ΒΙΒΛΙΟ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Φίλες, φίλοι,

Σας καλωσορίζουμε στο blog της ομάδας ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ! Για πόσο μπορούμε να περιπλανηθούμε στον κόσμο του στοχασμού και της συνείδησης; Μέχρι πού αποδεχόμαστε το ελεύθερο πέταγμα της σκέψης; Κι όταν γυρίσουμε στο παρόν, στη λογική, στο «πρέπει», δεν θα πούμε ότι ήταν όνειρο, παράκρουση ή μέθη; Αυτό το ταξίδι της σκέψης στη μέθη και στο όνειρο ευελπιστεί να χαρίσει αυτή η ομάδα στον κάθε αναγνώστη. Να του δώσει φτερά για να ξεκινήσει το μαγικό σεργιάνι του σε έναν κόσμο απόλυτα αληθινό αλλά και τόσο ανεξερεύνητο, στον χώρο του βιβλίου που τόσο αγαπάμε. Και μαζί, να το στηρίξουμε με αγάπη, ήθος, ευγενικές προθέσεις, σκέψεις και πράξεις!

Γιούλη Τσακάλου

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ γράφει η Μαντώ Μάκκα για το βιβλίο "ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΡΟΜΗΣ" ΣΤΡΑΤΗΣ ΓΑΛΑΝΟΣ


Το τέλος της διαδρομής
Στρατής Γαλανός - Εκδόσεις Πηγή

Στο νέο βιβλίο του Στρατή Γαλανού ‘Το τέλος της διαδρομής’ καθοδηγητής μας είναι ένα Oldsmobile Viking Special Deluxe Patrician Sedan, για συντομία η Πατρίτσια. Η Πατρίτσια γεννήθηκε στις 9 Οκτωβρίου στο Λάνσινγκ του Μίσιγκαν ως λιμουζίνα πολυτελείας και μπορεί η ιστορία της να ξεκίνησε το 2019 με το βιβλίο «Η διαδρομή και το κόμιστρο», εμείς όμως θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε λίγο φως στο ‘τέλος της διαδρομής’ όπως ονομάζεται το βιβλίο τούτο και όπου η Πατρίτσια είναι πλέον ένα αγοραίο όχημα, ένα ταξί. Και όχι δεν είναι απαραίτητο να έχετε διαβάσει το πρώτο βιβλίο για να καταλάβετε το δεύτερο. Στέκεται μόνο του, πολύτιμο, βαφτισμένο με αίμα, πόνο και ελπίδα. Μόλις το τελειώσετε όμως και αφού θα έχει κατασταλάξει μέσα σας η ιστορία,  θα θελήσετε να μάθετε πώς από την Αμερική και τη Ρόουζ Σίλβερστόουν φτάσαμε στην Ελλάδα και το Γιώργη.

Ο συγγραφέας γράφει για τη Πατρίτσια «Μια γυναίκα· ξεχωριστή μα και όπως η κάθε άλλη, του κόσμου όλου των θηλυκών η μοίρα γίνηκε και δική μου: από αριστοκράτισσα σ’ εργάτρια, από κυρία σε πόρνη, υποταγμένη και επαναστάτρια, ερωτευμένη και μαινάδα, άλλοτε εκούσια κι άλλοτε απ’ ανάγκη, κάθε σκαμπανέβασμα των καιρών και της Ιστορίας να με μεταμορφώνει σε κάτι άλλο, σε κάτι διαφορετικό απ’ ό,τι ήμουν πριν, απ’ ό,τι θα γινόμουν μετά, μεγάλωνα, ωρίμαζα, άλλαζα, γερνούσα. Κι έτσι, έφτασα ως εδώ βαδίζοντας με το βλέμμα ολόισια μπροστά, κοιτώντας κείνο που μέλλεται να ’ρθει». Δίνοντάς της έτσι ανθρώπινα χαρακτηριστικά που θα τον βοηθήσουν στην περαιτέρω αφήγηση.

Μια διαδρομή 16 χρόνων φτάνει στο τέλος της και η Πατρίτσια αλλά και όσοι πέρασαν από τα καθίσματά της, μας αφηγούνται το τέλος του ΄Β Παγκοσμίου πολέμου και το τι ακολούθησε, κυρίως στην Αθήνα, μετά. Ένα βιβλίο γεμάτο επιλογές και το τίμημα αυτών. Το μέλλον φαντάζει αβέβαιο, ζοφερό και η Πατρίτσια θέλει να αφήσει μία παρακαταθήκη όπως θέλει άλλωστε και ο συγγραφέας.

«Ν’ αφήσω μια παρακαταθήκη, μια μαρτυρία, ένα μνημείο… Για όσα βίωσα, για όσα συλλογίστηκα, για όσα φαντάστηκα… Για τις ελπίδες μου που διαψεύστηκαν, τους φόβους μου που επαληθεύονται, τις τύψεις για τα κρίματα που σε τίποτα δεν ωφελούν, του ηρωισμού την εξίσου ανώφελη περηφάνια, όλα θε να χαθούν, το κακό που έκανες, το καλό που έκανες, κι αυτά σκιά και στάχτη στο πέρασμα του χρόνου, αποκαΐδια της μεγάλης φωτιάς, που μαζεύονται και πετιούνται με σκούπα και φαράσι κι έπειτα λησμονούνται, σαν να μη φώτισαν ποτέ, σαν να μην έλαμψαν ποτέ, σαν να μη θέρμαναν ποτέ, η φλόγα σβήνει, η λάμψη ξεθωριάζει κι η ζεστασιά ψύχεται… Αυτό είναι ο θάνατος.»

Θα διαβάσετε για τις αυταπάτες που τρέφουμε ή μας τρέφουν, τη δυσαρμονία που στο παρόν δεν γίνεται αντιληπτή, το χρόνο με την ατέρμονη ροή του, κύκλους που κλείνουν, αιώνιες επιστροφές και επανεκκινήσεις, τις ξέφρενες καμπάνες της ελευθερίας και την αποκαθήλωση της σημαίας του Ράιχ όπου «τα άκρα της σβάστικας συστρέφονται εξαρθρωμένα, σαν τα τριχοειδή ποδαράκια κατσαρίδας που κάποιο αόρατο τακούνι ποδοπατάει και λιώνει στο έδαφος». Αλλά και πώς η ειρήνη μπορεί να γίνει η συνέχιση του πολέμου όταν ο θρόνος είναι κενός. Πώς φίλοι, συγγενείς και συμπολεμιστές γίνονται εχθροί.

«Ένα άλικο λιβάδι από παπαρούνες ξεφύτρωνε ξαφνικά καταμεσής στο ασφάλτινο αστικό τοπίο· το είχαν ποτίσει αίμα και δάκρυα χρόνων, το είχε λιπάνει το μίσος, η οργή και η απόγνωση και είχε πια φτάσει ο καιρός της συγκομιδής».

Δικαιοσύνη, λαοκρατία και άρχουσα τάξη δε γίνεται να συνυπάρξουν. Φαγωμάρα, διχόνοια και κομματικά κουβαλάνε οι Έλληνες. Κανείς δεν παραδίδει τα σκήπτρα αμαχητί. Η εξαπάτηση φανερή και η σύγκρουση αναπόφευκτη. Ούτως ή άλλως, η Αθήνα ήταν η μόνη πρωτεύουσα που δεν καταστράφηκε από τους Γερμανούς αλλά από τους ίδιους τους Έλληνες.

«Πάνω στον λευκό καμβά του βαμβακερού του πουκάμισου, το κυανό αίμα του τραυματισμένου ευπατρίδη έσμιξε με το άλικο του σκοτωμένου προλετάριου και για μια στιγμή ο ναΐφ ζωγράφος που φιλοτέχνησε τούτη την ακαλαίσθητη μουτζούρα ξανάνιωσε την ίδια άγρια, αταβιστική χαρά που ένιωθε και τότε, όταν, παιδί ακόμη, ξεκοίλιαζε βατράχια ή τραβούσε τις κοτσίδες των κοριτσιών για να τ’ ακούει να στριγγλίζουν απ’ τον πόνο· είχε εκδικηθεί, έστω κι αν επρόκειτο για τον λάθος άνθρωπο…»

Στρατιώτες και πολιτικοί. Και οι δύο διατάσσονται. Οι πρώτοι πεθαίνουν για την πατρίδα και η ζωή τους δε λογαριάζεται. Οι δεύτεροι δεν πεθαίνουν παρά μόνο αλλάζουν δέρμα όπως τα φίδια και σέρνονται στις σκάλες της εξουσίας. Σκάλες βαμμένες κόκκινες από αίμα ελληνικό που χύθηκε από χέρι ελληνικό.

«Τα παράλογα του πολέμου είναι τούτα· ο απλός στρατιώτης που ρισκάρει τη ζωή του κορώνα-γράμματα ξεχωρίζει μόνο μαύρο ή άσπρο, ξένος ή δικός, εχθρός για φίλος· οι πολιτικάντηδες όμως βαφτίζουνε το κρέας ψάρι και το κακό καλό καταπώς φυσάει ο άνεμος κι ο φουκαράς ο φαντάρος μένει με την απορία γιατί να πρέπει σώνει και καλά να σφίξει το χέρι εκεινού που μόλις χτες ακόμη προσπάθαγε να τονε καρυδώσει; Αλλά το σφίγγει το χέρι, παρ’ όλη του τη σιχασιά και τη σαστιμάρα, γιατί οι διαταγές είναι διαταγές»

Η γλώσσα αλλάζει από δημοτική σε καθαρεύουσα και τούμπαλιν. Ο συγγραφέας και με αυτόν τον τρόπο τονίζει τη διαφορά της αστικής τάξης από τα λαϊκά στρώματα. Πώς θα μπορούσαν ποτέ οι μεν να δώσουν δύναμη στους δε, όταν η αυτοσυντήρηση είναι πρωτοκαθεδρία.  Όπως γράφει ο Στρατής, « Ο εμφύλιος ξεκινά από το σπίτι: από ένα χάδι που δεν μοιράστηκε στα ίσα, από μια αγάπη που δεν μοιράστηκε στα ίσα, από ένα χωράφι που δεν μοιράστηκε στα ίσα, από μια κληρονομιά που δεν μοιράστηκε στα ίσα. Μια πρωταρχική ανισότητα, που διαιωνίζεται από γενιά σε γενιά εν είδει ενός εκκοσμικευμένου προπατορικού αμαρτήματος και λαχνίζει τους ανθρώπους από γεννησιμιού τους στην κοινωνική κάστα στην οποία θ’ ανήκουν. Αλλά πώς θα μπορούσαν η οργή και το μίσος του ακτήμονα και παρία ν’ αποτελέσουν τον θεμέλιο λίθο μιας νέας θρησκείας της Θέμιδας, απαλλαγμένης από τη μεροληψία του παλαιού καθεστώτος;»

Βρετανοί, Ελασίτες, Εδεσίτες, Χίτες, ταγματασφαλίτες, χωροφύλακες, Ιερολοχίτες, Ορεινή Ταξιαρχία. Χρειαζόμασταν άραγε όντως τις Μεγάλες Δυνάμεις να μας προστατέψουν από τους εαυτούς μας; Ή η διχόνοια ήταν το κύριο μέλημα των Εγγλέζων ώστε να διατηρήσουν τον επιδραστικό κυρίαρχο ρόλο τους; Όταν όλα τα όπλα σημαδεύουν, ποιος φοβάται περισσότερο; Ο άοπλος. Και μετά από τέσσερα χρόνια λιμού και φονικού, ποιος έχει κουράγιο για βία και δυστυχία; Και όμως το συλλαλητήριο της 3ης Σεπτεμβρίου του 1944 θα καταλήξει σε αιματοχυσία. Υπολογίζεται ότι πήραν μέρος πάνω από εκατό χιλιάδες άνθρωποι. Τριάντα σκοτώθηκαν από τις δυνάμεις ασφαλείας και εκατόν σαράντα οχτώ τραυματίστηκαν.

«Κι έπειτα, το να πυροβολείς στα τυφλά ενάντια στο πλήθος είναι διαφορετικό, πολύ διαφορετικό απ’ το να σκοτώνεις έναν άνθρωπο, πώς να σ’ το εξηγήσω; Δεν λέω πως κι αυτοί δεν είναι άνθρωποι όπως εμείς, προς Θεού, δεν εννοώ κάτι τέτοιο, αλλά να… Το πλήθος… όταν το κοιτάς από απόσταση δεν μοιάζει γι’ ανθρωπινό, από μακριά το πλήθος είναι περισσότερο σαν κάποιο τέρας μυθολογικό με χίλια κεφάλια. Σε πιάνει πανικός να το βλέπεις να βαδίζει καταπάνω σου, έτσι τεράστιο και άτρωτο που δείχνει, σε λούζει κρύος ιδρώτας και τότε σφαλίζεις τα βλέφαρα και πυροβολείς μια, δυο, τρεις, αλλά όταν τ’ ανοίγεις και πάλι το τέρας είναι ακόμη εκεί, αλώβητο κι αγριεμένο, όπως στους εφιάλτες. Μερικά από τα κεφάλια του έχουνε κοπεί και κείτονται στο έδαφος καταματωμένα, όμως εκείνο εξακολουθεί να σαλεύει και να κινείται απειλητικά προς το μέρος σου κι άλλο τίποτα δεν σου μένει παρά να σημαδέψεις ξανά και ξανά, τραβώντας τη σκανδάλη όσο πιο γρήγορα μπορείς, όσο περισσότερες φορές προλαβαίνεις, και να βλέπεις τα κομμένα κεφάλια να πληθαίνουν και να σωριάζονται καταγής το ένα πλάι στ’ άλλο.»

Ακολουθεί η απαγόρευση κυκλοφορίας που θυμίζει την Κατοχή. Το ΕΑΜ πραγματοποιεί νέα διαδήλωση. Τον ακριβή αριθμό των πτωμάτων δεν θα το μάθουμε ποτέ. Και το μίσος φουντώνει. Δεν υπάρχουν ονόματα, το αίμα είναι συλλογικό. Το αίμα όπως βάφει τα ρούχα, τους δρόμους, έτσι θα γράψει και τις σελίδες της Ιστορίας μας. Ποια ιστορία όμως; Πότε μάθαμε ή δεχτήκαμε τι έγινε στα αλήθεια;

«Αναμενόμενο, η ιστοριογραφία είναι η συνέχιση του πολέμου –του εμφυλίου πολέμου– με άλλα μέσα: με λογομαχίες αντί για μάχες, με λέξεις αντί για σφαίρες, με ισχυρισμούς αντί για βόμβες, με σοφιστείες αντί για νάρκες· τα πυρομαχικά κάποτε εξαντλούνται, τα λόγια όμως ποτέ. Κι έτσι κι ο πόλεμος –ο εμφύλιος πόλεμος– δεν τελειώνει ποτέ, αλλά παρατείνεται στο διηνεκές, για όσο θα υπάρχουν αντιπαραθέσεις να τον συντηρούν, απόψεις αντικρουόμενες για να τον συδαυλίζουν, επιχειρήματα κι αντεπιχειρήματα να τον διαιωνίζουν, για όσο θα βρίσκονται στόματα πρόθυμα να τα διατυπώσουν και να τα τεκμηριώσουν με λογική συνέπεια και ώτα ευήκοα για να τ’ αποδεχθούν με ευπιστία.»

Όσο η εκδίκηση θα συγχέεται με τη δικαιοσύνη, η βία θα συνεχίζεται και οι ενοχές θα απαλύνονται. Εγκλήματα που γίνονται στα σκοτάδια ώστε να ξεχαστούν το πρωί σαν κακά όνειρα. Εκτελέσεις δίχως δικαστή, δίχως δικηγόρο. Η θανατική ποινή δεν χρειαζόταν βούλα για να επικυρωθεί.

«Όσο κι αν ο φανατισμός περικλείει πάντοτε ένα ψήγμα αγιότητας, καταπώς μαρτυρά και η λατινική ετυμολογία της λέξης , το τέχνασμα αποδείχτηκε σκέτη ματαιοπονία: Ο (επαναστατικός) σκοπός αγίαζε –για πόσο άραγε ακόμη;– τα (βίαια) μέσα, όχι όμως και τις (άνομες) μεθόδους: εάν η δημιουργία ενός νέου κόσμου προϋπόθετε την καταστροφή του παλιού, εάν ο θρίαμβος της δικαιοσύνης απαιτούσε τη θυσία των ενόχων έστω, μια θανατική ποινή θα μπορούσε τότε να γίνει αποδεκτή· ποιος πολιτισμένος νους, όμως, δεν θα έφριττε μπροστά στα λιντσαρίσματα και τα πισώπλατα μαχαιρώματα στην καρωτίδα;»

Οι επαναστάσεις ηττώνται και οι επαναστάτες δικάζονται μας λέει ο συγγραφέας και το ξεχνάμε διότι δεν τα διδασκόμαστε. Όποιος έχει τα περισσότερα όπλα νικάει πώς ήταν δυνατόν να μην το έβλεπαν τότε; Τα συσσίτια των Άγγλων να ταΐζουν από τη μία τους Αθηναίους και από την άλλη οι σφαίρες τους να σκοτώνουν τους αντάρτες. Μετά ξεκίνησε και ο Εμφύλιος μέσα στον εμφύλιο που όπως γράφει ο συγγραφέας « έκανε τη Μεγάλη Επανάσταση να μοιάζει με ασήμαντο, περιθωριακό πόλεμο αντίπαλων συμμοριών του υπόκοσμου, όπου όλα –η παγίδευση, η ενέδρα, η διπροσωπία, το κυνηγητό μέσα στα σκοτεινά δρομάκια με τα εξπρεσιονιστικά παιχνιδίσματα των σκιών επάνω στον λευκό καμβά των τοίχων, η σύλληψη, η απαγωγή, η μεταφορά του απαχθέντος με τα μάτια δεμένα σε κρησφύγετο μυστικό και απρόσιτο–, τα πάντα θύμιζαν έντονα γκανγκστερική ταινία»

Πατριωτισμός και πατρίδα, επάγγελμα και τσιφλίκι, κλειδιά και τίτλοι ιδιοκτησίας, μουσαφίρηδες και νοικοκυραίοι, Δεξιά και Αριστερά, Παλαιοελλαδίτες και πρόσφυγες, άσημοι και διάσημοι, αθώοι και φταίχτες, θύτες και θύματα, Καλό και Κακό. Τα κενά συμπληρώνουν ο φανατισμός, ο φόβος, ο φθόνος, η κακεντρέχεια και οι αποδιοπομπαίοι τράγοι. «Μη διστάσεις να ενεργήσεις σαν να ήσουν σε κατακτημένη πόλη όπου γίνεται μια τοπική εξέγερση» τηλεγραφεί ο Ουίνστον Τσόρτσιλ στον Σκόμπι.

«..όπως δεν φυτρώνουν τριανταφυλλιές στην αμμουδιά ή ο καφές στη Σιβηρία, ομοίως ο αγκαθωτός κάκτος της ανταρσίας δεν θεριεύει στο εύφορο χώμα των εύπορων και μεσοαστικών περιοχών, αλλά μόνο καταμεσής της ερήμου της ένδειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Μα να που τώρα οι γαντοφορεμένοι κηπουροί του αγγλικού κήπου με τα κλαδευτήρια στα χέρια κλάδευαν τ’ αγκάθια και τις αγκύλες του ατίθασου θάμνου, για να βλαστήσουν τα συμμετρικά, υπάκουα και προβλέψιμα άνθη των παρτεριών και της γλάστρας, τα διακοσμητικά κι αχρείαστα· ναι, μόνο που μαζί με τ’ ανυπότακτο λουλούδι της ξηρασίας έπρεπε, για να μην ξαναφυτρώσει ποτέ πια, να κοπούν κι οι ρίζες του, οι άνθρωποι αυτοί που στα τέσσερα πικρά χρόνια της ανομβρίας το πότιζαν με το αίμα και το δάκρυ τους και που στο εξής, όταν το ξεχορτάριασμα θα είχε ολοκληρωθεί, θα γίνονταν και πάλι, για δεύτερη φορά στη σύντομη ζωή τους, πρόσφυγες, μετανάστες, εξόριστοι μέσα στην ίδια τους την πατρίδα.»

Θα διαβάσετε για το όνειρο της Μήδειας που δεν παίχτηκε ποτέ, για κάλτσες μεταξωτές που αλλάζουν πόδια, για κοσμήματα που αλλάζουν δάχτυλα και για λίρες που σφραγίζουν εκτελέσεις. Και όταν η ιερή Ιδέα της Επανάστασης απειληθεί, αρχίζουν τα ξεκαθαρίσματα. «Τα άτομα πεθαίνουν, ο θεσμός επιζεί.»

Ύστερα ξεκινά ο αγώνας της επιβίωσης εκ νέου. Τα όνειρα πεθαίνουν και τα τραγούδια μένουν.

«..κι αν μαζί με το ακάθαρτο αίμα έμελλε να χυθούν και μερικές ρανίδες άσπιλου και αθώου, τι να γίνει; Ήταν ένα τίμημα που, αν και δυσβάστακτο, άξιζε να καταβληθεί, προκειμένου να ποτιστεί και ν’ ανθίσει το νεόφυτο δενδρύλλιο ενός θαυμαστού νέου κόσμου.»

Πέρα από την πλούσια, εικονογραφική γλώσσα, την Ικαριώτικη διάλεκτο και τις παράλληλες πολυπρόσωπες αφηγήσεις, κοινός παρονομαστής και σε αυτό το βιβλίο είναι η μουσική, η λογοτεχνία, η ζωγραφική, το θέατρο και ο κινηματογράφος.

«Μα να που τώρα συνειδητοποιώ, έστω κι αργά, πως δεν ήμουνα τίποτα το εξαιρετικό, πως η τύχη μου δεν διαφέρει από κείνη χιλιάδων άλλων πλασμάτων που κείτονται νεκρά, ανώνυμα και ξεχασμένα στους ομαδικούς τάφους που έσκαψε ο πόλεμος· το ίδιο οικτρό τέλος με απειλεί κι εμένα κι ούτε τα έμφυτα χαρίσματα, οι υψηλές προδιαγραφές, οι μεγάλες προσδοκίες, ούτε κι αυτό ακόμα το ταλέντο ή η ιδιοφυία είναι φυλαχτά κι αλεξικέραυνα, να σε προστατεύσουν απ’ τα σκληρά χτυπήματα της μοίρας· σπαρμένοι οι αγροί, ξέχειλα τα χαντάκια, γεμάτα τα κρεματόρια με πτώματα ματαιωμένων Μπαχ που δεν απόσωσαν να κουρδίσουν το βιολί τους, μικρών Ντα Βίντσι που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν για να ζωγραφίσουν τη δική τους Μόνα Λίζα, επίδοξων Θερβάντες με κομμένους και τους δυο τους βραχίονες, και πώς να πιάσουνε την πένα για να γράψουνε τον νέο Δον Κιχώτη;»

Θέλει θράσος, δύναμη, χρόνο και ταλέντο για να καταπιαστείς με αυτά τα θέματα και χαίρομαι που ο συγγραφέας τα έφερε άψογα εις πέρας. Ούτως ή άλλως, οι ιστορίες λέγονται με διάφορους τρόπους και ο καθένας από εμάς διαλέγει την αλήθεια του.

«..η αφήγηση είναι η άλμη και το ξύδι στο τουρσί της μνήμης, στο ζουμί της μέσα πρόσωπα και γεγονότα συντηρούνται αναλλοίωτα από το μπαγιάτεμα και τους μύκητες του χρόνου. Φύλαξε προσεκτικά, παιδί μου, τούτο το πολύτιμο δοχείο που σου εμπιστεύομαι: με τα χεράκια μου το έφτιαξα, με τη σάρκα και τα αίμα μου το έχω γεμισμένο. Φύλα το σε μέρος σκιερό κι ανήλιαγο, ώσπου να φτάσει η στιγμή που θα το χρειαστείς. Γιατί θα ’ρθει καιρός που θ’ αναζητήσεις τις ρίζες σου και θα πεινάσεις για μένα· ξεβίδωσε τότε το καπάκι, σφάλισε τα βλέφαρα και δάγκωσε μια γερή μπουκιά. Μύρισε το αψύ της άρωμα, μάσησέ την αργά, άφησε τους χυμούς της να κυλήσουν στον ουρανίσκο, απόλαυσε τη γλυκόξινη γεύση της. Εκεί θα βρεις κομμάτι απ’ τον εαυτό μου κι απ’ ό,τι ήμουν κάποτε, πριν γίνω σκιά και πέτρα»

 


Η Μαντώ Μάκκα γεννήθηκε το Μάιο του 1980 στην Αθήνα.  Αποφοίτησε από το Κλασσικό Λύκειο Αναβρύτων.  Παρακολούθησε μαθήματα Αγγλικών και  Οικονομικών & Marketing.

Ακολούθησαν μαθήματα Δημιουργικής γραφής με τη Στεύη Τσούτση και  Εικαστικών & Ιστορίας Τέχνης με την Άννα Παππά. Τελευταία ήρθε η Εξειδίκευση στη Μετάφραση στο Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και η Εισαγωγή στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία και διδασκαλία αγγλικής γλώσσας σε μαθητές άλλων γλωσσών από το Πανεπιστήμιο του Leicester.
Παράλληλα ζωγραφίζει και κατασκευάζει κοσμήματα από πέτρα.
Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στο διαδίκτυο.
Έχει εργαστεί ως Καθηγήτρια Αγγλικών και ως διαχειρίστρια διαδικτυακών εφημερίδων.
Είναι μέλος της Επιτροπής Γυναικών Συγγραφέων και  της Επιτροπής Μετάφρασης & Γλωσσικών Δικαιωμάτων του Pen Greece.
Το 2020 το παραμύθι της «Τα ροζ Χριστούγεννα» περιλήφθηκε στο βιβλίο «Santa Παραμύθια, 22 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» των εκδόσεων Νίκας. Το 2021 κυκλοφόρησε η πρώτη της συλλογή διηγημάτων «Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια» από τις Εκδόσεις Νίκας . Το 2022 το διήγημα της «Τραμουντάνα» διακρίθηκε και συμμετείχε στην συλλογική έκδοση του Ιανού «Το ρούχο». Την ίδια χρονιά διακρίθηκε και το διήγημά της «Φως», το οποίο συμμετείχε στην συλλογική έκδοση των Εκδόσεων Αγγελάκης «Ανθρώπινες Σχέσεις. Ένα σχολείο που δεν τελειώνει ποτέ.
Η συλλογή διηγημάτων «Αγκούσα» είναι το δεύτερό της βιβλίο από τις Εκδόσεις Νίκας.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου