Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ γράφει η Μαντώ Μάκκα για το βιβλίο "ΦΟΒΑΜΑΙ ΤΑΥΡΟΜΑΧΕ" Πέδρο Λεμεμπέλ - Εκδόσεις Καστανιώτη


Φοβάμαι, Ταυρομάχε
Πέδρο Λεμεμπέλ
Μετάφραση : Κώστας Αθανασίου
Εκδόσεις Καστανιώτη

 

Κοίταζα τον κέρσορα να αναβοσβήνει γύρω στα δέκα λεπτά προτού πάρω απόφαση να γράψω για αυτό το βιβλίο και ακόμη και τώρα δεν είμαι σίγουρη. Όχι γιατί δεν μου άρεσε αλλά γιατί η γλώσσα του Λεμεμπέλ με μάγεψε και φοβόμουν ότι η δική μου θα του διαλύσει την μαγεία . Γιατί αγάπησα την Τρελή από απέναντι και ήθελα να την πάρω από το χέρι και να της ανοίξω μια πόρτα σε ένα μέλλον όπου η διαφορετικότητα δεν θα περιθωριοποιείται. Ναι, ξέρω, μια ζωή ονειροπαρμένη θα είμαι!

Ο Πέδρο Λεμεμπέλ ήταν queer εικαστικός καλλιτέχνης, περφόρμερ, χρονικογράφος και συγγραφέας από τη Χιλή με έντονη ακτιβιστική δράση και αυτοπροσδιοριζόταν ως “φτωχός, κομμουνιστής και αδερφή”, τονίζοντας ότι δεν υπήρχε τίποτα χειρότερο, προσθέτοντας «η οικογένειά μου ήταν πολύ φτωχή, τα ποντίκια ήταν τα λούτρινα κουκλάκια μου». Είμαστε πραγματικά άτυχοι που αυτό είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα.

Επινοώντας την Τρελή από Απέναντι μας δείχνει με απίστευτη τρυφερότητα αλλά και σκληρότητα τον τρόμο και τη βία της δικτατορίας του Πινοτσέτ, την κοινωνική ανισότητα, τη φτώχεια, τους ανθρώπους του περιθωρίου αλλά και έναν έρωτα που τολμά να υπάρχει σε έναν κόσμο όπου οι ‘πεταλούδες’ πεθαίνουν.

Παράλληλα διαβάζουμε/βλέπουμε  δύο ιστορίες. Στην πρώτη έχουμε ένα καθημερινό χορό από βεντάλιες, καπέλα, κρόσια, δαντέλες, μουσικές και τα τραπεζομάντιλα που ράβει η Τρελή από απέναντι,  ένας μεσήλικος ομοφυλόφιλος, για τις πλούσιες κυρίες της χώρας. Όλα αυτά σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι που η Τρελή με πενιχρά αλλά τόσο θεατρικά και ευφάνταστα μέσα το έκανε το δικό της παλάτι.

[Τόσα χρόνια κλειστό, τόσο γεμάτο ποντίκια, ψυχές και νυχτερίδες, που η Τρελή, ανελέητη, τα πέταξε έξω, με ένα φτερό ξεσκονίσματος στο χέρι, με μια σκούπα στο χέρι, να σαρώνει τους ιστούς της αράχνης με την ενέργεια της αδερφής που τραγουδάει με φωνή φαλσέτο αλά Λούτσο Γκατίκα, που βήχει το «Bésame mucho» μέσα στα σύννεφα σκόνης από τα μπάζα που πετούσε στο ρείθρο.]

Αντί επίπλων έχουμε κούτες. Κούτες που ο Κάρλος, ένας νεαρός και όμορφος φοιτητής,  τις λέει ότι έχουν βιβλία και αυτή ούσα ερωτευμένη με ποιητικά αλισβερίσια κάνει ότι το χάφτει. Τα στολίζει με μεταξένια μαντίλια και φραμπαλάδες και κάνει τα πάντα για να βοηθήσει αυτόν και τους φίλους του. Για να μπορεί να τον έχει έστω και λίγο, δανεικό μεν αλλά τόσο δικό της στο μυαλό της.

[Ο Κάρλος ήταν τόσο καλός, τόσο γλυκός, τόσο ευγενικός. Κι εκείνη ήταν τόσο ερωτευμένη, τόσο αιχμάλωτη, τόσο υπνοβάτισσα από τις νύχτες τις ολόκληρες που περνούσε μιλώντας μαζί του ενόσω οι άλλοι ολοκλήρωναν τις συναντήσεις τους. Ατελείωτες ώρες σιωπής κοιτάζοντας την κούραση των ποδιών του που τα ’χε ξεχασμένα πάνω στο φούξια σατέν των μαξιλαριών. Μια βελούδινη σιωπή χάιδευε το γαλαζωπό και αξύριστο μάγουλό του. Μια σιωπή συμπαγής, μια κούραση που τον έκανε να κουτουλάει μέχρι να τον σωριάσει κάτω. Μια ληθαργική σιωπή από πούπουλα, να βαραίνει σαν μολύβι το κεφάλι του που έπεφτε, κι εκείνη σε εγρήγορση, κι εκείνη ολόκληρη μπαμπάκι, ολόκληρη μια γλύκα, να απλώνει ένα μαξιλάρι από αφρολέξ για να τον βολέψει.]

Η δεύτερη παράλληλη ιστορία είναι του ίδιου του δικτάτορα και της φαντασμένης και επιπόλαιας συζύγου του. Εδώ βλέπουμε τα όνειρα του λίγο πριν από την πτώση αλλά και το αδιάκοπο τερέτισμα της Πρώτης Κυρίας της χώρας που νοιάζεται μόνο για το Θεαθήναι. Τους κόλακες που απαρτίζουν την αυλή του και τους κρυφούς του φόβους. Μας τα παρουσιάζει με ένα κωμικοτραγικό τρόπο σαν να θέλει να γελοιοποιήσει αυτόν τον αδίστακτο δολοφόνο με τον μόνο τρόπο που μπορεί.

Μία από τις σκηνές που περιγράφει τόσο λυρικά ο Λεμεμπέλ είναι και η πατριαρχική βία.

[Τη φουρτουνιασμένη καρδιά της, καρδιά μικρού κολιμπρί, ορφανού από μικρούλι όταν πέθανε η μητέρα του. Τη νευρική καρδιά της, καρδιά σκίουρου φοβισμένου από τις φωνές του πατέρα, από τον ζωστήρα που σκάει στον πισινό του τον σημαδεμένο από την αναμορφωτική λουρίδα. Έλεγε ότι θα με κάνει άντρα, ότι γι’ αυτό με έδερνε. Ότι δεν ήθελε να ζήσει μέσα στην ντροπή ούτε να τσακώνεται με τους φίλους του στο συνδικάτο που τον έκραζαν πως του είχα βγει ελαττωματικός. Αυτουνού, που ήταν τόσο άντρας, τόσο μάστορας με τις γυναίκες, τόσο γοητευτικός με τις πουτάνες, τόσο τύφλα στο μεθύσι εκείνη τη φορά που άρχισε το πασπάτεμα.]

Η πόλη σείεται από διαμαρτυρίες, από ξύλο, από εξαφανίσεις και ο Λεμπεμπέλ μπλέκει τόσο ωραία τις ιστορίες με τη δική του γλώσσα, τόσο αλλιώτικη από όλες τις άλλες. Και ενώ έχει γράψει ένα άκρως πολιτικό-κοινωνικό μυθιστόρημα , μας το σερβίρει με δόσεις, τόσο όσο, να μην κουράσει αλλά να παραμείνει πιστός στις δικές του αλήθειες.

[ Και έβγαιναν ξανά και ξανά στην επίθεση με τη μολότοφ τρυφερότητά τους που την άναβε η οργή. Με μια βόμβα έκοβαν το φως και όλος ο κόσμος να αγοράζει κεριά, να αποθηκεύει κεριά κι άλλα κεριά για να φωτίζει δρόμους και χαντάκια, για να τροφοδοτεί με κάρβουνα τη μνήμη, για να ποδοπατάει και να σβήνει τις σπίθες της λήθης. Σαν να κατέβαζαν ένα κομήτη μέχρι η ουρά του ν’ αγγίξει τη γη ως φόρος τιμής σε τόσους εξαφανισμένους.]

Η Τρελή καίγεται από αγάπη , η Τρελή θα βοηθήσει το Πατριωτικό Μέτωπο Μανουέλ Ροδρίγκες, για να μην ‘είναι’, για να γίνει ‘είμαστε’. Η Τρελή αντιστέκεται, με τον δικό της πολύχρωμο, μελοδραματικό τρόπο, ούτως ή άλλως τη βία και τον ρατσισμό τα έχει νιώσει στο πετσί της. Για να μπορέσει αυτή η ξεφωνημένη τρελή, τόσο διαφορετική από τους Δυτικούς πλούσιους ομοφυλόφιλους,  έστω και λίγο να σηκώσει το λάβαρο της επανάστασης.

 [Στα μάτια της, μάτια συναισθηματικής τρελής, το άσπρο τραπεζομάντιλο το κεντημένο με τόση αγάπη το είχαν μετατρέψει σε μια κοσμοχαλασιά από σάλια και δολοφονίες. Στα μάτια της, μάτια τρελής κεντήστρας, το λευκό λινό είχε μετατραπεί στο βιολετί σεντόνι ενός εγκλήματος, στο μουσκεμένο σάβανο της πατρίδας όπου βούλιαζαν τα πουλιά και τα αγγελάκια της.]

Ένα ανθρώπινο βιβλίο, ένα συγκινητικό βιβλίο, ένα ποιητικά ερωτικό βιβλίο, ένα ονειρικό βιβλίο που με χιούμορ, σαρκασμό, λυρισμό, αστείρευτους συμβολισμούς, χορευτικό δράμα και μουσικές σαν από μηχανής θεούς, μας δείχνει ναι μεν το πολιτικό και κοινωνικό δράμα της δικτατορίας αλλά δεν εγκλωβίζεται μόνο εκεί. Γίνεται μια σχεδία για τους κατατρεγμένους, τους καταπιεσμένους, τους αποκλεισμένους σε μια θάλασσα αφηνιασμένη, έτοιμη να τους κατασπαράξει.

[Γιατί τα δάκρυα που χύνουν οι τρελές δεν έχουν ταυτότητα, δεν έχουν χρώμα, ούτε γεύση, ούτε ποτίζουν κανέναν κήπο ψευδαισθήσεων. Τα δάκρυα που χύνει μια τρελή έρημη και εγκαταλελειμμένη όπως αυτή ποτέ δεν θα έρχονταν στο φως, ποτέ δεν θα ‘ταν υγροί κόσμοι που θα τους στράγγιζαν μαντιλάκια μέσα από λογοτεχνικές σελίδες. Τα δάκρυα που χύνουν οι τρελές μοιάζουν πάντα προσποιητά, δάκρυα ωφελιμιστικά, λυγμοί παλιάτσων, δάκρυα πολυμήχανα, που χρησιμοποιούνται για διακόσμηση σε ανόητα συναισθήματα.]

«Ο Λεμεμπέλ δεν χρειάζεται να γράψει ποίηση για να είναι ο καλύτερος ποιητής της γενιάς μου. Κανένας δεν φτάνει πιο βαθιά από τον Λεμεμπέλ. Και επιπλέον, λες και όλα αυτά είναι λίγα, ο Λεμεμπέλ είναι γενναίος, γιατί ξέρει να ανοίγει τα μάτιατου μέσα στο σκοτάδι, σ’ εκείνες τις επικράτειες όπου κανένας δεν τολμάει να μπει. Τι πώς τα ξέρω όλα αυτά; Εύκολο. Διαβάζοντας τα βιβλία του» έγραφε για αυτόν ο Ρομπέρτο Μπολάνιο.

Ο Λεμεμπέλ παίζει με τη γλώσσα ακόμη και στην ταυτότητα της Τρελής, το του/της να αλλάζει όπως και στο ντύσιμο, ούτως ή άλλως ο Λεμεμπέλ ποτέ δεν κρύφτηκε και έτσι και η γλώσσα του πρωταγωνιστεί. Αντιστέκεται μέσω της γλώσσας του όπως και στο κλασικό του «Μανιφέστο» με υπότιτλο ‘Μιλάω για τη διαφορά μου’ :  «Η δικτατορία περνάει / Και έρχεται η δημοκρατία / Και μετά ο σοσιαλισμός / Και τότε; / Τι θα κάνετε μ’ εμάς σύντροφε; / Μήπως θα υπάρχει σε κάποια γωνιά μια αδερφή / να αποσταθεροποιεί το μέλλον του νέου σας ανθρώπου;».

Αν κρίνω και από το τόσο κατατοπιστικό και άκρως διαφωτιστικό επίμετρο ο Κώστας Αθανασίου έχει κάνει εξαιρετική δουλειά απόλυτα σεβόμενος το έργο του Λεμεμπέλ και του αξίζουν θερμά συγχαρητήρια!

Το βιβλίο γυρίστηκε σε ταινία με τον τίτλο «Τρυφερέ μου Ταυρομάχε» σε σκηνοθεσία του Ροντρίγκο Σεπούλβεδα. Κάποιος είπε να μην τη δω χάνει σε ατμόσφαιρα αλλά διάβασα ότι ο πρωταγωνιστής τα ‘έδωσε όλα’ άρα θα ρισκάρω!

https://www.youtube.com/watch?v=In4hnm9X9LE&t=98s

O Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα είχε γράψει ότι η αληθινή μάχη ενός καλλιτέχνη είναι με το ντουέντε. Για να βρούμε το ντουέντε δεν υπάρχει τίποτε να μας βοηθήσει. Ούτε χάρτης ούτε «σωστοί τρόποι». Το μόνο που ξέρουμε είναι πως καίει το αίμα σαν κοπανιστό γυαλί, πως εξαντλεί, πως σβήνει τη γλυκιά γεωμετρία που μάθαμε, πως κλωτσάει όλα τα στυλ, πως κάνει το Γκόγια, ζωγράφο του γκρίζου, του ασημένιου κι εκείνου του ροζ στην καλύτερη αγγλική παράδοση να ζωγραφίζει με τις γροθιές και τα γόνατα τρομερά μαύρα κατράμια. (…). Ο Λεμεμπέλ είναι το ντουέντε , είναι η ψυχή που έσπασε φράγματα για να μας κάνει να νιώσουμε την αλήθεια της.

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Περισσότερα για το βιβλίο εδώ


 


Φωτο: Μαντώ Μάκκα

Η Μαντώ Μάκκα γεννήθηκε το Μάιο του 1980 στην Αθήνα.  Αποφοίτησε από το Κλασσικό Λύκειο Αναβρύτων.  Παρακολούθησε μαθήματα Οικονομικών & Marketing και Εξειδίκευσης στη Μετάφραση στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.
Ακολούθησαν μαθήματα Δημιουργικής γραφής με τη Στεύη Τσούτση και  Εικαστικών & Ιστορίας Τέχνης με την Άννα Παππά.
Παράλληλα ζωγραφίζει και κατασκευάζει κοσμήματα από πέτρα.
Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στο διαδίκτυο.
Έχει εργαστεί ως Καθηγήτρια Αγγλικών και ως διαχειρίστρια διαδικτυακών εφημερίδων.
Το παραμύθι της «Τα ροζ Χριστούγεννα» περιλήφθηκε στο βιβλίο «
Santa Παραμύθια, 22 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» των εκδόσεων Νίκας.
Η συλλογή διηγημάτων «Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια» από τις Εκδόσεις Νίκας είναι το πρώτο της βιβλίο.
Το 2022 το διήγημα της «Τραμουντάνα» διακρίθηκε και συμμετέχει στην συλλογική έκδοση του Ιανού «Το ρούχο»


 

1 σχόλιο:

  1. Εξαιρετική η παρουσίαση... όπως και το βιβλίο... όπως και η μετάφραση... όπως και τα αποσπάσματα... (είναι από αυτά που είχα υπογραμμίσει κι εγώ!).

    ΑπάντησηΔιαγραφή