Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2016

Προδημοσίευση (Αποκλειστικό) απο το βιβλίο "Οσα δεν έγιναν λέξεις" Ελένη Γαληνού, Εκδόσεις Διόπτρα!!

περισσότερα για το βιβλίο εδώ



Αποσπάσματα.


            σελ. 19-20
           
            Ξαφνικά αισθάνθηκε ένα τεράστιο ψυχικό έλλειμμα, σαν να της είχαν αφαιρέσει τον εσωτερικό της κόσμο, ό,τι ευαίσθητο έκρυβε βαθιά μέσα της. Η αίσθηση πως την είχαν ακρωτηριάσει, πως την είχαν αφήσει μισή, ήρθε και φώλιασε στην ψυχή της. Κοίταξε το πρόσωπο κι ύστερα τα γυμνά πόδια του κοριτσιού. Είχε την αμυδρή εντύπωση πως της έμοιαζε. Κάπως έτσι θα πρέπει να ήταν κάποτε, μα είχαν περάσει τόσα χρόνια, που δυσκολευόταν να θυμηθεί. Ίσως τα μαλλιά της να έπεφταν το ίδιο πλούσια και καστανά πάνω στην πλάτη της, φτάνοντας κυματιστά μέχρι τη μέση. Τώρα πια, σκεπασμένα κι αυτά με το δικό τους χιόνι, έτρεμαν αδύναμα και θαμπά, πιασμένα σε έναν πρόχειρο κότσο. Ακόμη κι από τα όμορφα γαλανά της μάτια είχε χαθεί το ζωηρό τους χρώμα, λες και ο χρόνος το είχε ξεθωριάσει στο πέρασμά του.
            Κι αυτό το ημερολόγιο, κιτρινισμένο από την εγκατάλειψη, φαγωμένο από τη σκόνη, της ξυπνούσε μόνο μικρά, θολά κομμάτια ζωής, ασύνδετα μεταξύ τους. Την μπέρδευε έτσι όπως ήταν γραμμένο - ή, πιο σωστά, έτσι όπως ήταν επιλεκτικά σβησμένο. Ξεκολλημένες φωτογραφίες κι άλλες σκισμένες στη μέση, μουτζουρωμένες σελίδες κι άλλες που έλειπαν εντελώς, λέξεις που είχαν εξαφανιστεί και σκόρπιε ζωγραφιές με ακαθόριστο νόημα. Τις κοίταζε και ήταν σαν να προσπαθούσαν να της κρύψουν κάτι επιμελώς, όμως ο τρόπος τους φάνταζε τόσο αδέξιος, που νόμιζε τελικά πως ήταν έτσι ακριβώς αλλοιωμένες ώστε να έλκουν τις μνήμες αντί να τις απομακρύνουν.
            Δάγκωσε συλλογισμένη τα στεγνά από τον πυρετό χείλη της. Είχε πολλά χρόνια να ανοίξει τούτο το χρονοντούλαπο και ακόμη περισσότερα να γράψει στις άλλοτε κατάλευκες σελίδες του, που καρτερούσαν υπομονετικά το χέρι της να τις γεμίσει. Όμως πώς να το κάνει αφού αγνοούσε έως σήμερα ακόμη και αυτή την ύπαρξή του; Και τώρα, τίποτα δεν τη βοηθούσε να θυμηθεί για ποιον λόγο το είχε καταχωνιάσει στο πιο απρόσιτο σημείο της βιβλιοθήκης.
            Όλα έχασκαν σαν να την κορόιδευαν, και ο νους της ήταν ο χειρότερος, ο πιο σιχαμερός λιποτάκτης τούτη τη δύσκολη ώρα…




σελ. 31-32

            Αναστέναξε καθώς κοίταξε έξω. Μέσ’ από το τζάμι αντίκρισε τη νύχτα. To τελευταίο φως της μέρας είχε γλιστρήσει πριν λίγο αθόρυβα στη δύση. Είχε φύγει σαν τη ζωή της, δίχως τις τυμπανοκρουσίες και τους ρομαντισμούς που κουβαλάει μαζί του ένα ηλιοβασίλεμα με όμορφα φλογερά χρώματα, σαν αυτά της νιότης. Τούτος ο ουρανός απόψε, χωρίς καμιά αίγλη, είχε γίνει από γκρίζος μολυβής, κι από μολυβής μαύρος· ύστερα τίποτ’ άλλο. Μόνο το λευκό του χιονιού συνέχισε να αντανακλάται μες στη σκοτεινιά. Πλήθαινε κι απλωνόταν συνεχώς με τις ατέλειωτες στρατιές από νιφάδες που κατέφθαναν ασταμάτητα και σωρεύονταν αθόρυβα η μία πάνω στην άλλη.
            Το δωμάτιο, ντυμένο κι αυτό στο σκοτάδι του, την τύλιξε με ένα άυλο μαύρο. Η Ροζαλία δεν σηκώθηκε να ανάψει φως. Απέμεινε σαν ανώνυμη σκιά στην ίδια θέση, εγκλωβισμένη στα στεγανά του μυαλού της. Το δικό της εσωτερικό σκοτάδι ήταν πιο αδιαπέραστο και τρομακτικό από αυτό εκεί έξω.
            Έκλεισε το ημερολόγιο και ακούμπησε τα γυαλιά της στο τραπέζι. Η ανάσα της είχε βαρύνει κι ο βήχας, στο πείσμα του, θυμήθηκε να την ταρακουνήσει πάλι. Ένιωσε αδύναμη. Ψαχούλεψε κι έπιασε το μπαστούνι της με τρεμάμενα δάχτυλα. Σηκώθηκε και στηρίχτηκε με δυσκολία στα πόδια της. Το πρώτο βήμα αβέβαιο, το επόμενο με περισσότερη θέληση. Αυτή τη φορά, αν και νωρίς, κίνησε για το κρεβάτι της κρατώντας παραμάσχαλα το κιτρινισμένο ντουλάπι της ζωής της, που είχε τυχαία ανακαλύψει. Κάτι την ωθούσε να μην το αποχωριστεί.
            Ο Βίτο ξεπρόβαλε κάπου από τα σκοτεινά κι έτρεξε γρήγορα μπροστά, προπομπός, για να της δείξει τον δρόμο. Εκείνη, πατώντας βαριά, προχώρησε σέρνοντας τα βήματά της. Έτριξαν τα σανίδια κάτω από το βάρος της, σαν να της ψιθύρισαν κάτι, που όμως δεν το άκουσε.
            Δεν ήταν μόνο ο πυρετός που την έψηνε και δεν έλεγε να πέσει, ήταν και τα γερασμένα της μάτια, οι δύσκολες σκέψεις και το σκοτάδι που δεν την άφησαν να δει πως, καθώς έβγαινε από τη μικρή κάμαρη, ένα χαρτάκι γλίστρησε από το ημερολόγιο, κι αφού λικνίστηκε κάμποσες φορές στον αέρα, καταλάγιασε αθόρυβα στο ξύλινο πάτωμα. Ήταν μια παραλληλόγραμμη ζωγραφιά. Ίσως, αν την είχε δει νωρίτερα, να καταλάβαινε πως ήταν το κομμάτι που έλειπε από αυτήν που είχε απομείνει πάνω στο τραπέζι δύο μέρες τώρα, αναζητώντας απάντηση…

 Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ




ΓΙΟΥΛΗ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου