοση. Αλλά μπορεί και να κάνω λάθος.
Μου είναι αδύνατον να παρακολουθήσω τη δραστηριότητα όλων των
εκδοτικών οίκων ή όλων των συγγραφέων, ούτε βρίσκω το λόγο εξάλλου. Ως προς τη
θεματική που αναφέρεις, έχω παρατηρήσει πως στους νέους σε ηλικία δημιουργούς
υπάρχει μια τάση για βιβλία μυστηρίου και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον.
Οι συγγραφείς που εγώ παρακολουθώ γράφουν για διάφορα θέματα,
γι’αυτό εξάλλου τους αγαπώ και τους θαυμάζω.
Κατά την άποψή μου ευπώλητα γίνονται βιβλία από όλες τις κατηγορίες, τόσο
ως προς την θεματική τους , όσο και προς τη λογοτεχνική τους αξία. Δε θεωρώ
αρνητικό χαρακτηρισμό το ‘ευπώλητο’ , δεν νομίζω πως οι χαμηλές πωλήσεις είναι
εγγύηση ποιότητας, ούτε νομίζω πως ένα
καλό βιβλίο δεν μπορεί να κάνει υψηλές πωλήσεις.
Αυτά είναι στεγανά που δημιούργησαν κάποιοι που πίστεψαν πως
η Τέχνη πρέπει να μένει (σχεδόν) μυστική ανάμεσα σε ένα περιορισμένο αριθμό
‘μυημένων’ –ασαφείς δε οι όροι μύησης και ‘θολοί’ πολλές φορές - και είχε σαν αποτέλεσμα να επιτραπεί να
ανθίσει η παραλογοτεχνία , ή όπως αλλιώς να την ονομάσουμε, αφού είχαν
σνομπάρει ο,τιδήποτε προέκυψε εκτός του δικούς τους κυκλώματος.
Οπωσδήποτε όμως διαφωνώ με τις πεπατημένες κάθε είδους και
ανατριχιάζω με τις συνταγές για σίγουρη επιτυχία.
Ο καλλιτέχνης οφείλει να πειραματίζεται κι ας φάει τα μούτρα
του, αλλιώς να πάει γίνει τμηματάρχης βου και να βάζει σφραγίδες όλο το
οκτάωρο. Η Τέχνη μόνο με τον
πειραματισμό προχωράει.
-Πόσο χρόνο θεωρείτε ότι χρειάζεται ένας δημιουργός,
προκειμένου να περάσει από ένα βιβλίο σε ένα άλλο καινούριο;
Δε νομίζω πως υπάρχει κάποιος κανόνας πάνω σ’αυτό, εξαρτάται
από τον κάθε άνθρωπο αλλά και από το πόσο έχει ‘ξοδευτεί’ κατά τη διάρκεια της
συγγραφής.
Προσωπικά, αν και βγαίνω ρημαγμένη με το τέλος κάθε βιβλίου
μου, πόσο μάλλον στις τριλογίες, είναι τόσο μεγάλο το κενό που αισθάνομαι μόλις στείλω το βιβλίο στον εκδοτικό, τόσο απίστευτη η ορφάνια μου που ξεκινάω
αμέσως να αναπτύξω ένα ή δύο διαφορετικά θέματα, έτσι, για να υπάρχουν. Και
ύστερα σταματάω μέχρι να γεμίσουν και πάλι οι μπαταρίες, σταματάω για ένα ή δυο
μήνες αλλά είμαι ήσυχη γιατί αισθάνομαι πως το «θέμα» είναι εκεί και με
περιμένει.
-Ποιο ή ποια από τα βιβλία σας ξεχωρίζετε; Έχετε κάποιο
συγγραφικό «όνειρο» που θα θέλατε να πραγματοποιήσετε;
Σαν αναγνώστρια θα εκτιμούσα ιδιαίτερα το ΧΙΛΙΕΣ ΖΩΕΣ ΑΠΟΨΕ,
είναι ένα βιβλίο του απόλυτου αναγνωστικού μου γούστου, μα τον Θεό για μένα το
έγραψα και ειλικρινά ούτε μια φορά δεν σκέφθηκα πως είναι κάπως δύσκολο για το
ευρύ αναγνωστικό κοινό. Γι’αυτό και χαίρομαι πάρα πολύ που βλέπω τώρα όλο και
περισσότερες αναγνώστριες να το προσεγγίζουν – βοήθησε ασφαλώς και η εκπτωτική
τιμή – και να μου γράφουν ενθουσιώδη λόγια.
Σαν άνθρωπος που «ξεδίνω» με το χιούμορ, θα χαιρόμουν να
διαβάσω το ΠΕΡΠΑΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΣΟΥ, ακόμη νοσταλγώ την περίοδο εκείνης της
συγγραφής που γελούσα μέχρι δακρύων μόνη μου.
Βεβαίως και έχω συγγραφικά όνειρα , υπάρχουν κάποια θέματα
που τριβελίζουν το μυαλό μου όπως το «πού πάει ο έρωτας όταν τελειώνει;», η προδοσία ή κάποιες μικρές, σχετικά
ασήμαντες ιστορικές στιγμές που είτε απέτυχαν να γίνουν μεγάλες και να αλλάξουν
την ανθρωπότητα ή άλλαξαν μόνο μικρές κοινωνικές ομάδες. Πχ η ίδρυση του πρώτου
παρθεναγωγείου ή η πρώτη δασκάλα σε κάποιο ορεινό χωριό. Όχι, δεν είναι θέματα
με τα οποία σχεδιάζω να ασχοληθώ στο μέλλον, τα γράφω ενδεικτικά.
-Αν–υποθετικά-σταματούσατε να γράφετε για κάποιον λόγο, τι
θα σας έλειπε περισσότερο; οι ώρες που βρίσκεστε σε αέναο ψάξιμο μέσα σε
μονοπάτια ιστορίας, οι ώρες που θα περιμένετε τις αντιδράσεις του Αναγνώστη; Οι
ώρες της καταξίωσης μετά από μερόνυχτα δουλειάς; Ίσως κάτι άλλο;
Τίποτα από αυτά. Οι ώρες της έρευνας και της μελέτης μπορούν
άνετα να συνεχιστούν κι ας μη γράφεις βιβλία, είναι να μην το’χεις το ρημάδι το
σκουλήκι να σου κατατρώει τη ψυχή.
Ασφαλώς και χαίρομαι όταν ακούω ευνοϊκά σχόλια για τα βιβλία
μου, αλλά οι θετικές κριτικές δεν είναι
ο αυτοσκοπός μου, θέλω να πω, όταν γράφω ποτέ δε σκέφτομαι αν θα αρέσει ή όχι
το βιβλίο, σημασία έχει να αρέσει σε μένα, να γιατρεύει τη δική μου ψυχή, να
δίνει φτερά στις δικές μου σκέψεις, ελπίδες, συναισθήματα.
Καταξίωση για μένα είναι η αγάπη του κόσμου για το έργο σου
και αυτό ναι, είναι γλυκό, είναι εθιστικό αλλά ένα βιβλίο που έχει αγαπηθεί
έχει εισπράξει τη μερίδα αγάπης που δικαιούται ή που του χρωστά το Σύμπαν, ε,
δεν θα αγαπιέται και για πάντα, τι να κάνουμε, δεν είμαστε μόνο εμείς μέσα
σ’αυτό το ‘παιχνίδι’.
Το σπουδαιότερο όμως από όλα, αυτό που νομίζω πως πραγματικά
θα μου λείψει, είναι οι στιγμές της
συγγραφικής απόλαυσης, να χαϊδολογάς ή να ασκείς πίεση στη λέξη, να πλάθεις από το τίποτα ήρωες και ζωές. Ναι,
αυτό θα μου λείψει: η αίσθηση πως είσαι ένας Πλάστης, ένας Δημιουργός, που φτιάχνεις έναν νέο
κόσμο και ‘φυσάς’ μέσα του θεία πνοή.
-Ποια είναι η ευθύνη ενός πνευματικού ανθρώπου του σήμερα
απέναντι στη χώρα του ;
Οι πνευματικοί άνθρωποι, ανάλογα από το μετερίζι στο οποίο
έχουν επιλέξει να δράσουν, οφείλουν να δημιουργούν έργα που θα ανεβάσουν όσους
τους ακολουθούν, να τους ανεβάσουν ένα σκαλοπάτι παραπάνω από αυτό που
βρίσκονται. Να τους κάνουν , όπως
συνηθίζω να λέω, έστω και ένα σπυρί καλύτερους ανθρώπους.
-Αλήθεια για εμάς
όλους τους απλούς ανθρώπους που δεν έχουμε καμία σχέση με την γραφή Ποίησης,
Μυθιστορίας, όλοι εσείς οι ταλαντούχοι άνθρωποι φαντάζεται εμπρός μας ως κάτι
διαφορετικό πολλές φορές νοιώθουμε στο όνομα η αντικρίζοντας 'έναν Συγγραφέα,
Ποιητή, Καλλιτέχνη εν γένει, δέος!!!!!. Για εσάς τους ταλαντούχους ανθρώπους τους "εκλεκτούς" όπως
πολλοί θα έλεγαν κάποιοι όλη αυτή η "υστερία" πολλές φορές, η ο
θαυμασμός όπως εγώ το λέω πως τα εκλαμβάνετε; Πόσο επηρεάζουν τον χαρακτήρα σας, την προσωπική σας ζωή;
Αγαπητή μου Όπρα….ε, Γιούλη ήθελα να πω, πού τα είδες όλα
αυτά που ρωτάς; Ποιους εκλεκτούς και
ποιες υστερίες; Δέος; Μα τι είμαστε ο Κεμάλ στο «Καρά σεβντά»;
Εκεί μιλάμε για ιερά τέρατα και δέος…
Δεν ξέρω τι εισπράττουν οι υπόλοιποι συγγραφείς – και μιλάω για τα μέτρα της Ελλάδας με το
αναγνωστικό κοινό των 200.000 αναγνωστών και αν…- , πάντως για μένα ουδείς
έπεσε τ’ανάσκελα να βγάζει αφρούς γιατί δεν μπόρεσε να με πλησιάσει (εκτός από κάποιον μεθυσμένο χρόνια πριν, που
μάλλον να με δείρει ήθελε …) , ούτε μαλλιοτραβήχτηκαν αναγνώστριες μπροστά στο
ράφι με το τελευταίο αντίτυπο του βιβλίου μου.
Αν θέλεις να μιλήσουμε για αγάπη και εκτίμηση στο έργο μας,
ναι, είναι υπέροχο συναίσθημα και χαρά μεγάλη αλλά ασφαλώς και δεν έχει αλλάξει
ο χαρακτήρας μου, πόσο μάλλον η ζωή μου. Εκτός από το ότι έχω προσλάβει
τέσσερις bodyguard, έχω αγοράσει ένα κανάλι και ένα περιοδικό να λένε και να
γράφουν για μένα τι είπα, τι φόρεσα, πόσα γραμμάρια έχασα, πόσα κιλά πήρα, πού
πήγα, τι ιδέα μου ήρθε, αν έκαψα τη φασολάδα ή όχι. Επίσης έχω νοικιάσει δέκα
παπάδες να με λιβανίζουν. Αλλά εγώ έτσι ήμουν πάντα. Απλός άνθρωπος.
-Εχει πέσει στην αντίληψή σας
η διάθεση μερικών νέων Συγγραφέων
προκειμένου να καταλάβουν μια θέση στα ράφια των βιβλιοπωλείων είναι απίστευτα
ορμητική απίστευτα επιθετική σε σημείο που οι ίδιοι οι παλιοί Συγγραφείς να
νοιώθουν αυτήν την πίεση και να "κάνουν πίσω" μη θέλοντας να
συμμετέχουν σε έναν αγώνα δρόμου της δημοσιότητας. Εσείς καταλάβατε κάτι
τέτοιο; και ποιο δρόμο επιλέξατε να προχωρήσετε ;
Όχι, δεν έχω καταλάβει τίποτα όμως μου ακούγονται λίγο
υπερβολικά όλα αυτά, υπερβολικά και παρατραβηγμένα κι ας είναι γεγονός πως
(γενικά) είμαι στην κοσμάρα μου.
Εξ αρχής έχω επιλέξει να μην ανήκω πουθενά και αφήνω τα έργα
μου να μιλήσουν.
Επειδή δε μεγάλωσα διαβάζοντας συγγραφείς που οι περισσότεροι
είχαν πεθάνει αιώνες πριν και δεν έτυχε ΠΟΤΕ να γνωρίσω κανέναν από τους
λατρεμένους μου, ακόμη κι αν ήταν στη ζωή, είμαι της άποψης πως ο συγγραφέας
πρέπει να περιβάλλεται από κάτι άγνωστο και
ακαθόριστο και να κρίνεται ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ για το έργο του και όχι για την
τσάντα που κρατάει ή σε πόσες καφεμαζώξεις πηγαίνει. Δηλαδή, μιλάμε και
εξηγούμαι τα αυτονόητα τώρα…
-Θα θέλατε να μας δώσετε εικόνα από μια συνήθη ημέρα σας;
Σας ορκίζομαι, θα πλήξετε…
-H αναγνωρισιμότητα σας πλέον έχει δώσει μια καλύτερη
ποιότητα ζωής, έχει κάνει πιο εύκολη την καθημερινότητά σας ή σας έχει
δυσκολέψει ;
Φυσικά, τι να λέμε τώρα, Όπρα! Στην ουρά της τράπεζας κάνουν
όλοι στην άκρη και μου παραχωρούν, εκστασιασμένοι, τη σειρά τους, τα δε ΑΤΜ μου
δίνουν πάντα παραπάνω λεφτά από τα 420 ευρώ που δικαιούμαι. Ακόμη κι αυτά,
ακόμη κι αυτά… Οι πωλήτριες στα καταστήματα μου ζητούν να υπογράψω στο λαστέξ
τους αν δεν έχουν πρόχειρο χαρτί, μια φορά δε , στο Καπάνι που είναι μια λαϊκή
σκεπαστή αγορά στη Θεσσαλονίκη, ένας ψαράς με έρανε με σαρδέλες από τη χαρά
του.
Καμιά φορά βέβαια, με εμποδίζουν τα πλήθη, μου κλείνουν το
δρόμο και στο Σύνταγμα - παλιότερα αυτό, όχι πρόσφατα- βγήκαν τσίτσιδες και με
τα καλώδια πάνω τους οι γυναίκες από το BODYLINE
όταν έμαθαν πως περνούσα από κάτω και με κυνήγησαν μέχρι τη Βουλή. Εκεί, η Ζωή
μου πρόσφερε άσυλο και εγώ χάρηκα η πτωχή.
Και τότε άρχισε το πραγματικό μαρτύριο! Μου έβγαλε τα νύχια
ένα ένα μέχρι να της ομολογήσω ποιος ήταν ο πραγματικός πατέρας της Ζωής στους
ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ. Ο Οκάν ή ο Δαμιανός; Πού το θυμόταν η άτιμη!
-Tι ορισμό δίνετε στις λέξεις Λογοτέχνης-Συγγραφέας και
κυρίως εσείς πως ονομάζετε τη Μαίρη Κόντζογλου;
Την Μαίρη Κόντζογλου την ονομάζω «Μαιρούλα» όπως με αποκαλεί
η εγγονή μου! Αυτός είναι ο μεγαλύτερος τίτλος.
Ασφαλώς και κάθε συγγραφέας δεν είναι λογοτέχνης, όπως και
κάθε τραγουδιστής δεν είναι καλλίφωνος.
Λογοτέχνης, ο ασκών την τέχνη του λόγου. Διανοούμενος,
πνευματικός δημιουργός, διατυπώνει ιδέες, δημιουργεί εικόνες, μετουσιώνει την πραγματικότητα με βάση τις δικές του ιδέες και συναισθήματα.
-Σε ένα συγγραφέα συνηθίζεται να ρωτούν στο τέλος μιας
κουβέντας, τι ετοιμάζει τώρα. Δεν θα
ξεφύγω από το πλαίσιο και σας ρωτώ ευθέως τι ετοιμάζετε και σε ποιο στάδιο
είναι.
Θέλετε να μας αφιερώστε κάποιο απόσπασμα από το αδημοσίευτο
ακόμα έργο σας;
Σας απαντώ λοιπόν εξίσου ευθέως πως ετοιμάζω…. ένα
μυθιστόρημα.
Οδεύει προς το τέλος του, αγνοώ πότε όμως αλλά δεν με
ενδιαφέρει καθόλου, είναι ένα δύσκολο συγγραφικά θέμα , με έχει βασανίσει περισσότερο
από οποιοδήποτε άλλο βιβλίο γιατί, γύρω από ένα αληθινό γεγονός έχω ‘χτίσει’
μια μυθιστορία.
Μου αρέσει τρελά, ξυπνάω μέσα στη νύχτα και το σκέφτομαι αλλά
εντάξει, δε νομίζω πως μόνο σε μένα συμβαίνουν αυτά. Ευχαρίστως να σας παραθέσω
ένα απόσπασμα, δεν είναι αντιπροσωπευτικό, ούτε προς το χρόνο, ούτε προς το
μέρος , πολύ περισσότερο ως προς το θέμα γιατί δε θέλω να το αποκαλύψω, όπως
αντιλαμβάνεστε.
Σας ευχαριστώ και πάλι από βάθους καρδιάς και σας
εύχομαι δημιουργικότητα για πολλά πολλά χρόνια ,ώστε το Ελληνικό Βιβλίο και ο
Ελληνικός Πολιτισμός, που εσείς επάξια εκπροσωπείτε να φτάσει στα πέρα τα του
κόσμου!
Και εγώ ευχαριστώ για τις ωραίες ερωτήσεις και τη διάθεση,
μακάρι να πιάσει τόπο η ευχή σου, Γιούλη!
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΌ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΚΥΚΛΟΦΌΡΗΤΟ !!
Το νιαούρισμα αφού ελίχθηκε ανάμεσα στους κόκκους της
ομίχλης, γλίστρησε στα κεραμίδια και θα έπεφτε κάτω αν δεν σκάλωνε στα μούσκλια
που είχαν ζωηρέψει ποτισμένα από την υγρασία.
Ύστερα, ξεθαρρεμένο, διαπέρασε το
κλειστό παραθύρι με τις σιδεριές, έκοψε μια αμήχανη βόλτα μέσα στη μισοσκότεινη
κάμαρα και στάθηκε μπροστά στα μάτια της Ανίκας που,
κείνη τη στιγμή, έκλειναν βαριά πάνω από το εργόχειρο. Ώρες τώρα το παίδευε και την παίδευε και
κείνο. Αμέσως, καταλαβαίνοντας το λάθος του, το νιαούρισμα χώθηκε στους
χνουδωτούς διαδρόμους των αυτιών της.
Άνοιξαν απότομα τα μάτια της στο άκουσμα του παράπονου του
Λευτέρη. Είχε έρθει ο καλός της, καμιά αμφιβολία γι’αυτό και οι κόκκινοι
λεκέδες του λαιμού που μόλις είχαν πάρει να σβήνουν, φούντωσαν πάλι. Κάτω από το εξεταστικό βλέμμα των δύο άλλων
γυναικών που παραξενεύτηκαν από το απότομο ανασάλεμα της μικρής, μισόκλεισε
τα βλέφαρα πάλι και έκανε πως πάλευε με τη νύστα.
«Πάω να ρίξω λίγο νερό στο πρόσωπό μου…» δικαιολογήθηκε και
βγήκε από την κάμαρα παρασέρνοντας , στη βιασύνη της πάνω, τον χασέ που βασάνιζε …εεεεμ δηλαδή κεντούσε.
Παρέσυρε και το σεντόνι που κρατούσε η αδελφή της, ενώ οι
πέντε κλωστές με τις οποίες πάλευε να φτιάξει το πολύπλοκο και
απαιτητικό σχέδιο έμειναν να αιωρούνται μαζί με τις βελόνες τους βγάζοντας
μπαμπακερές κραυγές αγωνίας.
Κοιτάχτηκαν οι άλλες δυο και η μάνα σήκωσε τους ώμους της
χαμογελώντας τρυφερά στην προσπάθειά της να καθησυχάσει την φιλύποπτη μεγάλη
της.
«Μικρή είναι, νυστάζει, μι λίντα ίχα…».
Η Ανίκα διέσχισε στις μύτες των ποδιών το χαγιάτι και πριν
πατήσει στη στενή πέτρινη σκάλα, έριξε
μια ματιά κάτω. Ολάκερη την ευρύχωρη
αυλή την είχε σκεπάσει το σύννεφο. Τα τρία κυπαρίσσια, το φουντωτό λιόδεντρο
και το πέτρινο πηγάδι είχαν εξαφανιστεί
καθώς το σάβανο της ομίχλης τα είχε τυλίξει με φροντίδα περισσή. Κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά έχοντας τα μάτια καρφωμένο
προς τα εκεί που ήξερε πως, δεξιά και αριστερά της αυλόπορτας, στέκονταν οι δυο
θεόρατες μαρμάρινες κολώνες και ένας παλιός παιδικός φόβος ξαναγύριζε σαν από όνειρο
φερμένος, ξαναγύρισε μέσα της…..
Περνώντας δίπλα από το πηγάδι έριξε μέσα τον ξύλινο κουβά με όλη της την δύναμη και
ευχήθηκε να φτάσει ως την κάμαρα πάνω ο πνιχτός ήχος. Ευχήθηκε να έφτανε στα αυτιά της αδελφής της,
κυρίως εκείνης, για να γινόταν πιστευτό
αυτό που είχε προφασιστεί προκειμένου να βγει έξω τέτοια ώρα, πως δηλαδή ήθελε
να ρίξει νερό στο πρόσωπό της για να ξυπνήσει.
Από εκεί ως τη σκεπή ήταν πέντε δρασκελιές απόσταση που την
κάλυψε σαν αερικό και μετά, το ίδιο γρήγορα και αθόρυβα, σκαρφάλωσε στα μουσκεμένα κεραμίδια πατώντας
στη σιδεριά που έφραζε το παράθυρο του μαγειρειού και σε μια εσοχή του τοίχου.
Ισορρόπησε στη δεύτερη
προσπάθεια – δεν ήταν και το πιο
εύκολο πράγμα στον κόσμο καθώς η σκεπή ήταν κεκλιμένη και σε κάποιες μεριές η
υγρασία είχε μετατραπεί σε ένα πολύ λεπτό στρώμα πάγου - , έριξε μια ματιά γύρω
της και στάθηκε λίγο να αφουγκραστεί τη νύχτα που φώλιαζε μέσα στην ομίχλη.
Τίποτα, μόνο το μεθυσμένο τραγούδι κάποιου άνδρα σ’ ένα σοκάκι, πέρα μακριά.
Σαν έφτασε στο τέλος της σκεπής πάτησε στο πάνω μέρος μιας
αρχαίας κολώνας χαμηλότερης από το σπίτι
και, πιάνοντας το στιβαρό χέρι του Νικόλα που την περίμενε ακριβώς από
κάτω, πήδηξε στο μουσκεμένο έδαφος με χάρη που θα ζήλευε και ο Λευτέρης, ο
γάτος του αγαπημένου της. Πήδηξε και με κομμένη την ανάσα βρέθηκε στην αγκαλιά
του νέου. Την βρήκε μουσκεμένη από ομίχλη και ιδρώτα. Ύστερα και πριν προλάβει
να γευτεί το φιλί του, έσκυψε και πήρε στα χέρια τον Λευτέρη που τριβόταν με
μανία στον ποδόγυρο του φουστανιού της, διαμαρτυρόμενος με μακρόσυρτα νιαουρίσματα που
μπορούσαν να αποβούν μοιραία για την μυστικότητα της συνάντησης των δυο
παιδιών. Ο γάτος στριμώχτηκε ανάμεσα στα δυο στέρνα, στο λαχανιασμένο από την
ανάβαση και τον έρωτα κοριτσίστικο και στο καυτό από τον πόθο στέρνο του αγοριού.
Στριμώχτηκε αλλά βολεύτηκε και, με ένα τελευταίο νιαούρισμα σιγανό και
χαδιάρικο αυτή τη φορά, σιώπησε αφού κέρδισε το τρυφερό χάδι της Ανίκας πάνω
στο μετάξι της ράχης του.
Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ
ΓΙΟΥΛΗ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Εξαιρετική συνέντευξη! Συγχαρητήρια Γιούλη! Όποιος γνωρίζει την Μαίρη Κόντζογλου εκ του σύνεγγυς, μπορεί να πιστοποιήσει πως εκτός από εκπληκτική πένα, διαθέτει και απαράμιλλο χιούμορ. Όσο για το απόσπασμα από το νέο της βιβλίο...μας κάνει να αδημονούμε! Πάντα επιτυχίες εύχομαι και στις δυο σας!!
ΑπάντησηΔιαγραφή