Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ η άποψη της Έλενας Χουσνή για το βιβλίο «Συνταγματάρχης Σαμπέρ» – Ονορέ ντε Μπαλζάκ – Εκδόσεις Εναστρον


Ονορέ ντε Μπαλζάκ

Συνταγματάρχης Σαμπέρ

Εκδόσεις Έναστρον, 2014

Μετάφραση: Δημήτρης Στεφανάκης

Στην «λογοτεχνική πολυκατοικία» των τελευταίων αιώνων είναι σίγουρα γραμμένο -στην στήλη των «δωρητών»- το όνομα του Ονορέ ντε Μπαλζάκ. Εκπρόσωπος του 19ου αιώνα, του χρυσού αιώνα του ευρωπαϊκού αλλά και γαλλικού μυθιστορήματος, ο Γάλλος μυθιστοριογράφος έβαλε πολλούς θεμέλιους λίθους. Και αν πρέπει να στηθεί ηρώο για όσους πήγαν την λογοτεχνία ένα βήμα πιο πέρα, θα φιγουράρει οπωσδήποτε και το δικό του όνομα. Μαέστρος στη μεγάλη αφήγηση, εμπνευστής της διττής ανθρώπινης υπόστασης, ο Μπαλζάκ έβαλε στα έργα του το καλό και το κακό να συγκατοικούν, απεκδυόμενος την συχνά μονοδιάστατη έως τότε, φύση των λογοτεχνικών ηρώων.

Ο Μπαλζάκ θα εντάξει το φιλοσοφικό στοχασμό στα δομικά στοιχεία του μυθιστορήματος και το ίδιο θα κάνει με την ιστορία, την τέχνη, την πολιτική και την επιστήμη, όπως σωστά επισημαίνει στην εισαγωγή της νουβέλας ο  Δημήτρης Στεφανάκης. Θα φτιάξει ιστορίες με ολοκληρωμένους χαρακτήρες, όπου οι ιδέες παίζουν κεντρικό ρόλο. Ένας φιλοσοφών στοχαστής, ένας σπουδαίος μυθιστοριογράφος, από εκείνους που παίρνουν την κοίτη της λογοτεχνίας και κάνουν εκτροπή στον ποταμό της, θα δείξει ήδη από αυτό το νεανικό του έργο, την στόφα του μεγάλου δημιουργού.

Στην νουβέλα του «Συνταγματάρχης Σαμπέρ» ο Μπαλζάκ θα βάλει το ερώτημα του ζωντανού – νεκρού. Πότε πεθαίνει ένας άνθρωπος; Όταν επέρχεται ο φυσικός του θάνατος ή όταν οι άνθρωποι τον ξεχνούν; Και επίσης: Έχουν δικαίωμα οι νεκροί να ξαναγυρνούν στον κόσμο των ζωντανών; Είναι αυτό μια ανατροπή χαράς ή μια βίαιη ανατροπή του εγκατεστημένου πένθους ακόμη και της λήθης;

 Ο Συνταγματάρχης Σαμπέρ, θεωρείται νεκρός μετά από μια μάχη στο ρωσικό μέτωπο όπου ο Ναπολέων θα ηττηθεί κατά κράτος. Σε μια κατακόμβη νεκρών, με το κομμένο χέρι ενός νεκρού, θα ανοίξει…. δρόμο ζωής ανάμεσα σε δεκάδες στρατιώτες και θα επιβιώσει, άγνωστος, άρρωστος και ξεχασμένος χάρη σε ανθρώπους που τον ευεργετούν.

Από την πολυτελή ζωή και την όμορφη σύζυγό του θα μεταφερθεί σε σανατόρια και νοσοκομεία, θα καταντήσει σκιά του εαυτού του και θα αποδυθεί σε μια ανελέητη μάχη να αποδείξει ότι ο νεκρός….είναι ζωντανός!

Τελευταίος σταθμός και ελπίδα του το δικηγορικό γραφείο του Ντερβίλ, ύστατη ελπίδα ότι εκεί θα μπορέσει να βάλει ένα τέλος στις ειρωνείες, τους χλευασμούς και την απάνθρωπη γελιοποίησή  του που ήδη κρατούν δέκα ολόκληρα χρόνια.

«… αν δεν υπήρχαν οι μεταπράτες με τα μαγαζιά τους να κολυμπούν στα κουρέλια για να μαραίνουν τις ψευδαισθήσεις της ζωής μας, δείχνοντας πού καταλήγουν οι γιορτές μας, αν δεν υπήρχαν ακόμα οι κοπρόλακοι της ποίησης, ένα δικηγορικό γραφείο θα ήταν σίγουρα ένα από τα πιο φρικτά σημεία κοινωνικής επαφής»

 


 

Ο Μπαλζάκ δεν αφήνει ευκαιρία χαμένη να παρεμβάλει - στο έργο του συνολικά και άρα και σε αυτή την νουβέλα - φιλοσοφικούς στοχασμούς και κοινωνικά σχόλια. Παρεκβάσεις που αποτελούν μοιραίο απότοκο αυτού που υπήρξε: ένας στοχαστής – λογοτέχνης, ένας σκεπτόμενος και φιλοσοφών μυθιστοριογράφος.

«Ίσως σε αυτούς τους χώρους, το δράμα, που εκτυλίσσεται στην ψυχή του ανθρώπου, του προσφέρει  τα άνευ σημασίας συμπαρομαρτούντα: κάτι που θα εξηγούσε εξίσου την απλότητα των μεγάλων στοχαστών αλλά και την αφέλεια όσων έχουν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους» γράφει παρακάτω, περιγράφοντας το δράμα του κεντρικού του ήρωα.

Ο Συνταγματάρχης Σαμπέρ επιστρέφοντας στο Παρίσι, εκτός από… νεκρός ανακαλύπτει ότι είναι και εγκαταλειμμένος από την σύζυγό του που έχει ξαναπαντρευτεί έναν κόμη, έχει αποκτήσει μαζί του δύο παιδιά, και με πανουργία στήνει τον ιστό που θα την οδηγήσει – φιλοδοξεί- στην κοινωνική καταξίωση, στους αριστοκρατικούς κύκλους και παράλληλα θα συγκρατήσει τον φιλόδοξο νέο σύζυγό της που έχει αρχίσει να μετανιώνει για έναν γάμο που δεν του προσφέρει την επιθυμητή δυνατότητα κοινωνικής ανέλιξης και πολιτικής καριέρας.

«Η μοναδική δικαίωση για τη δυστυχία είναι να αναγκάσει Δικαιοσύνη και Φιλανθρωπία να της γυρίσουν την πλάτη. Όταν οι δύσμοιροι ξεσκεπάζουν την κοινωνκή υποκρισία, ρίχνονται με μεγαλύτερη ζέση στις αγκάλες του Θεού».

Αυτό όμως δεν θα συμβεί στον Συνταγματάρχη Σαντέρ. Θα βρει ένα θεόσταλτο σύμμαχο στο πρόσωπο του δικηγόρου που θα τον βοηθήσει να διεκδικήσει το δίκιο του, να ακυρώσει δηλαδή τον θάνατό του και να επανακτήσει την περιουσία που η γυναίκα του έχει εισπράξει ως χήρα του και έχει αυγατίσει με δόλιες μεθόδους.

«Μολονότι οι στιγμές εκείνες χάνονται στο έρεβος της μνήμης κι οι αναμνήσεις μου παραμένουν συγκεχυμένες μες στους αφόρητους πόνους που θάμπωσαν τις σκέψεις μου, έρχονται νύχτες που νομίζω πως ακούω ξανά τους πνιχτούς αναστεναγμούς. Υπήρχε όμως κάτι ακόμα πιο φρικτό, μια σιωπή που δεν ξανασυνάντησα σε άλλο μέρος, η πραγματική σιωπή του τάφου».

Οι αναμνήσεις θεριεύουν και σκοτώνουν την αντοχή του άλλοτε γενναίου πολεμιστή. Ενός άνδρα με ιδανικά που συνθλίβεται στην μικρότητα του κόσμου και στην δική του περιπέτεια χωρίς τέλος.

«Ήμουν θαμμένος κάτω από τους νεκρούς μα τώρα έχω θαφτεί κάτω από ζωντανούς, από πιστοποιητικά και δεδομένα, κάτω από μια κοινωνία που θέλει να με ξαναστείλει στο χώμα» λέει.

Αλλά μια είναι η κυρίαρχη κραυγή που τον στοιχειώνει: «Είμαι νεκρός ή ζωντανός;»

Και ένα το αγωνιώδες ερώτημά του: «Οι νεκροί δε δικαιούνται να επιστρέφουν;»

Η δυστυχία και η παραίτηση θα γλυκάνουν από την αναπάντεχη βοήθεια του δικηγόρου, η αίσθηση της αξιοπρέπειας θα επανέλθει, αποδυναμωμένη αλλά σθεναρή, και ο συνταγματάρχης θα διεκδικήσει με σθένος την περιουσία του και την ζωή του πίσω. Θα τα διεκδικήσει ζητώντας από την άλλοτε γυναίκα του, ένα μέρος της περιουσίας του και συναινώντας στο να μην εμφανιστεί ως «ζωντανός» και να την αφήσει αδιατάρακτα να συνεχίσει τη ζωή της χωρίς εκείνον.

«Η δυστυχία είναι κάτι σαν μαγικό φίλτρο που ενθαρρύνει την ουσία της ύπαρξής μας. Αυξάνει την καχυποψία και τη μοχθηρία μερικών ανθρώπων, όπως ακριβώς μεγεθύνει την καλοσύνη όσων διαθέτουν εξαίρετη ψυχή».

Αυτό συμβαίνει με την εξαίρετη ψυχή του Συνταγματάρχη που θα πέσει στα δίχτυα της παραπλάνησης και της μοχθηρίας της γυναίκας του. Θα τον μαγεύσει, θα τον παραπλανήσει, θα τον οδηγήσει όπου που εκείνη θέλει. Στην ανυπαρξία του! Στην παραδοχή πως δεν είναι ζωντανός. Κι εκείνος, ένα βήμα πριν την ολοκληρωτική παράδοσή του, συγκινημένος από το – όπως νομίζει – δράμα μιας ευαίσθητης γυναίκας είναι έτοιμος να δεχθεί κάθε όρο, ακόμη και αυτόν της εκούσιας εξαφάνισης του εαυτού του, με αντάλλαγμα λίγα ψίχουλα αξιοπρεπούς διαβίωσης.

«Δεν φαντάζεστε πόσο περιφρονώ την κοινωνική ζωή που αρέσει στους περισσότερους. Έχω καταληφθεί ξαφνικά από μια αρρώστια , την αποστροφή μου για την ανθρωπότητα».

Μα ένα βήμα πριν την «συμφωνία» η μοχθηρία της θα αποκαλυφθεί. Αυτό τον πόλεμο ο Συνταγματάρχης θα τον χάσει. Γιατί είναι πόλεμος με έναν κόσμο τον οποίο ο ίδιος δεν ξέρει και δεν μπορεί να δεχθεί. Έναν μισάνθρωπο κόσμο. Θα κάνει λοιπόν το μόνο που του απομένει. Θα φύγει, ζητώντας… τίποτε. Εξαφανίζοντας τον εαυτό του. Θα γίνει επαίτης, τρόφιμος σε ίδρυμα, σκιά του εαυτού του. Και τελικά θα γίνει τένας αριθμός. Κι όταν ο δικηγόρος θα τον ανακαλύψει και θα τον φωνάξει με το όνομά του, ο συνταγματάρχης θα του πει:

«Όχι Σαμπέρ, όχι Σαμπέρ! Υάκινθο με λένε, δεν είμαι άνθρωπος πια, είμαι ο αριθμός 164, έβδομος θάλαμος».

Κι έτσι θα επιλέξει να τελειώσει τη ζωή του. Ως νεκρός. Ως ζωντανός που του αρνήθηκαν την ζωή και τον έσπρωξαν σε ένα νέο θάνατο. Πιο σκληρό, γι αυτό και τελεσίδικο. Αυτόν τον θάνατο ο Συνταγματάρχης Σαμπέρ, αυτή η συγκλονιστική φιγούρα, θα τον επιλέξει συνειδητά. Θα προσχωρήσει στην ανυπαρξία μη αντέχοντας μια κοινωνία που καταπίνει ό,τι ο ίδιος πίστεψε.

Η αριστουργηματική αυτή νουβέλα του Μπαλζάκ καταλήγει ως εξής:

 «Τελικά, οι φρικαλεότητες που επινοεί η φαντασία των μυθιστοριογράφων ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα»

Ελενα Χουσνή

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Περισσότερα για το βιβλίο εδώ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου