ΒΙΒΛΙΟ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Φίλες, φίλοι,

Σας καλωσορίζουμε στο blog της ομάδας ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ! Για πόσο μπορούμε να περιπλανηθούμε στον κόσμο του στοχασμού και της συνείδησης; Μέχρι πού αποδεχόμαστε το ελεύθερο πέταγμα της σκέψης; Κι όταν γυρίσουμε στο παρόν, στη λογική, στο «πρέπει», δεν θα πούμε ότι ήταν όνειρο, παράκρουση ή μέθη; Αυτό το ταξίδι της σκέψης στη μέθη και στο όνειρο ευελπιστεί να χαρίσει αυτή η ομάδα στον κάθε αναγνώστη. Να του δώσει φτερά για να ξεκινήσει το μαγικό σεργιάνι του σε έναν κόσμο απόλυτα αληθινό αλλά και τόσο ανεξερεύνητο, στον χώρο του βιβλίου που τόσο αγαπάμε. Και μαζί, να το στηρίξουμε με αγάπη, ήθος, ευγενικές προθέσεις, σκέψεις και πράξεις!

Γιούλη Τσακάλου

Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2016

Προδημοσίευση : Μια μικρή γεύση απο το νέο πόνημα "Πριν Χαράξει" της κυρίας Ιωάννας Νοταρά , Εκδόσεις Διόπτρα !!



Μια δυνατή ιστορία  εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, με μία πλοκή που σε καθηλώνει, δημιουργώντας σου ανάμεικτα και εναλλασσόμενα συναισθήματα σύμφωνα πάντα με την εξέλιξή της ! 
Αποπνέει ένα βαθύτερο νόημα ενταγμένο σε σημαντικά και ουσιώδη διδακτικά μηνύματα, μηνύματα που μόνο μία υγιής και πλημμυρισμένη αισθήματα καρδιά, έχει τη δύναμη να θυμάται πάντα και τα πάντα.Ένα βιβλίο γεμάτο ένταση, πάθος και ανατροπές!!! Συγχαρητήρια στην κυρία Νοταρά για το πολύ ενδιαφέρον  μυθιστόρημα που σε κάνει να μην μπορείς να σταματήσεις από τις ραγδαίες εξελίξεις , νομίζοντας ότι ο ίδιος ο αναγνώστης είναι ο ήρωας!!!







Ένα χιλιόμετρο χωματόδρομος ήταν το σχολείο από το σπίτι. 
Ο Μιχάλης κρατούσε το χέρι της Άννας ανταλλάσσοντας αστεία με τον Στάθη. Λίγο πριν φτάσουν, κανόνισαν την ώρα για το απογευματινό τους παιχνίδι. «Μέχρι να αρχίσουν τα μαθήματα», δήλωσε ο Στάθης, που ήταν επιμελής, όμως ο Μιχάλης, σαν να μην τον άκουσε, συνέχιζε τα σχέδια. Και όλα αυτά μέχρι να περάσουν στο μικρό, θλιβερό και γεμάτο μπλε παιδικές φιγούρες προαύλιο.

Οι φωνές των παιδιών που έτρεχαν σαν αφηνιασμένα ξάφνιασαν τον ως τότε απομονωμένο κόσμο της Άννας. Ο Μιχάλης ετοιμάστηκε να παρατήσει την αδελφή του, όμως εκείνη πρόλαβε να γαντζώσει το χέρι της στο δικό του.

«Πού μ’ αφήνεις; Η μαμά είπε να με προσέχεις. Δεν ξέρω πού να πάω…»

«Εκεί είναι τα πρωτάκια, εκεί να περιμένεις», απάντησε ο Μιχάλης νευριασμένος, τραβώντας αποπάνω του το χέρι της απότομα. Ύστερα την άφησε και χάθηκε ανάμεσα στα παιδιά.

Η Άννα, πιο σαστισμένη από ποτέ και με βήματα δειλά, πλησίασε εκεί που της είχε υποδείξει ο Μιχάλης. Επέλεξε να σταθεί απομακρυσμένη από τα άλλα παιδιά, που φυσικά συνοδεύονταν από τις μητέρες τους. Σε λίγα λεπτά ένιωσε πάνω της βλέμματα. Βλέμματα πολλά! Αποφάσισε να εστιάσει στο κενό, όμως η φωνή κάποιας μητέρας προκάλεσε ένα δυνατό σφίξιμο στο στομάχι της.

 «Καλέ, τι τάξη πας εσύ; Μόνη σου έχεις έρθει; Πού είναι η μαμά σου;»

Η Άννα καμώθηκε πως δεν άκουσε.

«Ε, σε σένα μιλάω. Την ψηλή. Δεν ακούς;»

«Πρώτη θα πάω». Ίσα που ακούστηκε.

«Πρώτη και είσαι τόσο ψηλή; Πόσα χρόνια έχεις μείνει στην ίδια τάξη;»

«Μεινού θα είναι», συμπλήρωσε μια άλλη μητέρα.

Η Άννα δεν απάντησε. Τι άλλωστε; Μήπως ήξερε τι σήμαινε «μεινού»; Θα περνούσε καιρός και τα σαράντα κύματα στο σχολείο μέχρι να μάθει ότι όσα παιδιά δεν προό-δευαν έμεναν στην ίδια τάξη και τότε τα βάφτιζαν μεινάδες.

Χτύπησε το κουδούνι. Τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας. Ένα τσούρμο παρέσυρε την Άννα, που βρέθηκε πεσμένη στο τσιμέντο της αυλής. Μάζεψε όσο κουράγιο της είχε απομείνει και ακολούθησε τα υπόλοιπα παιδιά, προσέχοντας να σταθεί εκεί που έπρεπε. Μετά τον αγιασμό πέρασαν στην αίθουσα.




Η Άννα παρέμεινε σε μια γωνιά απομακρυσμένη, παρατηρώντας τα φθαρμένα πράσινα θρανία. Κάποτε εμφανίστηκε η δασκάλα τους, η παρουσία της οποίας σταμάτησε τις φλυαρίες και τις σκανταλιές. Πρώτη της δουλειά ήταν να διατάξει, με τη διαπεραστικά τσιριχτή φωνή της, τις μητέρες που είχαν εισέλθει στην αίθουσα να αποχωρήσουν. Μόλις έκλεισε η πόρτα, η δασκάλα βάλθηκε να τοποθετήσει τα παιδιά στις θέσεις τους έχοντας ως κριτήριο το ύψος του κάθε μαθητή.  Η Άννα χαρακτηρίστηκε ψηλή και βρέθηκε στο τελευταίο θρανίο.

«Είμαι η δεσποινίς Καίτη. Δεσποινίς, όχι κυρία. Καταλάβατε;» φώναξε η δασκάλα όταν πια είχε πάρει τη θέση της στη σκονισμένη έδρα.

Δεν ήξερε για τα άλλα παιδιά, πάντως η Άννα δεν είχε καταλάβει και ούτε την ενδιέφερε. Εκείνη την απασχολούσε το στομάχι της. Κόμπος είχε γίνει! Ήταν και η φασαρία που επικρατούσε στην τάξη, η οποία την εμπόδιζε να ακούσει όποτε η δεσποινίς Καίτη μιλούσε… Κι αυτό συνεχίστηκε όλες τις επόμενες μέρες, με αποτέλεσμα η Άννα να πασχίζει να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο βρισκόταν σ’ αυτό το κομφούζιο που οι μεγάλοι ονόμαζαν σχολείο.

Μοναδική ανακούφιση στο συγχυσμένο μυαλό της Άννας ήταν το διάλειμμα. Η αίθουσα άδειαζε, ευτυχώς, κι εκείνη παρέμενε μόνη, απελευθερωμένη έστω για λίγο από τις αγωνίες της. Μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι όμως. Επειδή γι’ αυτή ο χτύπος του κουδουνιού δεν προμήνυε μόνο τη λήξη του διαλείμματος, αλλά και την έναρξη ενός απροσδιόριστου φόβου μέσα της. Στο άκουσμα λοιπόν του κουδουνιού, η Άννα έσπευδε να καθίσει στο θρανίο της παρατηρώντας έκπληκτη τα παιδιά να σπρώχνονται και να βρίζονται. Μα πιο πολύ την τρόμαζε όταν πιάνονταν στα χέρια. Φοβόταν πως κάποιο παιδί θα χτυπούσε σοβαρά και παρακαλούσε να φανεί γρήγορα ο όγκος της δασκάλας στην αίθουσα για να τα χωρίσει. Η δεσποινίς Καίτη ήταν μια γυναίκα κοντή και   παχουλή.

Τα μαλλιά της ήταν αραιά, σγουρά και κατάξανθα. Τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη της φρόντιζε να τα τονίζει μ’ ένα κατακόκκινο κραγιόν. Τα αφράτα λευκά της μάγουλα έμοιαζαν στην Άννα με πασχαλινά αβγά έτσι όπως τα φόρτωνε με το ανάλογο καλλυντικό.

Τη δεύτερη εβδομάδα, τα παιδιά πήραν τα βιβλία τους, καθώς και έναν κατάλογο με τα τετράδια που έπρεπε να αγοράσουν. Από τότε η σάκα της Άννας βάρυνε, κι έτσι για έναν ολόκληρο μήνα κουβαλούσε αυτό το βάρος από το σχολείο στο σπίτι κι από το σπίτι στο σχολείο. Η ύπαρξη των βιβλίων στη σάκα και άρα στη ζωή της πολλαπλασίασε τις απορίες στο μυαλό της και οι απορίες άρχισαν μέρα με τη μέρα να εξελίσσονται σε αγωνίες. Τι ήταν τελικά το σχολείο; Τι έπρεπε να περιμένει πηγαίνοντας καθημερινά εκεί; Και μέχρι πότε τέλος πάντων θα σήκωνε όλο αυτό το βάρος της σάκας χωρίς να της λέει κανείς τι θα έκανε με το περιεχόμενό της;

Και κάπως έτσι θλιβερά κυλούσαν οι μέρες της στο σχολείο, δίχως μάλιστα να έχει κατορθώσει να ανταλλάξει έστω μια λέξη με άλλο παιδί. Ούτε καν με τη διπλανή της στο θρανίο. Πολύ θα ήθελε η Άννα να ρωτήσει το όνομά της, όμως ντρεπόταν, ενώ παράλληλα ζήλευε την άνεση που είχαν τα άλλα παιδιά να συνομιλούν και να παίζουν μεταξύ τους. Και σαν να ήταν λίγα όλα αυτά, ένα πρωί της επέβαλε η δεσποινίς Καίτη να βγαίνει έξω στα διαλείμματα.

«Μην έρθω άλλη φορά στην ώρα του διαλείμματος και σε δω μέσα… Κατάλαβες;»

Κοκκίνισε η Άννα, κι αν είχε θάρρος, θα εξέφραζε το παράπονό της στη δασκάλα. Εκεί, στο τελευταίο θρανίο, θα της έλεγε, δεν άκουγε τίποτα. Άρα κάποιος δεν έπρεπε να της εξηγήσει τον λόγο που βρισκόταν τόσες ώρες μες στην τάξη; Μιλιά δεν έβγαλε ωστόσο. Μόνο έσυρε τα πόδια της απογοητευμένη, ντροπιασμένη και βγήκε με κατεβασμένο κεφάλι στην αυλή.




Το μεσημέρι, γυρνώντας από το σχολείο και πριν προλάβει να βγάλει την ποδιά της, η φωνή της μητέρας της την ξάφνιασε για πρώτη φορά ευχάριστα.

«Δεν μου λες, Άννα, τι γίνεται με σένα στο σχολείο; Δεν έχεις τίποτα να γράψεις, να διαβάσεις; Πας έρχεσαι, βιβλίο δεν ανοίγεις. Αλλά τι λέω; Του προκομμένου του αδελφού σου έμοιασες…» Επιτέλους! σκέφτηκε εκείνη ικανοποιημένη, σήμερα θα λύνονταν όλες οι απορίες της. Μα πριν καν ολοκληρώσει τη σκέψη της, η μητέρα της εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Η Άννα την ακολούθησε ελπίζοντας ακόμη. Τη βρήκε να κοιτάζει το πορτοφόλι της, στο οποίο, για δική της κακή τύχη, δεν βρήκε τίποτα μέσα.

 «Τρέχα στη θεια σου. Τέλειωσαν τα λεφτά που μου άφησε ο προκομμένος ο πατέρας σου το πρωί και δεν έχουμε ψωμί. Πες της να σου δώσει κι άντε μετά στον φούρνο να φέρεις. Θα της τα δώσω το απόγευμα».

Και με το σχολείο τι θα γίνει; ήθελε να της πει η Άννα, αλλά ήταν αργά. Ή τουλάχιστον αργά για εκείνη τη μέρα, μια και την επομένη έμελλε να μάθει με τον χειρότερο τρόπο τι γινόταν στο σχολείο.

Μόλις είχαν  καθίσει  τα  παιδιά  στα  θρανία  τους,  όταν  η Άννα είδε έκπληκτη τον όγκο της δασκάλας δίπλα της. Μύρισε ακόμη και το έντονο άρωμά της. Απαίσιο! πρόλαβε να σκεφτεί πριν η φωνή της δεσποινίδας Καίτης φτάσει απειλητική στα αφτιά της.

«Πού είναι το βιβλίο και τα τετράδιά σου, παιδί μου; Ακόμη δεν έχεις ανοίξει τη σάκα σου; Άνοιξέ την αμέσως».

Η Άννα δεν σάλεψε. Και πώς να σαλέψει δηλαδή που είχε κυριολεκτικά παραλύσει; Αν γινόταν να ανοίξει η γη να την καταπιεί… Δεν γινόταν, και η ξαφνική ησυχία που είχε πέσει στην τάξη καθώς και τα καρφωμένα πάνω  της  βλέμματα των συμμαθητών της επιδείνωναν την ταραχή της. Μάλιστα κάποια παιδιά από τα πρώτα θρανία είχαν σηκωθεί μην τους ξεφύγει κανένα στιγμιότυπο από το θέαμα που ολοφάνερα θα εξελισσόταν οσονούπω.

Η δασκάλα, χάνοντας εντελώς την υπομονή της, άπλωσε τα αφράτα κατάλευκα χέρια της, ενώ η Άννα μηχανικά παρακολουθούσε τα κατακόκκινα βερνικωμένα νύχια της να προσπαθούν να ανοίξουν με νευρικές κινήσεις τη σάκα της. Κάποτε την άνοιξε και έβγαλε από μέσα ένα βιβλίο. Είχε δυο παιδάκια το εξώφυλλο. Το άνοιξε και το τοποθέτησε μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Άννας.




«Διάβασε το μάθημα που έχουμε σήμερα. Άντε, αρκετά με καθυστέρησες, τέλειωνε…»

 Το μάθημα που έχουμε σήμερα; Λες και ήξερε ποιο είχαν χτες…

Όμως η δεσποινίς Καίτη είχε χάσει πλέον κάθε ίχνος ανοχής. Μόλις είχε καταλάβει ότι είχε να κάνει μ’ ένα ακόμη τούβλο στην τάξη. Έτσι, χρησιμοποιώντας την επί τόσα χρόνια εκπαιδευτική «πείρα» της, της έσκασε έναν μπάτσο. Η Άννα ούτε το περίμενε ούτε της είχε ξανασυμβεί στη σύντομη ζωή της. Μπορεί η μάνα της να ήταν φωνακλού, όμως ουδέποτε χειροδικούσε – κι άλλωστε, έτσι αόρατα που ζούσε, δεν έδινε δικαίωμα.

Ο ήχος του μπάτσου έφτασε μεγαλοποιημένος στα αφτιά της, ήταν και τα τόσα ζευγάρια μάτια των συμμαθητών της που την παρακολουθούσαν… Ξέσπασε σε κλάματα. Κλάματα βουβά, ενώ κάτι κόκκινα εξανθήματα εμφανίστηκαν στα χέρια της. Οι κοκκινίλες πήραν γρήγορα τον κατήφορο προς τα πόδια, και προφανώς το σύμπτωμα θα είχε εξαπλωθεί και στο πρόσωπο. Όμως το στρες του παιδιού είχε και συνέχεια: στα επόμενα λεπτά κατακόκκινες σταγόνες αίματος λέρωναν το θρανίο της.

Τελευταία της συνέβαινε συχνά να ανοίγει η μύτη της, κυρίως μετά τους σφοδρούς  καβγάδες  των  γονιών  της. Ο παιδίατρος είχε πει στη μητέρα της ότι ήταν από άγχος, όπως επίσης η ανορεξία και οι συχνοί εμετοί. «Αν δεν γίνεται να σταματήσετε τους καβγάδες σας, τότε πάψτε να τσακώνεστε μπροστά στα παιδιά σας». Τα λόγια του γιατρού εκείνη τη μέρα είχαν γεμίσει με ελπίδες την ψυχή της Άννας. Ίσως έπαιρναν τέλος τα μαρτύριά της, ήλπιζε μέσα στο λεωφορείο στον δρόμο της επιστροφής.

Η δασκάλα στο μεταξύ είχε μείνει κυριολεκτικά άφωνη βλέποντας τη μύτη της Άννας να αιμορραγεί και τα εξανθήματα να πληθαίνουν. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, έσπευσε να ζητήσει από τα υπόλοιπα παιδιά να περάσουν έξω. Έπειτα φώναξε τον διευθυντή. Οι δυο τους  κατάφεραν να σταματήσουν την αιμορραγία και είπαν στο παιδί να επιστρέψει στο σπίτι του. Όμως αύριο, τόνισε η δασκάλα, έπρεπε να έρθει με τη μητέρα της.

Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ



 ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΟΥΛΗ ΤΣΑΚΑΛΟΥ

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Αποκλειστική συνέντευξη της συγγραφέως κυρίας Ελένης Γκίκα στη Γιούλη Τσακάλου, ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ








Ελένη Γκίκα: «“Ο άνθρωπος” παραμένει η απάντηση όποιο κι αν είναι το ερώτημα και νυν και αεί. Καθώς και το ό,τι η ανθρώπινη μοίρα είναι κοινή».



Συνέντευξη στην Γιούλη Τσακάλου


«Μια Ρόζα που είναι κάκτος και ονειρεύεται ιβίσκους, νεραγκούλες και καμέλια ιαπωνική, αυτοκρατορική,
μια Ζέλντα που εξακολουθεί ν’ αγαπά ακόμα κι όταν ο εαυτός της χαθεί,
μια Λόλα, «έξω ψυγείο, μάρμαρο, πάγος» και μέσα «σκαντζόχοιρος που αιμορραγεί»,
μια γυναίκα που έγινε αυτί,
μια Μύρνα που αδίκως την ψάχνουν,
μια Χανελόρε που γίνεται άλλη, αναλόγως του πώς την βλέπει κανείς,
η νεραϊδούλα των flower fairies η αυτοκαταστροφική,
μια εργασιομανής και μια εμμονική,
μια σύζυγος- Πηνελόπη πιστή,
μια έγκλειστη ευτυχής, μια άλλη που επιστρέφει,
μια που φοβάται και μια που τραυλίζει και μένει εκεί,
Ο έρωτας και ο θάνατος,
ο χρόνος ίσως,
αλλά οπωσδήποτε η ζωή,
η καθημερινότητα σαν θαύμα, θητεία και σαν ποινή,


Μέσα από παράλληλους μονολόγους και υστερόγραφα, ιστορίες άλλοτε θρίλερ και άλλοτε κομεντί, στο σύνολό τους ένας κύκλος με αμφισβητούμενο τέλος κι αρχή.
23 ιστορίες για τη γέννηση, την μοναξιά, τον έρωτα και τον θάνατο, για το πρόσωπο και το προσωπείο, με όλους τους αφηγηματικούς τρόπους, σαν παραμύθι, θεατρικός μονόλογος, εγκιβωτισμένη ιστορία, κινηματογραφική σκηνή,
Το κατακερματισμένο μυθιστόρημα μιας ιδεολογικά ύποπτης ζωής,
Επειδή το αίνιγμα του άλλου σχεδόν πάντοτε είμαστε εμείς».


«Ιδεολογικά ύποπτη» είναι ο τίτλος στη καινούργια της συλλογή με διηγήματα που θα κυκλοφορήσει εντός του Φθινοπώρου από τις Εκδόσεις  Καλέντη και το πιο κάτω κείμενο το επεξηγηματικό οπισθόφυλλο. 



Με αφορμή το καινούργιο βιβλίο, η Ελένη Γκίκα θα μας μιλήσει για όλα: για το λογοτεχνικό τοπίο και για τους νέους συγγραφείς, για τη ζωή και τη δουλειά της, για τη μνήμη και για το χρέος, για την έμπνευση και για τις συνθήκες γραφής.



-Είστε μια πολύ δημιουργική πέννα, Μυθιστορήματα, ποίηση, διηγήματα, συνεντεύξεις, άρθρα και κριτικές σε περιοδικά κι εφημερίδες. Τι σας ώθησε να αφήσετε την σκέψη σας, την φαντασία σας αλλά σαφώς τις γνώσεις σας να «τακτοποιηθούν» σε ένα βιβλίο; Στο πρώτο σας βιβλίο;

  
Κυρία Τσακάλου , η ίδια η ανάγκη μου να λύσω το αίνιγμα, να βάλω σε τάξη την αταξία, να καταλάβω τι ζω και τι μου γίνεται, αυτή καθ’ εαυτή η δίψα της ανάγνωσης. Κάποια στιγμή, διαβάζοντας και διαβάζοντας, σε πιάνει η σφοδρή επιθυμία να διαβάσεις και το δικό σου βιβλίο. Εκείνο που είναι γραμμένο κάπου στο σύμπαν μόνο για σένα. Ε και για τα μοναχοπαίδια είναι και μια κίνηση για συντροφιά. Κάπως όπως μιλούν όταν είναι μικρά με την κούκλα τους. Η ιστορία που γράφεις είναι ο άλλος.
Το πρώτο βιβλίο που κυκλοφόρησε ήταν το «Αλήθεια, τα τρως ακόμα τα νύχια σου;» είχε δοκιμαστεί πρώτα σε μια τοπική εφημερίδα, είχε αγαπηθεί και συνέχισε να αγαπιέται πολύ. Κυκλοφόρησε στον Στρατή Φιλιππότη και τον ευγνωμονώ που με εμπιστεύθηκε. Το πρώτο αληθινό βιβλίο που όλο γραφόταν και γραφόταν ήταν το «Αναζητώντας την Μαρία». Με ό,τι δεν έζησα. Η εκδοχή της ζωής που φοβήθηκα. Μπορεί να φαίνεται ότι εκφράστηκα με ποίηση κατ’ αρχάς, αλλά το οικοδόμημα μέσα μου ήταν… πεζό.



-Όταν ένας Συγγραφέας γράψει ένα βιβλίο και έρθει η καταξίωση από όλους, πόσο «βάρος» προσθέτει η διάκριση αυτή στην μετέπειτα συγγραφική του πορεία; Ποια ευθύνη γεννά μια τέτοια καταξίωση απέναντι στο κοινό των αναγνωστών, που περιμένουν τη συνέχεια του έργου του;


Κανένα βάρος και ντρέπομαι που το λέω. Είσαι ανελέητα μόνος όταν γράφεις. Εσύ και η ιστορία σου. Εσύ και το χάος. Εσύ και τα φαντάσματά σου. Εσύ και οι πληγές και οι φόβοι σου. Εσύ και τα μυστικά της ζωής που άγνωστα θα παραμείνουν γι’ αυτό και θα ξαναγράψεις. Εσύ κι ο Θεός. Μέσα από τη μοναξιά μας συναντάμε και τους άλλους.



-Στις μέρες μας παρατηρείται ένας εκδοτικός οργασμός. Πολλοί νέοι τίτλοι βιβλίων, εκατοντάδες συγγραφείς. Πώς τοποθετείστε απέναντι στα βιβλία νέων συγγραφέων; Βλέπετε πολλές διαφοροποιήσεις ως προς τις θεματικές που πραγματεύονται αλλά και στον τρόπο που συγγράφουν ευπώλητοι συγγραφείς;


Οτιδήποτε αφορά το βιβλίο, το σέβομαι και το αγαπώ. Και τα ευπώλητα, οι εκδοτικοί οίκοι δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα, και τα πειραματικά και τολμηρά έργα, χωρίς αυτά δεν υπάρχει παρακάτω στη λογοτεχνία, και πάνω απ’ όλα πιστεύω και αγαπώ να διαβάζω καινούργιες φωνές. Γράφουν σπουδαία τα νέα παιδιά! Η «κρίση» και μας ωρίμασε και μας έκανε άλλους, σχεδόν σοφούς. Τα τελευταία χρόνια είμαι μέλος της κριτικής επιτροπής του περιοδικού Κλεψύδρα για το βραβείο του καλύτερου νέου συγγραφέα. Ε, πιστέψτε με, δυσκολευόμαστε να επιλέξουμε εκείνο τον ένα, γράφουν πολλοί, γράφουν αλλιώς, γράφουν καλά, κι ό,τι καλό θα μας έρθει απ’ εκεί: απ’ τους νέους! Αλλά πάνω απ’ όλα ο καθένας γράφει όπως μπορεί. Κι αυτό είναι τίμιο, για ό,τι ξέρουμε μπορούμε να μιλήσουμε, με ό,τι ζήσαμε, να πάμε όλο και πιο μπροστά. Ξεπερνώντας τον ίδιο τον εαυτό μας κάθε φορά.


-Η έμπνευση για εσάς πώς λειτουργεί; Είστε άνθρωπος που απομονώνεστε, για να «συλλάβετε» μια ιδέα, είστε άνθρωπος που θέλει το «χρόνο» του, για να αποφασίσει να γράψει;


Θα μπορούσα να πω σαν… εμμονή. Και ναι, σέβομαι απολύτως τους χρόνους της. Αν είναι κάτι για να γραφτεί, εκεί θα παραμείνει και θα επιμείνει, θα μου τραβά – κυριολεκτικά- το μανίκι. Μόνο μ’ αυτό θα θέλω να ασχοληθώ, η ιστορία μου μαζί του θα μοιάζει υψίστης σημασίας, και θα αρχίσει να διαμορφώνεται κάπως όταν δεν θα μπορώ να κάνω διαφορετικά. Παλιά, χρειαζόταν να ξενιτεύομαι για να γράψω. Συνήθως σε ουδέτερα δωμάτια ξενοδοχείων, σε τόπους που ερωτεύτηκα πρώτα. Τώρα, ενδεχομένως επειδή την ιστορία μου την έχω απολύτως ανάγκη, παντού με καταδέχεται: στο γραφείο, στο καναπέ, στο καφενείο, στο στάδιο, στο φανάρι. Αλλά περισσότερο όταν είμαι εντοιχισμένη εκεί στη μαγική γωνιά μου: σφηνωμένη μέσ’ στα βιβλία, στο καναπέ όπου κοιμάμαι τα τελευταία χρόνια στη μεγάλη σάλα της μαμάς. Εκεί είναι το άλεφ μου, κάπου εκεί κατοικούν οι ιστορίες. Το καθημερινό ραντεβού μας δίνεται εκεί. Με φόντο τη μοβ μπουκαμβίλια απέναντι στη τζαμαρία, τους ήχους του δρόμου, μέσα στο δωμάτιο, να μου υπενθυμίζουν ότι πάντοτε έτσι ήμουν και τώρα μ’ αρέσει: μόνη μου και μαζί.     



-Πόσο χρόνο θεωρείτε ότι χρειάζεται ένας δημιουργός, προκειμένου να περάσει από ένα βιβλίο σε ένα άλλο καινούριο;


Εξαρτάται από τον δημιουργό και από το βιβλίο. Είναι ιστορίες που γράφονται χρόνια. Χρειάζονται κι άλλες στον ενδιάμεσο χρόνο για να σου αποκαλυφθούν, σε χρειάζονται αλλιώς. Συνήθως δεν αντικαθιστάς αμέσως με καινούργια συντροφιά την ορφάνια σου. Όπως δεν ξεκινάς καινούργιο έρωτα πάνω που αποχαιρετάς τον παλιό. Μια ιστορία συνεχίζεται και μετά απ’ το τέλος της. Σου αποκαλύπτει ακόμα και εκ των υστέρων τα κρυμμένα της μυστικά, σου κρατά συντροφιά. 


-Αν –υποθετικά- σταματούσατε να γράφετε για κάποιον λόγο, τι θα σας έλειπε περισσότερο; Οι ώρες που σχηματίζετε τον «μύθο» σας, οι ώρες που βρίσκεστε σε αέναο ψάξιμο μέσα σε μονοπάτια ιστορίας, οι ώρες που θα περιμένετε τις αντιδράσεις του Αναγνώστη; Οι ώρες της καταξίωσης μετά από μερόνυχτα δουλειάς; Ίσως κάτι άλλο;


Οι ώρες που είμαι μαζί με την ιστορία μου. Κάθε ιστορία σου κρατά ασύλληπτα δώρα, ακόμα κι όταν γνωρίζεις το τέλος, εξάλλου πάντα γνωρίζω το τέλος ξεκινώντας καινούργια ιστορία, ακόμα κι όταν την έχεις σχεδιάσει με κάθε λεπτομέρεια, ακόμα κι όταν είναι αστυνομική. Εκείνη επιμένει να σε ξαφνιάζει κάθε μέρα, φτάνει εσύ στο ραντεβού σας να είσαι και συνεπής και ανοιχτή. Επιμένει να σου υπενθυμίζει πως είναι, τελικά, ζωντανή. Μια ζωντανή ιστορία. Γι’ αυτό γράφουμε και ξαναγράφουμε. Γι’ αυτό το μυστήριο και τη μαγεία της ιστορίας που αναπνέει μόνο για μας. Ελπίζοντας κατόπιν να φτάσει αυτή η αναπνοή της και στους άλλους. Αλλά το στοίχημα είναι η ιστορία. Εκεί και η απόλαυση κι η ηδονή και η οδύνη, εκεί όλα τα αινίγματα και τα μυστικά.


-Έχετε κάποια στιγμή σκεφτεί με «ζήλεια» το καλό βιβλίο κάποιου ομότεχνού σας; Και αν ναι, ποιό;


Με ζήλια, όχι! Ο καθένας γράφει με αυτό που είναι, για εκείνα που τον καίνε, με τη δική του βαριά σκιά. Απολαμβάνω, όμως, και θαυμάζω βιβλία πολλά. Για να μη πάμε στους παλιούς, θα αναφερθώ σε δυο σχετικά πρόσφατα αγαπημένους. Ας πούμε ο Σεμπρούν, με γοητεύει ο ερωτικός και επαναστατικός τρόπος του, αχ αυτά τα «Σανδάλια» και «Η επιστροφή του Νετσάγιεφ»… ή τα βιβλία του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη. Με μαγεύει πάντα ο τρόπος που κοιτά τον κόσμο και τη ζωή. «Ο Φιλοξενούμενος» και «Οι τέσσερις τοίχοι» δεν θα μπορούσαν να γραφτούν από κανέναν άλλο.


-Ζούμε σε μια εποχή κρίσης πρωτόγνωρης για τη σύγχρονη ιστορία, κρίση που έχει επηρεάσει τις ζωές όλων μας. Είστε από τους λίγους ανθρώπους (επειδή τυχαίνει να σας γνωρίζω προσωπικά) που αισθάνομαι ότι αυτή η κρίση σας έχει πεισμώσει τόσο πολύ που ασχολείστε όσο γίνεται με περισσότερα πράγματα.... πως τα καταφέρνετε; ειλικρινά αισθάνομαι ότι θα ‘πρεπε να ενσωματώσουν στο 24ωρό σας άλλο ένα για να τα προφτάσετε όλα!


Όταν αγαπάς αυτό που κάνεις δεν μπορείς παρά να το κάνεις. Θα μπορούσε να είναι και ο ορισμός της ευτυχίας αυτός. Αλλά έχω πετάξει πολλά περιττά με την κρίση και μπορώ να σας πω ότι έγινα και περισσότερο δημιουργική και περισσότερο ευτυχισμένη. Ξαναγύρισα στα ουσιαστικά της ζωής. Και ναι, τα προλαβαίνω και έχω και ελεύθερο χρόνο να περπατώ στο στάδιο, στο βουνό, να χαζεύω από το παράθυρο και να ποτίζω τα λουλούδια μου. Μεγαλώνοντας μεγαλώνει κι ο χρόνος και μια γαλήνη που μάλλον θα πρέπει να είναι αυτό που λένε «ευτυχία». Δεν έχει να κάνει με τις συνθήκες, είναι συνθήκη από μόνη της και σου αλλάζει τον κόσμο, το βλέμμα και σίγουρα την συμπεριφορά.  



-Τι σημαίνει για εσάς «Λαός, έθνος χωρίς μνήμη»; Και τι μπορεί να φταίει, ώστε ένας ολόκληρος λαός να «χάσει» την ταυτότητά του; Ποια είναι η ευθύνη ενός πνευματικού ανθρώπου του σήμερα;


Δυστυχώς από ένα δεν μπορούμε να ξεφύγουμε άνθρωποι και λαοί, από τον χαρακτήρα μας! Κατακάθεται εκεί στους αιώνες σα νοοτροπία και μας κάνει να επαναλαμβάνουμε τα ίδια ακριβώς λάθη όχι επειδή τα ξεχάσαμε αλλά επειδή είμαστε αυτοί που είμαστε, και πιστέψτε με, δεν είμαστε οι χειρότεροι, μια χαρά λαός είμαστε! Αν σκεφτείτε κάποιους άλλους που εσχάτως έχουν σηκώσει κεφάλι και παρ’ ότι αιματοκύλησαν το σύμπαν, ούτε γάτα, ούτε ζημιά. Δεν είμαστε επιλήσμονες, υπερβολικοί ίσως αλλά το θαύμα έτσι μπορεί και να γίνει πραγματικότητα, όταν γίνει πίστη και πεποίθηση, πράξη, η υπερβολή. Όσο για την ευθύνη του ανθρώπου σήμερα, κάθε ανθρώπου σήμερα, είναι να είναι υπεύθυνος, σπλαχνικός με τους άλλους, και ανθεκτικός. «Ο άνθρωπος» παραμένει η απάντηση όποιο κι αν είναι το ερώτημα και νυν και αεί. Καθώς και το ό,τι η ανθρώπινη μοίρα είναι κοινή.


-Γράφετε πολλά χρόνια, έχετε καταθέσει ένα πλούσιο συγγραφικό έργο κι έχετε κερδίσει επάξια μια θέση στην καρδιά των αναγνωστών σας αλλά και την εκτίμηση των ομότεχνών σας. Ποιο ή ποια από τα βιβλία σας ξεχωρίζετε; Έχετε κάποιο συγγραφικό «όνειρο» που θα θέλατε να πραγματοποιήσετε;


Αχ Γιούλη, κάθε φορά το βιβλίο που γράφω ξεχωρίζω. Μετά ανήκει σε άλλους, φεύγει από μένα και η καρδιά μου ανήκει αλλού. Αλλά για όσο χρόνο είμαι μαζί του, μόνο μαζί του θα μπορούσα να είμαι. Συγγραφικό όνειρο… αν εννοείτε τα δυο, τρία, σχεδιαγράμματα για μυθιστορήματα που περιμένουν την ώρα τους, αλλά όχι, μπορώ να πω ότι όπως και στη ζωή έτσι και στη γραφή κάθε μέρα υπογράφω «εν λευκώ». Παλιές πληγές κι αινίγματα, οι βασικές εμμονές της ζωής μου, είναι το μόνο σταθερό.


-Τι θα συμβουλεύατε έναν νέο συγγραφέα κοιτώντας τον στα μάτια;


Να διαβάζει να διαβάζει να διαβάζει όσο περισσότερο γίνεται και να προσπαθεί να γίνει καλύτερος, πάντα το στοίχημα παραμένει ο ίδιος μας ο εαυτός. Και φυσικά να γράφει έντιμα: για εκείνα που τον καίνε, με εκείνα που γνωρίζει. Απλά, κρυστάλλινα ει δυνατόν, καθαρά. Και να μην πτοείται. Ούτε από τα καλά ούτε από τα κακά. Δικός του ο δρόμος, το στοίχημα, ο τρόπος… αλλά τα μυστικά είναι κρυμμένα στα βιβλία των άλλων. Α και να μη παραπαίρνουν αέρα τα μυαλά. Το μεγάλο έργο το προσεγγίζεις ταπεινά.


-Και μια τελευταία ερώτηση τι σας έχει κερδίσει πιο πολύ τελικά η λογοτεχνία ή η δημοσιογραφία; αν σας έβαζαν στο δίλημμα να διαλέξετε;


Γεγονός είναι ότι υπήρξα τυχερή στη ζωή, μπορεί να μη κέρδισα χρήματα αλλά πάντοτε έκανα και κάνω αυτό που αγαπώ. Δεν αιστάνθηκα ποτέ δημοσιογραφία και λογοτεχνία ως κόντρα ρόλους. Η δημοσιογραφία υπήρξε για μένα παράθυρο στον κόσμο και ένα διαρκές ξάφνιασμα, αν προσθέσουμε δε και το αντικείμενό μου, συνήθως βιβλίο, ε αυτό θέλω να κάνω, να διαβάζω μέχρι να κλείσω τα μάτια μου. Αλλά και ακόμα μετά απ’ αυτό, αν υπάρχει παράδεισος είναι για μένα βιβλιοθήκη (για να θυμηθώ και τον αγαπημένο μου Μπόρχες), όλα τα άλλα έρχονται μετά και μετά. Δηλαδή, τον αναγνώστη θα επέλεγα και από τον συγγραφέα και από τον δημοσιογράφο. Η ευτυχία μου ήταν και είναι στην ανάγνωση, όλα τ’ άλλα ένας τρόπος ανάγνωσης υπήρξαν, η δημοσιογραφία – ανάγνωση της ζωής και η συγγραφή- ανάγνωση του άφατου και του αόρατου, που δεν γίνεται να το προσεγγίσει κανείς διαφορετικά.

Σας ευχαριστώ πολύ για τις σπουδαίες ερωτήσεις σας, και για την αγάπη σας όσον αφορά τα βιβλία και τους συγγραφείς, κυρία Τσακάλου , να είστε πάντα καλά!


Σας ευχαριστώ πολύ
Γιούλη Τσακάλου
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ


!


Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ :
Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ :

Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ :