Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2025

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ η άποψη της Αναστασίας Δημακοπούλου για το βιβλίο "Ο κήπος των μικρών θεών" Σοφία Βόικου



ΣΟΦΙΑ ΒΟΪΚΟΥ

Ο κήπος των μικρών θεών 

Εκδόσεις Ψυχογιός

 

   «Ο κήπος των μικρών θεών» της Σοφίας Βοϊκου είναι ένα λογοτεχνικό έργο που ξεχωρίζει για τη βαθιά συναισθηματική του φόρτιση και την ιστορική του ατμόσφαιρα. Η ιστορία του δεν είναι απλώς μια αφήγηση γεγονότων, αλλά ένα ταξίδι γεμάτο συναισθήματα, εικόνες και ανθρώπινες στιγμές.

  Η συγγραφέας, με τη χαρακτηριστική ευαισθησία και αφηγηματική δύναμη, μας μεταφέρει στη Θεσσαλονίκη του 1915, μια πόλη-σταυροδρόμι πολιτισμών, θρησκειών και ιστορικών αναταράξεων. Την εποχή εκείνη η πόλη ήταν γεμάτη ζωή, αλλά και ένταση, γιατί ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε αρχίσει να επηρεάζει την καθημερινότητα των ανθρώπων. Ήταν μια πόλη με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους  - Έλληνες, Εβραίους, Μουσουλμάνους, ξένους στρατιώτες - όλοι ζούσαν μαζί, με τις δικές τους παραδόσεις και ιστορίες. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η συγγραφέας μάς συστήνει τους «μικρούς θεούς», χαρακτήρες, που παλεύουν να κρατήσουν την ανθρωπιά τους, να αγαπήσουν, να δημιουργήσουν και να ελπίσουν.  

  Η Ραχήλ, μια νεαρή γυναίκα με πάθος για τη φωτογραφία, αποφασίζει να φύγει κρυφά από το σπίτι της για να απαθανατίσει τα γαλλικά πλοία που φτάνουν στο λιμάνι. Δεν μπορεί να φανταστεί, πως σύντομα η πόλη της θα πλημμυρίσει από στρατιώτες, πρόσφυγες και ανθρώπους από κάθε γωνιά του κόσμου. Η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε μια ζωντανή, πολύβουη πόλη, γεμάτη ένταση, κίνηση και προσδοκία.

  Ο Στεφάν, ένας Γάλλος στρατιώτης, φτάνει στην πόλη χωρίς να γνωρίζει τι τον περιμένει. Στο στρατόπεδο του Ζέιτενλικ, δεν τον σκοτώνουν οι σφαίρες, αλλά η ελονοσία και ο τύφος. Ο πόλεμος στο Μακεδονικό Μέτωπο, αν και πολλοί πιστεύουν ότι είναι μια «γιορτή», κρύβει την δική του φρίκη. Είναι μια μάχη καθημερινή με την αρρώστια, την εξάντληση και την ψυχική φθορά.

  Η Ραχήλ, με τη φωτογραφική της μηχανή, καταγράφει τις πιο κρυφές πλευρές των ανθρώπων στις φωτογραφίες της Ο Στεφάν, με τα χέρια του, προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές των στρατιωτών. Γνώστης της ομορφιάς του δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει την εμφάνισή του, για να κερδίσει την προσοχή στα κοσμικά καφέ της πόλης. Ωστόσο, ένα σοβαρό τραύμα αλλάζει τη ζωή του. Τον απομονώνει, τον γεμίζει θλίψη και τον κάνει να χάσει την επαφή με τον κόσμο. Μέχρι που ο φίλος του, ο Αντρέ, τον οδηγεί σε μια ομάδα ανθρώπων που δεν έχουν δύναμη ή εξουσία, αλλά διαθέτουν καλοσύνη, αγάπη και πίστη στον άνθρωπο. Αυτοί είναι οι «μικροί θεοί» της Σοφίας Βοϊκου.

  Το βιβλίο είναι, σαν ένα ταξίδι πίσω στον χρόνο, στη Θεσσαλονίκη των αρχών του 20ού αιώνα. Μέσα από τις σελίδες του, ο αναγνώστης βλέπει την πόλη όπως ήταν τότε, με τα στενά της σοκάκια, τα καφενεία, τα λιμάνια, τους απλούς ανθρώπους της. Περιγράφει με ζωντανές εικόνες και συναισθήματα την καθημερινότητα, τις δυσκολίες και τις ελπίδες των ανθρώπων εκείνης της εποχής.

Η ιστορία δεν επικεντρώνεται μόνο στον πόλεμο ή στα ιστορικά γεγονότα, αλλά κυρίως στους ανθρώπους. Σε εκείνους που έχουν πληγωθεί, σωματικά και ψυχικά, αλλά δεν τα παρατάνε. Συνεχίζουν να παλεύουν, να ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο και να αγαπούν, παρά τις δυσκολίες.

  Η συγγραφέας γράφει με έναν τρόπο που σε αγγίζει βαθιά. Το κείμενό της είναι γεμάτο συναίσθημα, αλλά παραμένει απλό και κατανοητό. Δεν χρησιμοποιεί δύσκολες λέξεις ή περίπλοκες φράσεις προκειμένου να ωραιοποιήσει την καθημερινότητα. Η γραφή της κυλάει φυσικά, ενώ οι περιγραφές της έχουν μια ιδιαίτερη ομορφιά, ζωντανεύουν μπροστά σου. Ο αναγνώστης μπορεί εύκολα να φανταστεί τις σκηνές, να νιώσει, όσα νιώθουν οι ήρωες και να συνδεθεί μαζί τους. Είναι, σαν να μπαίνεις μέσα στην ιστορία και να τη ζεις από κοντά, χωρίς να χάνεσαι ή να κουράζεσαι.

  Πιστεύω πως το πιο δυνατό μήνυμα του βιβλίου είναι, πως ο καθένας  από μας μπορεί να γίνει ένας "μικρός θεός". Δηλαδή, να προσφέρει κάτι σημαντικό στους γύρω του, να δώσει ελπίδα, να στηρίξει, να φροντίσει. Δεν χρειάζεται να είναι ήρωας ή να έχει σωματική δύναμη και αντοχή. Αρκεί, να έχει ψυχή, καλοσύνη και διάθεση να βοηθήσει.

  Με απλά λόγια, το βιβλίο μας υπενθυμίζει πως η ανθρωπιά και η αγάπη είναι μεγάλη δύναμη, ειδικά σε δύσκολες εποχές, και πως ακόμα και οι πιο «μικροί» άνθρωποι μπορούν να κάνουν κάτι μεγάλο για τους άλλους.

Αναστασία Δημακοπούλου

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ 


 

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΉ της Γιούλης Τσακάλου στον Ελεύθερο Τύπο, για το βιβλίο "ξεχασμένες λέξεις" Αλέξης Πανσέληνος, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


Βιβλιοκριτική: Αλέξης Πανσέληνος – Ξεχασμένες λέξεις – εκδόσεις Μεταίχμιο

Ελεύθερος τύπος 21/7/2025 

 


 

Ο Αλέξης Πανσέληνος επιστρέφει με ένα μυθιστόρημα-ψίθυρο, από εκείνους τους σπάνιους που δεν υψώνουν φωνή αλλά εγκαθίστανται μέσα σου, σαν μια ανάμνηση που νόμιζες ξεχασμένη. Στο «Ξεχασμένες λέξεις», η γλώσσα γίνεται φορέας μνήμης, συνείδησης και υπαρξιακής μετατόπισης. Είναι ένα κείμενο ώριμο, εσωστρεφές, μεστογραμμένο, που πατά στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αποξένωση και την ενδοσκόπηση, την ατομική διαδρομή και τη συλλογική ιστορία.

Ο Νάσος Λύρας, απόμαχος της ζωής και των μεγάλων συγκινήσεων, ζει στο Μόναχο, κουβαλώντας την αίσθηση πως έχει αποδράσει οριστικά από την Ελλάδα  και ό,τι αυτή συμβολίζει. Κι όμως, καθώς ξετυλίγεται το ιδιότυπο ημερολόγιο της καθημερινότητάς του, τον διαπερνούν λέξεις ελληνικές, λόγια που επιστρέφουν ύπουλα, σαν ρωγμές σε τσιμεντένιο τοίχο. Οι «ξεχασμένες λέξεις» δεν είναι απλώς το θέμα του βιβλίου. Είναι η ρωγμή απ’ όπου περνά το φως μιας βαθύτερης συνειδητοποίησης.

Ο Πανσέληνος δεν παραδίδει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα περί μετανάστευσης ή κρίσης. Γράφει ένα φιλοσοφημένο χρονικό αλλοτρίωσης και μνήμης. Η δομή του βιβλίου –σε μορφή προσωπικού ημερολογίου– επιτρέπει στον αναγνώστη να βυθιστεί στην ιδιωτικότητα της σκέψης ενός ανθρώπου που έχει χτίσει έναν εαυτό σε απόσταση από τις ρίζες του. Και είναι ακριβώς αυτή η απόσταση που αρχίζει να τρίζει.

Ο Λύρας είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου που έζησε «σωστά», με μέτρο, επιτυχία, λογική. Έφτιαξε μια ζωή καθαρή, εύρυθμη, «γερμανική». Όμως το τίμημα αυτής της καθαρότητας είναι η σιωπή των συναισθημάτων, η απουσία παλμών. Η σχέση του με τη Ζίγκι, τη νεότερη σύντροφό του, λειτουργεί ως κάτοπτρο: αυτή ζει ελεύθερα, εκείνος επενδύει με φόβο. Όταν εκείνη διεκδικεί την ελευθερία της, εκείνος καταρρέει εσωτερικά όχι από έρωτα, αλλά από τον κλονισμό της τακτοποιημένης του αφήγησης.

Η γλώσσα του Πανσέληνου είναι ένα αριστούργημα λιτότητας. Δεν φωνασκεί· υποβάλλει. Οι φράσεις του θυμίζουν Σημασία. Ξέρει να γράφει για τα μεγάλα μέσα από τα μικρά: ένα παλιό έπιπλο, μια μισοσβησμένη λέξη, μια βρύση που «σε καλωσορίζει σαν παλιός φίλος». Δεν περιγράφει, αποτυπώνει. Δεν αναλύει, υποβάλλει. Είναι ένας συγγραφέας που εμπιστεύεται τη νοημοσύνη του αναγνώστη και σέβεται την ευαισθησία του.

Καθώς το παρελθόν διεκδικεί χώρο –μέσα από μια σειρά από αναμνήσεις, επιστροφές, και τελικά μια καθοριστική αποκάλυψη, ο Λύρας έρχεται αντιμέτωπος με τη διαχρονική ερώτηση: Ποιος είμαι, όταν όλα όσα με συγκρότησαν είναι μακριά; Και, πόσο κοστίζει να ξεγράψεις τη γλώσσα σου;

Οι «ξεχασμένες λέξεις» δεν είναι απλώς οι λέξεις που έπαψε να χρησιμοποιεί. Είναι η χαμένη πατρίδα, οι αποσιωπημένες ενοχές, τα πρόσωπα που δεν αποχαιρέτησε. Είναι το ίδιο το βλέμμα που παύει να βλέπει όταν χάνει τη γλώσσα που τον έφτιαξε. Ο Πανσέληνος δεν μας καλεί να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Μας καλεί να επιστρέψουμε στον εαυτό μας  εκείνον που κάποτε διαμορφώθηκε μέσα από τις λέξεις που σήμερα ξεχνάμε.

Σπάνια η λογοτεχνία γίνεται τόσο σιωπηλή και ταυτόχρονα τόσο ηχηρή. Το «Ξεχασμένες λέξεις» είναι ένα μυθιστόρημα-καθρέφτης· και όποιος το κοιτάξει προσεκτικά, θα αναγνωρίσει κάτι δικό του.

 


Γιούλη Τσακάλου Giouli Georgia Tsakalou

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ η άποψη της Αναστασίας Δημακοπούλου για το βιβλίο "ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ" ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ



ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

 "ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ"  

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΝΩΑΣ

 

 Το βιβλίο «ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ» του Στέφανου Αλεξιάδη  είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία αστυνομικής λογοτεχνίας και φιλοσοφικής αναζήτησης. Ο συγγραφέας εξερευνά θέματα όπως η ηθική, η ανθρώπινη φύση και η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από μια συναρπαστική πλοκή.

  Μέσα από την αφήγηση, ο Αλεξιάδης ρίχνει φως σε ζητήματα γύρω από το καλό και το κακό, την ελευθερία της βούλησης και τις συνέπειες που απορρέουν από τις ανθρώπινες επιλογές.

  Ο τίτλος «ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ» δεν παραπέμπει αποκλειστικά σε θρησκευτικό λόγο, αλλά είναι και ένας ισχυρός συμβολισμός που μέσω της αφήγησης και της ροής του κειμένου, λειτουργεί σαν μια εσωτερική έκρηξη, που διαλύει το σκοτάδι της άγνοιας και φέρνει μπροστά την αλήθεια, γυμνή και ανυπότακτη. Το φως δεν παρουσιάζεται ως θεϊκή παρέμβαση, αλλά ως εσωτερική αναλαμπή, σαν μια στιγμή διαύγειας που αλλάζει τα πάντα.

 


  Δύο έφηβοι εξαφανίζονται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Το μοναδικό ίχνος που αφήνουν πίσω είναι μια φαινομενικά αθώα θήκη κινητού με έναν κίτρινο αρκούδο, ένα αντικείμενο που μετατρέπεται σε κλειδί για κάτι σκοτεινό. Παράλληλα, στους τοίχους εμφανίζονται λέξεις από μια «Περσεφόνη», μια φιγούρα που μοιάζει παγιδευμένη κάπου, ανάμεσα στον φόβο και την ελπίδα.

  Η ιστορία του βιβλίου, δεν είναι μόνο μια υπόθεση εξαφάνισης. Είναι ένα ταξίδι στην ψυχολογία του τρόμου, της σιωπής και της αλήθειας που προσπαθεί να βγει στο φως. Το φως και το σκοτάδι δεν παρουσιάζονται εδώ ως αντιθέσεις, αλλά ως δύο δυνάμεις που συνυπάρχουν, αλληλοσυμπληρώνονται και συγκρούονται μέσα στον ίδιο άνθρωπο. Το φως δεν συμβολίζει μόνο την λύτρωση, αλλά και τον πόνο που προκαλεί η αποκάλυψη τη στιγμή, που όλα εκτίθενται, ακόμα και όσα δεν θέλεις να δεις.

  Η μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι είναι κάτι, που συμβαίνει μέσα μας, ένας εσωτερικός αγώνας. Το σκοτάδι συμβολίζει αυτά που δεν γνωρίζουμε, τα μυστικά μας, και μερικές φορές μάς προσφέρει την ασφάλεια του να μην ξέρουμε. Αντίθετα, το φως φέρνει την αλήθεια και τη γνώση, όσο και ν΄αποφεύγουμε να φανερωθεί, γιατί θα πληγωθούμε. Αγνοούμε όμως ότι μπορεί να έχει και λυτρωτικό χαρακτήρα. Όταν όλα αποκαλύπτονται, μπορεί να μην είμαστε έτοιμοι να τα δούμε. Η αλήθεια δεν είναι πάντα κάτι ευχάριστο. Μπορεί να μας σοκάρει, να ανατρέψει, όσα πιστεύαμε και να αλλάξει τη ζωή μας με τρόπους που δεν περιμέναμε.

  Μέσα από ένα ύφος που θυμίζει παραμύθι, η αφήγηση ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στην ελπίδα και στην απώλεια. Οι λέξεις έχουν βάρος και κάθε αλήθεια που έρχεται στην επιφάνεια μοιάζει να πονά, όσο και να λυτρώνει.

Οι χαρακτήρες του συγγραφέα είναι σύνθετοι και πολύπλευροι με σκέψεις, στοχαστική διάθεση, συναισθήματα και αντιφάσεις. Ο καθένας τους έχει τη δική του εσωτερική διαδρομή, τις δικές του δυσκολίες. Μπορεί να κάνουν λάθη, να κρύβουν μυστικά ή να νιώθουν ενοχές, αλλά ταυτόχρονα έχουν στιγμές καλοσύνης, αγάπης και ελπίδας. Δεν μπορούμε να τους κρίνουμε εύκολα, γιατί πίσω από τις πράξεις τους υπάρχουν βαθύτερα κίνητρα.

  Η σχέση του Ηλία και του Μάρκου, πατέρα και γιου, τους βρίσκει ενωμένους μεν από μια κοινή απώλεια, χωρισμένους δε από όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Ο Ηλίας κουβαλά το βάρος της ευθύνης, τις ενοχές για όσα δεν μπόρεσε να πράξει. Βυθίζεται σε μια σιωπηλή αγωνία να φροντίσει τον γιο του, χωρίς να ξέρει τον τρόπο. Αντί να χτίσει γέφυρες και να επικοινωνήσει με τον γιο του, σηκώνει τοίχους σιωπής, νιώθοντας ότι με αυτόν τον τρόπο τον προστατεύει.

  Ο Μάρκος, από την άλλη, εγκλωβισμένος στην εφηβεία του, κουβαλά θλίψη που μεταλλάσσεται σε θυμό. Είναι ένας εσωστρεφής έφηβος που παλεύει να καταλάβει τον νέο κόσμο που απλώνεται μπροστά του. Η μετακόμιση φαίνεται να επιβαρύνει την κατάστασή του και να τον αποσυντονίζει. Ωστόσο, μπορεί η σιωπή να επισκιάζει την σχέση τους, υπάρχει όμως αγάπη, η οποία βρίσκεται σε μικρές κινήσεις, σε βλέμματα, σε προσπάθειες να κατανοήσει ο ένας τον άλλον. Είναι μια αγάπη που παλεύει να νικήσει το σκοτάδι, να εκμηδενίσει την απόσταση μεταξύ τους.

 

  Η γραφή του Αλεξιάδη μάς βοηθά να δούμε πέρα από την επιφάνεια, να νιώσουμε τους χαρακτήρες, να μπούμε στη θέση τους και να καταλάβουμε το «γιατί» και, πιο ήταν το κίνητρο για το «τι έκαναν». Αυτό κάνει την ιστορία πιο αληθινή και αγγίζει τον αναγνώστη πιο βαθιά. Η γραφή του είναι βιωματική, σε κάνει να την ζήσεις. Ο αναγνώστης δεν είναι ένας απλός παρατηρητής, νιώθει, όσα περνούν οι χαρακτήρες και συνεχίζει να σκέφτεται τα πολλαπλά μηνύματα, ακόμα κι όταν κλείσει το βιβλίο.

  Εν κατακλείδι, ο συγγραφέας μας προ(σ)καλεί να βγούμε από την ασφάλεια που μας προσφέρει το σκοτάδι και να κοιτάξουμε κατάματα ό,τι πονά, ό,τι σωπαίνει, ό,τι επιμένει να υπάρχει μέσα μας. Και τελικά, όπως και στο βιβλίο, όσο βαθιά κι αν είναι η σκιά, πάντα θα υπάρχει μια μικρή αχτίδα φωτός να αντισταθεί. Κι αυτό το φως, ακόμα κι αν πονά, είναι εκείνο που μας αλλάζει.

Αναστασία Δημακοπούλου

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ