ΒΙΒΛΙΟ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Φίλες, φίλοι,

Σας καλωσορίζουμε στο blog της ομάδας ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ! Για πόσο μπορούμε να περιπλανηθούμε στον κόσμο του στοχασμού και της συνείδησης; Μέχρι πού αποδεχόμαστε το ελεύθερο πέταγμα της σκέψης; Κι όταν γυρίσουμε στο παρόν, στη λογική, στο «πρέπει», δεν θα πούμε ότι ήταν όνειρο, παράκρουση ή μέθη; Αυτό το ταξίδι της σκέψης στη μέθη και στο όνειρο ευελπιστεί να χαρίσει αυτή η ομάδα στον κάθε αναγνώστη. Να του δώσει φτερά για να ξεκινήσει το μαγικό σεργιάνι του σε έναν κόσμο απόλυτα αληθινό αλλά και τόσο ανεξερεύνητο, στον χώρο του βιβλίου που τόσο αγαπάμε. Και μαζί, να το στηρίξουμε με αγάπη, ήθος, ευγενικές προθέσεις, σκέψεις και πράξεις!

Γιούλη Τσακάλου

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2025

ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΉ της Γιούλης Τσακάλου στον Ελεύθερο Τύπο, για το βιβλίο "ξεχασμένες λέξεις" Αλέξης Πανσέληνος, Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


Βιβλιοκριτική: Αλέξης Πανσέληνος – Ξεχασμένες λέξεις – εκδόσεις Μεταίχμιο

Ελεύθερος τύπος 21/7/2025 

 


 

Ο Αλέξης Πανσέληνος επιστρέφει με ένα μυθιστόρημα-ψίθυρο, από εκείνους τους σπάνιους που δεν υψώνουν φωνή αλλά εγκαθίστανται μέσα σου, σαν μια ανάμνηση που νόμιζες ξεχασμένη. Στο «Ξεχασμένες λέξεις», η γλώσσα γίνεται φορέας μνήμης, συνείδησης και υπαρξιακής μετατόπισης. Είναι ένα κείμενο ώριμο, εσωστρεφές, μεστογραμμένο, που πατά στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στην αποξένωση και την ενδοσκόπηση, την ατομική διαδρομή και τη συλλογική ιστορία.

Ο Νάσος Λύρας, απόμαχος της ζωής και των μεγάλων συγκινήσεων, ζει στο Μόναχο, κουβαλώντας την αίσθηση πως έχει αποδράσει οριστικά από την Ελλάδα  και ό,τι αυτή συμβολίζει. Κι όμως, καθώς ξετυλίγεται το ιδιότυπο ημερολόγιο της καθημερινότητάς του, τον διαπερνούν λέξεις ελληνικές, λόγια που επιστρέφουν ύπουλα, σαν ρωγμές σε τσιμεντένιο τοίχο. Οι «ξεχασμένες λέξεις» δεν είναι απλώς το θέμα του βιβλίου. Είναι η ρωγμή απ’ όπου περνά το φως μιας βαθύτερης συνειδητοποίησης.

Ο Πανσέληνος δεν παραδίδει ένα κοινωνικό μυθιστόρημα περί μετανάστευσης ή κρίσης. Γράφει ένα φιλοσοφημένο χρονικό αλλοτρίωσης και μνήμης. Η δομή του βιβλίου –σε μορφή προσωπικού ημερολογίου– επιτρέπει στον αναγνώστη να βυθιστεί στην ιδιωτικότητα της σκέψης ενός ανθρώπου που έχει χτίσει έναν εαυτό σε απόσταση από τις ρίζες του. Και είναι ακριβώς αυτή η απόσταση που αρχίζει να τρίζει.

Ο Λύρας είναι το αρχέτυπο του ανθρώπου που έζησε «σωστά», με μέτρο, επιτυχία, λογική. Έφτιαξε μια ζωή καθαρή, εύρυθμη, «γερμανική». Όμως το τίμημα αυτής της καθαρότητας είναι η σιωπή των συναισθημάτων, η απουσία παλμών. Η σχέση του με τη Ζίγκι, τη νεότερη σύντροφό του, λειτουργεί ως κάτοπτρο: αυτή ζει ελεύθερα, εκείνος επενδύει με φόβο. Όταν εκείνη διεκδικεί την ελευθερία της, εκείνος καταρρέει εσωτερικά όχι από έρωτα, αλλά από τον κλονισμό της τακτοποιημένης του αφήγησης.

Η γλώσσα του Πανσέληνου είναι ένα αριστούργημα λιτότητας. Δεν φωνασκεί· υποβάλλει. Οι φράσεις του θυμίζουν Σημασία. Ξέρει να γράφει για τα μεγάλα μέσα από τα μικρά: ένα παλιό έπιπλο, μια μισοσβησμένη λέξη, μια βρύση που «σε καλωσορίζει σαν παλιός φίλος». Δεν περιγράφει, αποτυπώνει. Δεν αναλύει, υποβάλλει. Είναι ένας συγγραφέας που εμπιστεύεται τη νοημοσύνη του αναγνώστη και σέβεται την ευαισθησία του.

Καθώς το παρελθόν διεκδικεί χώρο –μέσα από μια σειρά από αναμνήσεις, επιστροφές, και τελικά μια καθοριστική αποκάλυψη, ο Λύρας έρχεται αντιμέτωπος με τη διαχρονική ερώτηση: Ποιος είμαι, όταν όλα όσα με συγκρότησαν είναι μακριά; Και, πόσο κοστίζει να ξεγράψεις τη γλώσσα σου;

Οι «ξεχασμένες λέξεις» δεν είναι απλώς οι λέξεις που έπαψε να χρησιμοποιεί. Είναι η χαμένη πατρίδα, οι αποσιωπημένες ενοχές, τα πρόσωπα που δεν αποχαιρέτησε. Είναι το ίδιο το βλέμμα που παύει να βλέπει όταν χάνει τη γλώσσα που τον έφτιαξε. Ο Πανσέληνος δεν μας καλεί να επιστρέψουμε στην Ελλάδα. Μας καλεί να επιστρέψουμε στον εαυτό μας  εκείνον που κάποτε διαμορφώθηκε μέσα από τις λέξεις που σήμερα ξεχνάμε.

Σπάνια η λογοτεχνία γίνεται τόσο σιωπηλή και ταυτόχρονα τόσο ηχηρή. Το «Ξεχασμένες λέξεις» είναι ένα μυθιστόρημα-καθρέφτης· και όποιος το κοιτάξει προσεκτικά, θα αναγνωρίσει κάτι δικό του.

 


Γιούλη Τσακάλου Giouli Georgia Tsakalou

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ η άποψη της Αναστασίας Δημακοπούλου για το βιβλίο "ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ" ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ



ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ

 "ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ"  

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΙΝΩΑΣ

 

 Το βιβλίο «ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ» του Στέφανου Αλεξιάδη  είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία αστυνομικής λογοτεχνίας και φιλοσοφικής αναζήτησης. Ο συγγραφέας εξερευνά θέματα όπως η ηθική, η ανθρώπινη φύση και η αναζήτηση της αλήθειας μέσα από μια συναρπαστική πλοκή.

  Μέσα από την αφήγηση, ο Αλεξιάδης ρίχνει φως σε ζητήματα γύρω από το καλό και το κακό, την ελευθερία της βούλησης και τις συνέπειες που απορρέουν από τις ανθρώπινες επιλογές.

  Ο τίτλος «ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΦΩΣ» δεν παραπέμπει αποκλειστικά σε θρησκευτικό λόγο, αλλά είναι και ένας ισχυρός συμβολισμός που μέσω της αφήγησης και της ροής του κειμένου, λειτουργεί σαν μια εσωτερική έκρηξη, που διαλύει το σκοτάδι της άγνοιας και φέρνει μπροστά την αλήθεια, γυμνή και ανυπότακτη. Το φως δεν παρουσιάζεται ως θεϊκή παρέμβαση, αλλά ως εσωτερική αναλαμπή, σαν μια στιγμή διαύγειας που αλλάζει τα πάντα.

 


  Δύο έφηβοι εξαφανίζονται κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες. Το μοναδικό ίχνος που αφήνουν πίσω είναι μια φαινομενικά αθώα θήκη κινητού με έναν κίτρινο αρκούδο, ένα αντικείμενο που μετατρέπεται σε κλειδί για κάτι σκοτεινό. Παράλληλα, στους τοίχους εμφανίζονται λέξεις από μια «Περσεφόνη», μια φιγούρα που μοιάζει παγιδευμένη κάπου, ανάμεσα στον φόβο και την ελπίδα.

  Η ιστορία του βιβλίου, δεν είναι μόνο μια υπόθεση εξαφάνισης. Είναι ένα ταξίδι στην ψυχολογία του τρόμου, της σιωπής και της αλήθειας που προσπαθεί να βγει στο φως. Το φως και το σκοτάδι δεν παρουσιάζονται εδώ ως αντιθέσεις, αλλά ως δύο δυνάμεις που συνυπάρχουν, αλληλοσυμπληρώνονται και συγκρούονται μέσα στον ίδιο άνθρωπο. Το φως δεν συμβολίζει μόνο την λύτρωση, αλλά και τον πόνο που προκαλεί η αποκάλυψη τη στιγμή, που όλα εκτίθενται, ακόμα και όσα δεν θέλεις να δεις.

  Η μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι είναι κάτι, που συμβαίνει μέσα μας, ένας εσωτερικός αγώνας. Το σκοτάδι συμβολίζει αυτά που δεν γνωρίζουμε, τα μυστικά μας, και μερικές φορές μάς προσφέρει την ασφάλεια του να μην ξέρουμε. Αντίθετα, το φως φέρνει την αλήθεια και τη γνώση, όσο και ν΄αποφεύγουμε να φανερωθεί, γιατί θα πληγωθούμε. Αγνοούμε όμως ότι μπορεί να έχει και λυτρωτικό χαρακτήρα. Όταν όλα αποκαλύπτονται, μπορεί να μην είμαστε έτοιμοι να τα δούμε. Η αλήθεια δεν είναι πάντα κάτι ευχάριστο. Μπορεί να μας σοκάρει, να ανατρέψει, όσα πιστεύαμε και να αλλάξει τη ζωή μας με τρόπους που δεν περιμέναμε.

  Μέσα από ένα ύφος που θυμίζει παραμύθι, η αφήγηση ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, στην ελπίδα και στην απώλεια. Οι λέξεις έχουν βάρος και κάθε αλήθεια που έρχεται στην επιφάνεια μοιάζει να πονά, όσο και να λυτρώνει.

Οι χαρακτήρες του συγγραφέα είναι σύνθετοι και πολύπλευροι με σκέψεις, στοχαστική διάθεση, συναισθήματα και αντιφάσεις. Ο καθένας τους έχει τη δική του εσωτερική διαδρομή, τις δικές του δυσκολίες. Μπορεί να κάνουν λάθη, να κρύβουν μυστικά ή να νιώθουν ενοχές, αλλά ταυτόχρονα έχουν στιγμές καλοσύνης, αγάπης και ελπίδας. Δεν μπορούμε να τους κρίνουμε εύκολα, γιατί πίσω από τις πράξεις τους υπάρχουν βαθύτερα κίνητρα.

  Η σχέση του Ηλία και του Μάρκου, πατέρα και γιου, τους βρίσκει ενωμένους μεν από μια κοινή απώλεια, χωρισμένους δε από όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ. Ο Ηλίας κουβαλά το βάρος της ευθύνης, τις ενοχές για όσα δεν μπόρεσε να πράξει. Βυθίζεται σε μια σιωπηλή αγωνία να φροντίσει τον γιο του, χωρίς να ξέρει τον τρόπο. Αντί να χτίσει γέφυρες και να επικοινωνήσει με τον γιο του, σηκώνει τοίχους σιωπής, νιώθοντας ότι με αυτόν τον τρόπο τον προστατεύει.

  Ο Μάρκος, από την άλλη, εγκλωβισμένος στην εφηβεία του, κουβαλά θλίψη που μεταλλάσσεται σε θυμό. Είναι ένας εσωστρεφής έφηβος που παλεύει να καταλάβει τον νέο κόσμο που απλώνεται μπροστά του. Η μετακόμιση φαίνεται να επιβαρύνει την κατάστασή του και να τον αποσυντονίζει. Ωστόσο, μπορεί η σιωπή να επισκιάζει την σχέση τους, υπάρχει όμως αγάπη, η οποία βρίσκεται σε μικρές κινήσεις, σε βλέμματα, σε προσπάθειες να κατανοήσει ο ένας τον άλλον. Είναι μια αγάπη που παλεύει να νικήσει το σκοτάδι, να εκμηδενίσει την απόσταση μεταξύ τους.

 

  Η γραφή του Αλεξιάδη μάς βοηθά να δούμε πέρα από την επιφάνεια, να νιώσουμε τους χαρακτήρες, να μπούμε στη θέση τους και να καταλάβουμε το «γιατί» και, πιο ήταν το κίνητρο για το «τι έκαναν». Αυτό κάνει την ιστορία πιο αληθινή και αγγίζει τον αναγνώστη πιο βαθιά. Η γραφή του είναι βιωματική, σε κάνει να την ζήσεις. Ο αναγνώστης δεν είναι ένας απλός παρατηρητής, νιώθει, όσα περνούν οι χαρακτήρες και συνεχίζει να σκέφτεται τα πολλαπλά μηνύματα, ακόμα κι όταν κλείσει το βιβλίο.

  Εν κατακλείδι, ο συγγραφέας μας προ(σ)καλεί να βγούμε από την ασφάλεια που μας προσφέρει το σκοτάδι και να κοιτάξουμε κατάματα ό,τι πονά, ό,τι σωπαίνει, ό,τι επιμένει να υπάρχει μέσα μας. Και τελικά, όπως και στο βιβλίο, όσο βαθιά κι αν είναι η σκιά, πάντα θα υπάρχει μια μικρή αχτίδα φωτός να αντισταθεί. Κι αυτό το φως, ακόμα κι αν πονά, είναι εκείνο που μας αλλάζει.

Αναστασία Δημακοπούλου

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ 

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Συνέντευξη της συγγραφέως Ειρήνης Βαρδάκη στη Γιούλη Τσακάλου - Ελεύθερος Τύπος για το βιβλίο «ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ» εκδόσεις ΜΙΝΩΑΣ



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ — Ειρήνη Βαρδάκη με τη Γιούλη Τσακάλου για τον Ελεύθερο τύπο8/7/25

Βιβλίο : Να με ξεχνάς – εκδόσεις Μίνωας

 


Μερικές ιστορίες δεν διαβάζονται. Σε στοιχειώνουν. Η Ειρήνη Βαρδάκη, με το νέο της βιβλίο Να με ξεχνάς, στήνει μια γέφυρα από έρωτα και τρόμο, με ήρωες που αγαπιούνται μέχρι θανάτου  κυριολεκτικά. Μέσα σε ένα σύμπαν γεμάτο ανατροπές, ψυχολογικές εντάσεις και υποδόρια σκοτεινιά, η συγγραφέας δεν αφήνει κανέναν αναγνώστη ανέγγιχτο.

Μιλήσαμε για την αλήθεια πίσω από τον πόνο, για τα όρια του θρίλερ και για την παράξενη λυτρωτική ομορφιά που βρίσκει όταν σκάβει στην ψυχή των ηρώων της αναδεικνύοντας τη σκοτεινή ομορφιά της ανθρώπινης ψυχής.

 

1.«Να με ξεχνάς». Η φράση χτυπάει σαν ικεσία και απειλή μαζί. Είναι ο τίτλος το πρώτο “μήνυμα” που δίνετε στον αναγνώστη; Και πόσο εύκολα ξεχνιούνται οι δικοί σας ήρωες;

Ο τίτλος σαρκάζει, εμπαίζει, αυτοαναιρείται. Απαιτεί όχι μόνο να ξεχάσεις, αλλά να ξεχνάς… κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε δευτερόλεπτο, φανερώνοντας αυτομάτως την συγκλονιστική δύναμη της μνήμης. Το άτρωτο σώμα της και η μοναδική ικανότητα της να μην πεθαίνει αλλά να αλλάζει μορφές και να δανείζεται προσωπεία, γίνεται το απόλυτο βασανιστήριο για τους ήρωες της ιστορίας. Τους συρρικνώνει και τέλος τους συνθλίβει κάτω από το αφύσικο βάρος της. Είναι αδύνατο να ξεχάσουν και αδιανόητος ο πόνος του να θυμούνται.

 

2. Ο Σαμ και η Λίλυ, τόσο κοντά, τόσο απελπιστικά χωρισμένοι. Στο βιβλίο ο έρωτας είναι παρηγοριά ή καταδίκη; Πιστεύετε πως υπάρχει αγάπη που σκοτώνει;

Σε αυτό το ψυχολογικό θρίλερ, η αγάπη των δύο ηρώων είναι ολόμαυρη, και σε σημεία ανατριχιαστική γιατί είναι νεκροζώντανη. Όλη

της η διαδρομή είναι μια οδυνηρή κατάβαση στην άβυσσο. Ανασαίνει σκοτάδι εξερευνώντας όλες τις πτυχές του ανθρώπινου και υπερανθρώπινου πόνου. Φεύγει από τα όρια της αγάπης, παίρνει διαφορετικά, αλλόκοτα σχήματα, μετουσιώνεται και γίνεται κάτι άλλο… κάτι σπαρακτικό, βασανιστικό και αποτρόπαιο.

3. Οι ιστορίες σας είναι γεμάτες ψυχολογική ένταση και σκοτεινές αποχρώσεις. Πόσο σας κουράζει ή σας λυτρώνει το γράψιμο όταν βυθίζεστε τόσο βαθιά σε τέτοια τοπία;

Δεν είμαι σίγουρη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι έχω διαρκώς την ανάγκη να επιστρέφω. Αγαπώ βαθιά το σκοτάδι στην τέχνη. Το βρίσκω σαγηνευτικό, ακαταμάχητο. Σε πολλά από τα βιβλία μου το σκοτάδι δεν ήταν απλώς το φόντο πίσω από την ιστορία, αλλά η ουσία και ο πυρήνας της. Στη διαδικασία της συγγραφής του «ΝΑ ΜΕ ΞΕΧΝΑΣ» το σκοτάδι ήταν ο δικός μου προσωπικός καμβάς.

 

4. Η επίθεση στη Λίλυ είναι σοκαριστική. Πώς διαχειρίζεστε, ως συγγραφέας αλλά και ως γυναίκα, τόσο σκληρές σκηνές; Υπάρχει κάπου ένα όριο ή το είδος απαιτεί απόλυτη αλήθεια;

Αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν όρια, τότε συνειδητά κινούμαι σε αυτά ή και εκτός τους. Το ψυχολογικό θρίλερ δεν έχει δικλείδα ασφαλείας, είναι βήμα στο κενό, όχι μόνο για τον δημιουργό αλλά και για τον αναγνώστη. Η ιστορία γράφεται και δίδεται ατόφια, χωρίς φίλτρα. Μιλάμε ίσως για το πιο σκοτεινό και εσωτερικό είδος, μέσα από το οποίο αποκαλύπτονται ένα ένα τα πιο εύθραυστα και τρομακτικά κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής. Δεν είναι το ίδιο το τέρας που τρομάζει, αλλά το γεγονός ότι βρίσκεται εντός σου.

 


5. Αν κάποιος διαβάσει το «Να με ξεχνάς» μέσα σε μια νύχτα —πράγμα πιθανό— τι θέλετε να του μείνει μόλις γυρίσει την τελευταία σελίδα και κλείσει το φως;

Ξέρω ότι για τον κάθε αναγνώστη, η εμπειρία είναι αυστηρά προσωπική. Δική μου ευχή θα ήταν οι αναγνώστες να ακολουθήσουν τους ήρωες, να μην τους αφήσουν μόνους στην εμπειρία της βύθισης,

αλλά να τους κρατήσουν το χέρι και να αιωρηθούν μαζί τους στο ολόμαυρο χάος τους, να αισθανθούν την παραφορά τους, να τους συμπονέσουν και να τους παρηγορήσουν. Έχω ανάγκη να ξέρω ότι οι ήρωες βρίσκονται στα πιο στοργικά χέρια