ΒΙΒΛΙΟ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Φίλες, φίλοι,

Σας καλωσορίζουμε στο blog της ομάδας ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ! Για πόσο μπορούμε να περιπλανηθούμε στον κόσμο του στοχασμού και της συνείδησης; Μέχρι πού αποδεχόμαστε το ελεύθερο πέταγμα της σκέψης; Κι όταν γυρίσουμε στο παρόν, στη λογική, στο «πρέπει», δεν θα πούμε ότι ήταν όνειρο, παράκρουση ή μέθη; Αυτό το ταξίδι της σκέψης στη μέθη και στο όνειρο ευελπιστεί να χαρίσει αυτή η ομάδα στον κάθε αναγνώστη. Να του δώσει φτερά για να ξεκινήσει το μαγικό σεργιάνι του σε έναν κόσμο απόλυτα αληθινό αλλά και τόσο ανεξερεύνητο, στον χώρο του βιβλίου που τόσο αγαπάμε. Και μαζί, να το στηρίξουμε με αγάπη, ήθος, ευγενικές προθέσεις, σκέψεις και πράξεις!

Γιούλη Τσακάλου

Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ η άποψη της Αναστασίας Δημακοπούλου για το βιβλίο "Οι ρετσίνες του Βασιλιά - ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ "Εκδόσεις Πατάκη


Οι ρετσίνες του Βασιλιά - ΙΣΙΔΩΡΟΣ ΖΟΥΡΓΟΣ

Το ένατο βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού, με τον θελκτικό τίτλο Οι ρετσίνες του Βασιλιά είναι ιδιαίτερο και διαφοροποιημένο από τα προηγούμενα συγγραφικά του έργα. Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο συγγραφέας αποκάλυψε ότι το έργο του αυτό, αποτελεί μία «υπόγεια συνομιλία» με συγκεκριμένα έργα της κλασικής λογοτεχνίας, όπως ο βασιλιάς Ληρ του Σαίξπηρ αλλά και ο Γαργαντούα του αναγεννησιακού Ραμπελαί. Και αυτό είναι προφανές, καθώς στον σαιξπηρικό κόσμο του Ληρ, το κυρίαρχο θέμα είναι η αλληλεξάρτηση εξουσίας-πατρικής αγάπης αλλά και η συναισθηματική ανασφάλεια που επιφέρει η Τρίτη ηλικία.

Διάχυτο είναι και το λαϊκό χιούμορ, μέσα από καλογραμμένους, ζωντανούς διαλόγους, η αίσθηση της απελευθέρωσης και της υπέρβασης των ορίων, που συναντάμε στον Γαργαντούα του Ραμπελαί. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν μία πρόκληση για μένα, αφού μ΄ έκανε ν΄ αναρωτηθώ, πως είναι δυνατόν, ένας Βασιλιάς να έχει την οποιαδήποτε σχέση με το παραδοσιακό κρασί του απλού λαού, την ρετσίνα. Αρκετά στοιχεία στην συνέχεια, άρχισαν να με προϊδεάζουν για την εξέλιξη της ιστορίας. Βυθισμένη στις σελίδες του, κατάλαβα, πώς δεν επρόκειτο για ένα ταξίδι σε περιόδους σταθμούς της ιστορίας, ή κάτι αντίστοιχο, με τα περιπετειώδη ταξίδια του χαρισματικού πολυταξιδευτή Ματίας Αλμοσίνο, αλλά ένα ταξίδι στα πιο σκοτεινά μονοπάτια του μυαλού, ένα ξεδίπλωμα της ψυχής ενός ώριμου ανθρώπου, που θεωρεί ότι ελέγχει τα πάντα, σε διαφορετικούς ρόλους, ως σύζυγος, ως γονιός, ως έμπειρος και κοσμογυρισμένος επαγγελματίας και γενικά, ως ένας υπερόπτης, αλαζόνας άνθρωπος, που έχει μάθει στην ζωή του, όλοι να τον υπηρετούν και να συμμορφώνονται με τις προσταγές του.

Όταν όμως έρχεται η στιγμή της αποκαθήλωσης και γκρεμίζεται από το βάθρο του, όταν η δύναμή του κυλάει μέσα από τα χέρια του και αδυνατεί ν΄ αποδεχθεί την ήττα του και να μαζέψει τα κομμάτια του εαυτού του, βυθίζεται μέρα την μέρα σε μια καταθλιπτική κατάσταση, παγιδεύεται μέσα σε αυτή, καταρρέοντας αργά και σταθερά από τους κλυδωνισμούς, που επέρχονται, τόσο στην προσωπική, οικογενειακή όσο και στην κοινωνική του ζωή. Σαφώς, και η οικονομική κρίση, που διέπει την κοινωνία συμβαδίζει και βρίσκεται σε κοινή τροχιά με την κοινωνική κατάρρευση και την ψυχολογία του πρωταγωνιστή.

Ο 73χρονος ηλικιωμένος άνδρας, Λεόντιος Έξαρχος, ευκατάστατος, έμπειρος και επιτυχημένος επιχειρηματίας, κάνει την εμφάνισή του, ένα απόγευμα φθινοπώρου, στο καφενείο ενός χωριού, που θα γίνει και το καταφύγιό του, σε μία ύστατη προσπάθεια ν΄ αποδείξει την ανύπαρκτη πλέον ανώτερότητά του. Καθώς ο χρόνος τρέχει, φθείροντας την εικόνα του, γίνεται ιδιαίτερα χειριστικός απέναντι στους κατοίκους του χωριού, αντιμετωπίζοντάς τους, ως ασήμαντους και υποδεέστερους, έως ότου οι συνθήκες τον φέρουν σε σημείο να αφομοιωθεί σε αυτό το περιβάλλον και ν΄ αποδεχθεί αυτήν την απλοϊκότητα των ανθρώπων του χωριού. Ο ίδιος διαμένει στο πατρικό σπίτι, αρχοντικό της πεθαμένης συζύγου του, το οποίο είναι και προσφάτως ανακαινισμένο από τον συνέταιρό του. Εκεί, με συντροφιά την μοναξιά του, θα προσπαθήσει να σώσει ό,τι απέμεινε από την χαμένη του δύναμη και αξιοπρέπεια, να έρθει σε μία συμφιλίωση με τον εαυτό του, κάνοντας έναν απολογισμό της ζωής του.

Ένα εξουσιαστικό πρόσωπο είναι ο Λεόντιος Έξαρχος, που, την στιγμή που συνειδητοποιεί, ότι σείονται τα θεμέλια του βάθρου του και δεν μπορεί να ελέγξει και να διαφεντέψει τους γύρω του, βουλιάζει στην δίνη των παθών του, που τον οδηγούν στην απόλυτη μοναξιά και την απομόνωση στον πύργο του. Θα μπορέσει να διαχειριστεί την μοναξιά του και να ξαναχτίσει μια ισορροπημένη σχέση με τις τρεις ανυπότακτες κόρες του; ή θα διοχετεύσει και τα τελευταία απομεινάρια της παρωχημένης δύναμής του, υποκρινόμενος, πίσω από το προσωπείο του επιτυχημένου και εξουσιαστή; Φυσικά και κάθε βασιλιάς έχει τον δικό του υπήκοο, που τον υπηρετεί και τον αγαπά χωρίς προσποίηση, με απόλυτη αφοσίωση.

Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Λεόντιος Έξαρχος -σαν ένας άλλος Βασιλιάς Ληρ, που εκλιπαρεί ψίχουλα αγάπης των τριών θυγατέρων του- στο πρόσωπο του αφελούς Ζαχαρία, κατά κόσμο Μασούρης, θ΄ αναζητήσει τον άνθρωπο, που θα του δείξει την αλήθεια γυμνή, την υπαρξιακή του αλήθεια που δεν είναι άλλη από την αβεβαιότητα, που έρχεται αναπόφευκτα στην ζωή του, ικανή, να τον «ξεβολέψει» και να τον «ζορίσει» ψυχολογικά. Με μία αθωότητα που αφοπλίζει, το σαλεμένο μυαλό του τρελού του χωριού, γίνεται «ένεση καθαρότητας και διαύγειας» στην ομίχλη του δικού του μυαλού.

Οδηγείται σταδιακά, σε μια αέναη πάλη με τον εαυτό του, έτσι ώστε ν΄ αντιμετωπίσει τους δαίμονές του, την ανασφάλεια για την κατάρρευση της εξουσίας του και να συνειδητοποιήσει την πρωταρχική του ανάγκη για ανθρώπινη ζεστασιά. Σε μία προσπάθεια ν΄ αναγεννηθεί από τις στάχτες του, θα καταφύγει στο καφενείο του χωριού και θ΄ αναζητήσει την απλοϊκότητα στις επαφές του, με αργόσχολους και «ρέμπελους» ανθρώπους, κατώτερους από τον ίδιο, διατηρώντας πάντα το προφίλ του εξουσιαστή, που απαιτεί τον σεβασμό όλων. Το καφενείο και οι θαμώνες του, γίνονται το μόνιμο καταφύγιό του με την ρετσίνα να ρέει άφθονη, συντροφεύοντάς τον μεθοδικά, στην αποκάλυψη των σκοτεινών πτυχών της προσωπικότητάς του και στο ξεγύμνωμα της αλήθειας του. «…είμαι ένας άντρας με μακριά άσπρα μαλλιά….που ζει παρατηρώντας ανέκφραστος τον παλιό κόσμο να καταρρέει. Είμαι ο Νώε χωρίς κιβωτό, αφού κανέναν δεν πρόκειται να σώσω…» Μακριά από κανόνες και φραγμούς, ο άλλοτε ισχυρός άντρας, προσπαθεί να λυτρωθεί, γίνοντας κομμάτι της κουλτούρας «των πολλών» , υιοθετώντας « λαϊκές συμπεριφορές», ορμώμενος από την ανάγκη να συναναστραφεί με τον απλό κόσμο, αυτόν, που κάποτε περιφρονούσε και έκρινε αυστηρά. « Εδώ όμως στο χωριό ξανακύλησα, ξανάρχισα το τσιγάρο, πίνω κάθε βράδυ…ο θρόνος μου τρίζει, εξαιτίας της πρόσφατης ανάγκης μου για τους άλλους…Τον ακούω και νιώθω το φθαρμένο βελούδο του να μου γδέρνει τα χέρια»

Είναι συγκλονιστικές και μεστές νοημάτων οι λέξεις και οι φράσεις, που τόσο εύστοχα χρησιμοποιεί, ο μετρ του λόγου Ισίδωρος Ζουργός, για να διαμορφώσει ένα ατμοσφαιρικό σκηνικό, μέσα στο οποίο χτίζει τον ήρωά του, έναν ήρωα που μέσα από τον εσωτερικό μονόλογο και την εστίαση στον εαυτό του, έρχεται αντιμέτωπος με ηθικά διλήμματα. Παλεύει με αλήθειες που τον πονούν, με αλήθειες που αδυνατεί να τις δει καταπρόσωπο και να τις εξομολογηθεί.

Προτιμά την απρόσωπη επαφή και την καταγραφή αυτών, πίσω από την ψυχρή οθόνη ενός υπολογιστή. Ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου είναι η καταβύθιση του πρωταγωνιστή σε μνήμες και φαντάσματα του παρελθόντος, που ξεπηδούν από συγγράμματα και μαρτυρίες των αποθανόντων δικών του ανθρώπων, που ανακαλύπτει ο Έξαρχος στο υπόγειο του αρχοντικού. «Ο πύργος του μία κιβωτός με αναμνήσεις……..» Παράλληλα, η ανάγκη του να αισθανθεί κοντά του τις ξενιτεμένες κόρες του, να τους εξομολογηθεί τα εσώψυχά του, να εκφράσει το παράπονό του, θα τον οδηγήσουν στην γραφή επιστολών προς αυτές, που όμως, ποτέ δεν θα σταλούν. Επιλέγοντας την λιποταξία και κρυμμένος καλά, πίσω από τον φόβο και την δειλία του, θα αναμετρηθεί με σκέψεις και μνήμες του παρελθόντος, μέσα από επιστολές που γράφει ο ίδιος, με το μελάνι της καρδιάς του, καθώς τα λόγια του είναι τόσο έντονα συναισθηματικά, στάζουν αλήθειες, που κάνουν τον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί του, να τον σπλαχνιστεί και να συναισθανθεί τον πόνο του. Συγχρόνως όμως, αναπολεί και νοσταλγικές στιγμές του παρελθόντος, που ένιωθε αγαπητός, επιτυχημένος και πρότυπο καλού οικογενειάρχη και πατέρα. 


Ο υπερόπτης και αλαζονικός Λεόντιος Έξαρχος μεταμορφώνεται σωματικά και ψυχικά, γίνεται ένα με το περιβάλλον που επέλεξε, για να περάσει όσο χρόνο του απέμεινε ακόμα, υιοθετώντας την αυθεντικότητα στην συμπεριφορά του, αναζητώντας και απολαμβάνοντας, το χοντροκομμένο χιούμορ των χωρικών, με συνοδεία πάντα, την ρετσίνα. «….γινόταν ένα με τον χωρικό, διατηρώντας άτρωτο το κύρος του….»

Το τέλος του βιβλίου είναι απλά σοκαριστικό και απρόσμενο για τον αναγνώστη. Εν κατακλείδι, ο Ισίδωρος Ζουργός καταθέτει στο αναγνωστικό κοινό ένα σπουδαίο έργο, που βρίθει από λυρισμό, ζωηρότητα και πάθος στις περιγραφές του! Αν και δεν θυμίζει κάτι από το συγγραφικό του παρελθόν, επιχειρεί να ταρακουνήσει, εστιάζοντας στην παροδικότητα του ανθρώπου και των υλικών αγαθών, στην τρυφηλή ζωή και στην ματαιοδοξία της εξουσίας, υπενθυμίζοντας, πως η υπαρκτική πραγματικότητα του κάθε ένα μας, κάποια στιγμή βγαίνει στο φως και τότε, είναι στο χέρι μας να περισώσουμε ό,τι μπορούμε, πριν βυθιστούμε σε μία άβυσσο από επιπόλαια λάθη, κερδίζοντας ξανά την χαμένη μας αυτοεκτίμηση. Γιατί ας μην ξεχνάμε, ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο στην ζωή, διότι «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης»

Αναστασία Δημακοπούλου

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ

 Περισσότερα για το βιβλίο εδώ

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου