Τρίτη 21 Ιουνίου 2022

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ γράφει η Μαντώ Μάκκα για το βιβλίο "Λουκουμόσκονη" Τέση Παπαθανασίου - Εκδόσεις Κύφαντα


Λουκουμόσκονη - Τέση Παπαθανασίου

Εκδόσεις Κύφαντα

 

Μπορεί να μην έχω τις λογοτεχνικές γνώσεις να κρίνω ένα βιβλίο αλλά μπορώ να μιλήσω ως αναγνώστης και να πω ότι αυτό το βιβλίο δεν είναι ένα αστυνομικό βιβλίο με την καθαρή έννοια του όρου. Δε θα νιώσεις ότι βλέπεις το CSI Las Vegas και ας ξεκινά με ένα φόνο. Θα νιώσεις ότι πας ένα ταξίδι με το τρένο της Αγκάθα ίσως γιατί θα έχεις στο μυαλό σου ότι πρέπει να βρεις τον ένοχο αλλά παράλληλα μαθαίνεις ξένες λέξεις, κάνεις τον τουρίστα στη Σύρο, γεύεσαι λίγη από τη χλιδή του Ντουμπάι , θέλεις να πάρεις ρολόι από τον Άραβα αλλά φοβάσαι μην σου κόψει το χέρι, θέλεις να σκοτώσεις τον νεκρό ξανά και ξανά, ακούς παλιά τραγούδια, συμπαθείς και αντιπαθείς ανθρώπους , ζεις τα δράματα τους , αποκτάς γενικές γνώσεις, βλέπεις τι προκαλεί ο έρωτας και στο τέλος όταν η λουκουμόσκονη θα σε έχει μεθύσει , η θάλασσα θα είναι εκεί όπως πάντα για να σε ξεπλύνει.

Δεν είναι απλά ένα βιβλίο μυστηρίου αλλά ένας μικρός καθρέπτης της κοινωνίας μας. Γλώσσα ρεαλιστική που ταιριάζει στους χαρακτήρες και τη ροή του βιβλίου. Γρήγορος ρυθμός όπου πρέπει, κοινώς δεν με κούρασε.

Σχεδόν κάθε κεφάλαιο έχει τίτλο σχετικό με τη ναυσιπλοΐα, εμένα μου κόλλησε ο τίτλος τους κεφ. 11 ‘Εξάντας’, όργανο που προσδιορίζει το στίγμα, τη θέση του καραβιού στη γη. Τι ωραία που θα ήταν αν λειτουργούσε και στη ζωή μας αυτό! Εκεί που νιώθουμε ότι είμαστε χαμένοι, τσουπ ο εξάντας από μηχανής θεός μας βάζει στη θέση μας. 

Δεν το έχω με τα ναυτικά ιδιώματα, δεν είμαι νησιώτισσα, δεν έχω διαβάσει πολύ Καββαδία, δε θυμάμαι κιόλας όπως οι περισσότεροι ξέρετε.  «Σπατσάρω κι έρχομαι» διαβάζω και ανοίγω την Google, ευτυχώς που δεν την πληρώνω, από το ιταλικό spazzare, ξεμπερδεύω, τελειώνω τη δουλειά, αχ αυτά τα Ιταλικά , να μια αγάπη ακόμη που μου θύμισε αυτό το βιβλίο.

«Μάινα τα πανιά. Λάσκα τα πανιά» διαβάζω παρακάτω. Μα έτσι δεν κάνουμε όλοι για να κρατάμε ισορροπίες; Να που εν τέλει ο ναύτης είναι μέσα μου.

«Η γυναίκα που αγαπούσε, που είχε για Θεό του, που ήθελε να γίνει το ρεμέτζο του..»  πάλι Google, πάλι Ιταλία , μόνιμο αγκυροβόλιο σκάφους, δέσιμο, άραγμα. Ένα ρεμετζάρισμα ενδόμυχα όλοι το θέλουμε.

 «Τόσο καιρό μαζί, της είχε δώσει και την ψυχή του και αυτό ήταν το ευχαριστώ;» Αυτό το έχουμε κάνει σχεδόν όλοι. Ζητάμε την ανταπόδοση και περιμένουμε την αναγνώριση, είναι λάθος, είναι κοινωνική φόρμα ή αυτές οι προσδοκίες που δεν μπορούμε να χαλιναγωγήσουμε ;

Να και ένα βιβλίο που σε κάνει να συμπαθήσεις τον αστυνόμο.  Αστυνόμος Παβέρης,  το όνομα μου θύμισε λίγο τον Ιαβέρη από τους Άθλιους, ο ζήλος και η εσωτερική σύγκρουση μεταξύ κοινωνικού και ηθικού καθήκοντος. 

Αν ήμουνα τζουκμποξ θα σας έβαζα το Ain’t no sunshine when she’s gone του Bill Withers όπως το άκουσα και εγώ όταν με πρόσταξε το βιβλίο. Καθώς και άλλα αγαπημένα που συνάντησα και μου θύμισαν την ηλικία μου αφού τα άκουγα σε κασέτες. 


 

Στη σελίδα 83 του βιβλίου αρχίζουν οι επεξηγήσεις από κάτω , ήτοι η Google πήρε ρεπό, αυτό μου άρεσε, ότι δηλαδή δεν χρειαζόταν να γυρίσω στο τέλος του βιβλίου για σημειώσεις, κάτι που έχει γίνει επανειλημμένα τελευταία και ήθελα να πετάξω τα βιβλία στον τοίχο.

Αυτό το βιβλίο με ταξίδεψε κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στη Σύρο, ο κόλπος του Γαλησσά, το εκκλησάκι του Αγ. Στέφανου, από τη ζωγραφιά του Ελ Γκρέκο μέχρι το κόκκινο σπίτι του Καραγάτση.  Τα λουκούμια που με πήγανε στο χωριό μου. Στο συρτάρι , στο σύνθετο,  που τα έκρυβε η γιαγιά μου όταν της τα έφερναν οι συγγενείς της από την Κύπρο και εγώ πήγαινα και βούταγα μόνο τα ροζ, τριαντάφυλλο,  έως και τη σκηνή με τη τεράστια σοκολάτα που έδωσε στη μικρή Δανάη ο παππούς της και αυτή φώναξε Ναιιιιιιι και την μπούκωσε και εγώ είδα τον εαυτό μου με τη διαφορά ότι ήταν και η μάνα μου δίπλα μου και φώναζε ‘γαιδάρα’.

Έμαθα για τα φερ φορζέ έπιπλα , για το αντιμάμαλο. Μου υπενθύμισε ότι ο κόσμος είναι σκληρός, δε δίνει ευκαιρίες και ότι είναι καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά το όνομα. Ότι ακόμη και όταν πενηνταρίσουμε θα αναζητάμε την αγκαλιά της μάνας για να πάρουμε δύναμη . Ότι νομίζουμε ότι ξέρουμε τα πάντα για τις ζωές των φίλων μας αλλά πολλές φορές δεν ξέρουμε τίποτα. Ότι η θάλασσα κάποιες φορές δίνει λύσεις αλλά μπορεί να τις πάρει και μακριά και φυσικά αυτό το καταστρεπτικό «τι θα πει ο κόσμος».

Και που είστε αν είναι να ξεμείνετε κάποια στιγμή της ζωής σας σε ένα αεροδρόμιο όπως ο Τομ Χανκς στο The Terminal , στο Ντουμπάι να είναι, εγώ σας προειδοποίησα. Πιο καθαρό και από το μπάνιο του χειρότερου μικροφοβικού!

Θέλω να κλείσω με ένα από τα αποσπάσματα που αγάπησα, ίσως γιατί θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ, ίσως γιατί απλά με έκανε να χαμογελάσω πλατιά όταν το διάβασα και θέλω να σας αφήσω με χαμόγελο

«Χαμογέλασε τόσο πλατιά που τα γκρίζα δόντια του φάνηκαν να στέκονται μόνα τους έξω από το στόμα του, λες και προσπαθούσαν να ξεφύγουν…»

 Γράφει η Μαντώ Μάκκα

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Περισσότερα για το βιβλίο εδώ

φωτο : Μαντώ Μάκκα


 

Η Μαντώ Μάκκα γεννήθηκε τον Μάιο του 1980 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Κλασσικό Λύκειο Αναβρύτων. Παρακολούθησε µαθήµατα Οικονοµικών & Marketing, ∆ηµιουργικής γραφής µε τη Στεύη Τσούτση και Εικαστικών & Ιστορίας Τέχνης µε την Άννα Παππά. Παράλληλα ζωγραφίζει και κατασκευάζει κοσµήµατα από πέτρα. Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στο διαδίκτυο. Έχει εργαστεί ως Καθηγήτρια Αγγλικών και ως διαχειρίστρια διαδικτυακών εφηµερίδων. Το παραµύθι της «Τα ροζ Χριστούγεννα» περιλήφθηκε στο βιβλίο «Santa Παραµύθια, 22 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» των εκδόσεων Νίκας. Η συλλογή διηγηµάτων «Όταν η ζωή σού δίνει λεµόνια» είναι το πρώτο της βιβλίο. Στον δικό της ονειρικό κόσµο δεν έχει θέση η αδικία και η ζωή πάντα νικάει.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου