Βασίλισσα μου
Jean-Baptiste Andrea
Μετάφραση: Κώστας Β.Κατσουλάρης
Εκδόσεις Στερέωμα
Σε όλη τη διάρκεια της ανάγνωσης ήθελα να βγάλω φτερά, πολύχρωμα, πουπουλένια, απαλά να πάρω το παιδί αγκαλιά. Πρώτη φορά είδα τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός παιδιού. Μα τι όμορφος που είναι!
Το ‘Βασίλισσα μου’ είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Jean-Baptiste Andrea. Σκηνοθέτης, σεναριογράφος, πλέον και συγγραφέας. Το βιβλίο δικαίως υμνήθηκε από τους κριτικούς και απέσπασε τόσα βραβεία, ανάμεσα στα οποία το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα (2017), το Prix Femina de Lyceens (2017), το βραβείο Prin Alain Fournier (2018).
Το καλοκαίρι του 1965 στην Προβηγκία ξεκινάει ένα επικό ταξίδι αγάπης, μοναξιάς, αποδοχής ενός παιδιού διαφορετικού ή εν τέλει είμαστε εμείς οι διαφορετικοί;
Το παιδί ζει σ' ένα βενζινάδικο με τους ηλικιωμένους γονείς του. Σπάνια περνούν αυτοκίνητα. Δεν πηγαίνει στο σχολείο. Την αγαπάει τη δουλειά του, αγαπάει τις αντλίες βενζίνης και πιστέψτε με όταν διαβάσετε το βιβλίο θα τις κοιτάτε και εσείς με άλλα μάτια.
«Να κάτι που εμένα μου έλειπε: οι αντλίες που λαμποκοπούσαν. Δεν είχα πια το δικαίωμα να τις καθαρίζω γιατί την τελευταία φορά που το είχα κάνει είχα γίνει μουσκίδι και η μάνα μου με είχε στολίσει κανονικά, λες και δεν είχε αρκετή δουλειά με τον τεμπέλη τον άντρα της και τον καθυστερημένο τον γιο της. Όταν την έπιαναν τα μπουρίνια της, ο πατέρας μου κι εγώ δεν βγάζαμε άχνα.»
Μια μέρα, το παιδί αποφασίζει να φύγει. Να πάει στον πόλεμο για να αποδείξει πως είναι άντρας.
«Είχα ένα σχέδιο: Στον πόλεμο θα μαχόμουν, θα μου έδιναν παράσημα, θα επέστρεφα και τότε όλοι θα αναγκάζονταν να παραδεχτούν ότι είμαι ενήλικας, ή σχεδόν.»
Ανεβαίνει στο οροπέδιο που δεσπόζει πάνω από την κοιλάδα, όμως, αντί για τις μάχες που προσδοκά, συναντάει την απόλυτη γαλήνη. Και τότε, ένα κορίτσι, σαν πνοή από αεράκι, εμφανίζεται μπροστά του. Μαζί της όλα είναι δυνατά. Το μόνο που κυριαρχεί είναι η επιθυμία για το απόλυτο, ανεξάρτητα από το πού μπορεί να οδηγήσει.
«..η Βιβιάν, η βασίλισσα με τα φλογερά μάτια που μιλούσε όπως όλοι οι άνεμοι όλων των οροπεδίων όλων των χωρών. Καλύτερα από τον δικό μου άνεμο που έλεγε πάντοτε τα ίδια και τα ίδια.»
Το παιδί μου έμαθε πολλά πράγματα, με έκανε να ανοίξω τις κεραίες μου ακόμη πιο πολύ και να θυμηθώ ότι τα στερεότυπα θέλουνε μπουλντόζα για να τα γκρεμίσουμε. Μας μεγάλωσαν νομίζοντας ότι η αυτοϊκανοποίηση είναι κάτι βρώμικο και πρόστυχο και ενώ πια ξέρουμε θρηνούμε τα χρόνια που χάσαμε να κρύβουμε κάτι το αθώο, το αναγκαίο, το ένστικτο μας.
«Στο μυαλό μου είχα γίνει λαγός. Στην πραγματικότητα έμεινα να τη χαζεύω σαν ηλίθιος. Πίστεψα ότι θα βάλει τις φωνές, αλλά εκείνη χαμογέλασε, έβαλε το χέρι της ανάμεσα στα πόδια της, εκεί που η μάνα μου λέει ότι είναι αισχρό να αγγίζεις, μα εκείνη αγγιζόταν για κάμποση ώρα συνεχίζοντας να με κοιτάει με μια έκφραση σαν να πονούσε λιγάκι. Δε ξέρω πόση ώρα κράτησε όλο αυτό. Νομίζω ότι λιποθύμησα. Όπως και να’χε, όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου εκείνη δεν ήταν εκεί και εγώ ήμουν μούσκεμα.»
Πολλοί άνδρες νομίζουν ότι όσο πιο γρήγορα, ακριβά και μεγάλα είναι τα αυτοκίνητά τους θα είναι και το ‘λιλί’ τους αλλά κάποιες φορές έρχεται ένα Ντεσεβώ και σου κάνει τον κόσμο άνω κάτω.
«Κοίτα να δεις πώς έχει το πράμα, είπε ο πατέρας μου δείχνοντας μου την όμορφη αφίσα με την Άλφα Ρομέο Τζιουλέτα πάνω από το γραφείο του : είσαι κάπως σαν κι αυτήν, αλλά με κινητήρα από Ντεσεβώ. Με ρώτησε αν κατάλαβα τι μου είπε απάντησα ναι, αλλά δεν ήμουν σίγουρος. Αν κάποιος έχει μια κούκλα σαν τη Τζιουλέτα, τι λόγο έχει να ασχολείται με τον κινητήρα της; Άμα το αυτοκίνητο τσουλάει, δεν βλέπω το πρόβλημα, ιδίως άμα είναι κατακόκκινο και όμορφο».
Ένας πίνακας του Edward Hoper απλώθηκε μπροστά μου. Άνθρωποι απογοητευμένοι από τη ζωή τους, περιμένοντας κάτι άγνωστο ακόμη και γι αυτούς και ίσως ουτοπικό. Μία απόσταση διαρκείας , μία απομόνωση τρομακτική.
«Οι γονείς μου μιλούσαν σπάνια. Στο σπίτι, ένα τετράγωνο πέτρινο κτίσμα πίσω από το πρατήριο που ο πατέρας μου το σοβάτιζε κάθε τόσο, οι μόνοι θόρυβοι που ακούγονταν ήταν η τηλεόραση και οι δερμάτινες παντόφλες στο συνθετικό παρκέ, κι ο άνεμος που κουτρουβαλούσε από το βουνό και ερχόταν να στριμωχτεί ανάμεσα στο υπόστεγο και τον τοίχο του δωματίου μου. Εμείς όμως δεν μιλούσαμε, τα είχαμε κιόλας πει όλα.»
Ο χρόνος υπάρχει ή δεν υπάρχει; Δυό φίλοι μου τσακώνονται ακόμη. Εμείς που υποτίθεται ότι ξέρουμε να τον μετράμε τουλάχιστον γιατί δεν τον σεβόμαστε, γιατί δεν τον εκτιμάμε; Αν τον μετρούσαμε μόνο σε στιγμές πραγματικής ευτυχίας άραγε πόσο μικροί θα ήμασταν;
«Αν μου έλεγαν ‘πριν από ένα μήνα’ ή ‘σε δέκα χρόνια’ δεν ήξερα να τοποθετήσω με ακρίβεια τη χρονική στιγμή σε σχέση με το παρόν, με το τώρα, με το αμέσως, εκεί όπου υπήρχα, όπου έκλαιγα αν κοβόμουν, όπου γινόμουν ευτυχισμένος αν μια καραμέλα κολλούσε στα δόντια μου»
Τι γίνεται με τα βιβλία; Εγώ τα ζω. Έτσι και εδώ, ήθελα να βρω τον Shell, να τον πάρω από το χέρι και να τον πάω σε όλα τα βενζινάδικα. Να τρίψει όσες αντλίες θέλει μπας και γιάνει ο κόσμος όλος.
«Της απάντησα ότι δεν είχα κάνει ποτέ κάτι κακό, κι έπειτα ντράπηκα που της είπα ψέματα καταλάβαινα ότι δεν ήταν σωστό να λέει κανείς ψέματα σε μία βασίλισσα. Οπότε της εξομολογήθηκα ότι μια φορά που οι γονείς μου έλειπαν είχα πλύνει τις αντλίες, ενώ δεν είχα τέτοιο δικαίωμα.»
Η Βασίλισσα του Shell επινοεί παραμύθια με ένα τρόπο που μοιάζουν αληθινά, που σε κάνουν να θες να τα πιστέψεις. Όπως κάνουμε και εμείς αλλά τα βαφτίζουμε αλλιώς γιατί νομίζουμε ότι είμαστε μεγάλοι για παραμύθια, αλλά δυστυχώς είμαστε απλά «μικροί» .
«Τότε συνειδητοποίησα ότι είχα ξεχάσει εντελώς το θέμα με τον πόλεμο, με τα παράσημα μου, την ηρωική επιστροφή μου. Αισθάνθηκα λιγάκι ντροπή. Δεν ήθελα όταν θα επέστρεφα να με περνούσαν για δειλό. Είχα όμως μια βασίλισσα, ήξερα ήδη ότι για αυτήν θα έκανα τα πάντα, όχι επειδή το είχα ορκιστεί αλλά επειδή το ήθελα, και σκέφτηκα ότι ίσως αυτό σήμαινε να είσαι ήρωας: να κάνεις πράγματα που δεν είσαι υποχρεωμένος να κάνεις.»
Γέλασα και έκλαψα με τούτο το βιβλίο, αγάπησα τον Shell, λυπήθηκα τη βασίλισσα του και στο τέλος παρακάλεσα το Σύμπαν να με κάνει και μένα ήρωα για να φτιάξω ένα κόσμο για όλους τους ‘Shell’ εκεί έξω που νομίζουν ότι δεν είναι φυσιολογικοί..
My Queen by Avi Kaplan
« Queen my sweet, sweet queen how I’ve loved thee for eternity
I’m here on bended knee, my heart is clean and it’s yours to keep»
https://www.youtube.com/watch?v=ZXPCbX5J9rU
Φωτο: Μαντώ Μάκκα
Περισσότερα για το βιβλίο εδώ
Η Μαντώ Μάκκα γεννήθηκε τον Μάιο του 1980 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Κλασσικό Λύκειο Αναβρύτων. Παρακολούθησε µαθήµατα Οικονοµικών & Marketing, ∆ηµιουργικής γραφής µε τη Στεύη Τσούτση και Εικαστικών & Ιστορίας Τέχνης µε την Άννα Παππά. Παράλληλα ζωγραφίζει και κατασκευάζει κοσµήµατα από πέτρα. Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στο διαδίκτυο. Έχει εργαστεί ως Καθηγήτρια Αγγλικών και ως διαχειρίστρια διαδικτυακών εφηµερίδων. Το παραµύθι της «Τα ροζ Χριστούγεννα» περιλήφθηκε στο βιβλίο «Santa Παραµύθια, 22 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» των εκδόσεων Νίκας. Η συλλογή διηγηµάτων «Όταν η ζωή σού δίνει λεµόνια» είναι το πρώτο της βιβλίο. Στον δικό της ονειρικό κόσµο δεν έχει θέση η αδικία και η ζωή πάντα νικάει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου