Συνέντευξη Σώτης Τριανταφύλλου στη Γιούλη Τσακάλου – Ελεύθερος τύπος 14/6/2025
Βιβλίο: «Το τυφλό γουρούνι στη Δεύτερη οδό», Εκδόσεις Πατάκη
Υπάρχουν φωνές που δεν φωνάζουν· ψιθυρίζουν. Και όμως, αφήνουν αντίλαλο. Ο Κρις Φίλιπς δεν αφηγείται για να εντυπωσιάσει· αφηγείται για να υπάρξει. Με λέξεις λιτές, σαν καθημερινές αναπνοές, στήνει έναν κόσμο σπαρακτικά αυθεντικό όπου κάθε απλότητα είναι καλοζυγισμένο τέχνασμα. Πίσω από το δήθεν αθώο βλέμμα του, η πρόζα δουλεύει υπόγεια, σαν ρίζα που θρέφει δέντρο ολόκληρο. Το ερώτημα, λοιπόν, δεν είναι μόνο τι λέει· αλλά πώς. Και γιατί έτσι. Εκεί αρχίζει η μαεστρία. Εκεί συναντιέται ο ήρωας με τον συγγραφέα. Κι εκεί αρχίζει αυτή η συζήτηση.
1. «Το τυφλό γουρούνι» συνομιλεί με τον μύθο της αμερικανικής ταυτότητας αλλά και με τη νοσταλγία της μεταναστευτικής εμπειρίας. Ποια ανάγκη ή εσωτερική παρόρμηση σάς οδήγησε να επινοήσετε την οικογένεια Φιλιππόπουλου;
Οι Φιλιππόπουλοι είναι μια οικογένεια με πολλαπλές εθνικές και πολιτικές αφοσιώσεις. Ο Κρις, ο Ραμόν, ο Πάντυ (που κουβαλάει παντού το μαξιλάρι του, τον Τζέθρο) είναι παιδιά ενός δάσκαλου από τη συνοικία του Αεριόφωτος και μιας Ιρλανδέζας από τη λασπερή ανατολική όχθη του ποταμού Μισσισσιπή. Ο θείος Λη αγαπάει τόσο τις Ηνωμένες Πολιτείες όσο και τη σοβιετική Ρωσία· ο Τζον ορμάει με φόρα στην αμερικανική ζωή ακροβατώντας στο όριο του υποκόσμου. Ίσως η επινόηση της οικογένειας των Φιλιππόπουλων να σχετίζεται με τη δική μου πολυεθνική και πολυγλωσσική ταυτότητα. Αν και δεν πιστεύω στις «ταυτότητες»· πιστεύω στη νομαδική ελευθερία, στην περιέργεια του ανθρώπου που διασχίζει τον ωκεανό γεμάτος προσμονή. Στις αρχές του 20ού αιώνα υπήρχαν πολλοί που, σαν τον Σταύρο Τοπούζογλου στο «Αμέρικα, Αμέρικα!» του Ελία Καζάν, έκλαιγαν από χαρά όταν το καράβι έφτανε στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Και λίγα χρόνια αργότερα όταν έπαιρναν την αμερικανική υπηκοότητα. Όλα αυτά έχουν αλλάξει.
2. Ο ήρωας, ο Κρις Φίλιπς, αφηγείται με γλώσσα απλή αλλά βαθιά υπαινικτική. Πώς δουλέψατε το ύφος του; Πού τελειώνει η φαινομενική αφέλεια του χαρακτήρα και πού αρχίζει η συγγραφική δεξιοτεχνία; Πώς ισορροπήσατε ανάμεσα στη φυσικότητα της φωνής του και τη συνειδητή τεχνική επιλογή;
Δεν κολλάμε μπρίκια. 😂 Το βιβλίο έχει —τουλάχιστον αυτή ήταν η πρόθεσή μου— διαφορετικά ύφη γραφής που αντιστοιχούν στον κάθε ήρωα. Ο παππούς στέλνει επιστολές από την Αθήνα γραμμένες στην καθαρεύουσα —αν και πράγματι απέφυγα τον πειρασμό της υποτακτικής. Ο Πάντυ μιλάει σαν παιδί. Ο Κρις μιλάει περίπου όπως εγώ, σαρκάζοντας ακόμα και τον ίδιο του τον εαυτό. Προπάντων τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Λη μιλάει με γρίφους: δεν ξέρουμε τι σκέφτεται πραγματικά. Κι όμως, δεν πρόκειται για έναν ανούσιο κομμουνιστή από εκείνους που μιλάνε με τσιτάτα χωρίς να λένε τίποτα. Oύτε προσπαθεί να προσηλυτίσει κανέναν.
3. Το βιβλίο είναι γεμάτο «παράλληλες φωνές»: υποσημειώσεις, επιστολές, ιστορικά σχόλια, βιτριολικό χιούμορ. Πώς κατορθώνετε να διατηρήσετε τη συνοχή ενός τόσο πολυφωνικού έργου;
Όταν ένα μυθιστόρημα τοποθετείται στις Ηνωμένες Πολιτείες, η πολυφωνία είναι φυσικό επακόλουθο της αφήγησης. Δεν μπορεί να γίνει αλλιώς: πρόκειται για ένα κοινωνικό και γεωγραφικό πλαίσιο όπου τα γεγονότα είναι καταιγιστικά, όπου το ένα δράμα εκτυλίσσεται μέσα στο άλλο. Έτσι κι αλλιώς, το στοίχημα της μυθοπλασίας είναι να δίνεις φωνή σε όλους· όλοι οι χαρακτήρες, ακόμα κι αν ο αναγνώστης τούς προσλαμβάνει ως «αντιπαθητικούς», έχουν τα δίκια τους. Μόνο η διδακτική και προπαγανδιστική ψευτολογοτεχνία είναι μονοφωνική δίνοντας βήμα στους «καλούς» και οστρακίζοντας τους «κακούς». Στο «Τυφλό γουρούνι» εκτυλίσσονται παράλληλες ιστορίες κι ο καθένας τις παρατηρεί και τις αποτιμά με τα δικά του μάτια. Εξάλλου, πλανάται κάποια αμφισημία: μα, όντως, ο θείος Λη βρήκε την ευτυχία στην αγαπημένη του Μόσχα; Και, μήπως ήταν στ’ αλήθεια κατάσκοπος των Ρώσων; Δεν θα το μάθουμε. Όσο για τη Λουντμίλα, νομίζω ότι η Αμερική τής άρεσε πολύ αλλά δεν το παραδέχτηκε ποτέ —μια τέτοια παραδοχή θα ισοδυναμούσε με προδοσία της μεγάλης σοβιετικής πατρίδας.
4. Στο έργο σας η Αμερική εμφανίζεται ταυτόχρονα ως πεδίο ευκαιριών και ως χώρος πολιτισμικής αυταπάτης. Σας ενδιαφέρει περισσότερο να σατιρίσετε ή να αποδομήσετε τον «αμερικανικό μύθο»;
Σήμερα δεν υπάρχει αμερικανικός μύθος. Υπάρχει πολύ μπλα μπλα γύρω από τις ΗΠΑ χωρίς οι άνθρωποι να έχουν την παραμικρή ιδέα γι’ αυτή τη χώρα. Ο αντιαμερικανισμός είναι διανοητική ασθένεια βασισμένη σε αυταρχικές ιδεολογίες, στερεότυπα και άγνοια η οποία καλύπτεται επειδή όλοι έχουν πλήθος εικόνων από τις ΗΠΑ: εικόνες από τον κινηματογράφο, από τα οπτικοακουστικά μέσα γενικά. Αλλά η αμερικανική πραγματικότητα δεν αντανακλάται στις οθόνες. Εξίσου λανθασμένη είναι η αποθέωση του αμερικανικού συστήματος από ανθρώπους που ίσως πέρασαν κάποιο καιρό στις ΗΠΑ, προστατευμένοι και καλομαθημένοι σε ακαδημαϊκά περιβάλλοντα. Αυτό που με ενδιαφέρει από λογοτεχνική άποψη στις ΗΠΑ είναι ο τεράστιος πλούτος των ιστοριών που γεννιούνται. Κι αν κάπου κάπου γράφω βιβλία με αμερικανικό σκηνικό είναι επειδή το αμερικανικό σκηνικό μπορεί να αναδειχθεί σε πρωταγωνιστή, σε δρώντα λογοτεχνικό χαρακτήρα.
5. Το βιβλίο είναι ένα χρονικό –όπως το λέτε– «σε πόλεις με ποτάμι», αλλά και ένα χρονικό προσωπικών εκρήξεων. Τελικά, ποιο είναι για εσάς το ζητούμενο: να διασωθεί η μνήμη ή να ανατιναχθεί;
Η μνήμη είναι ένα παιχνίδι. Και η βιογραφία μας είναι ένα αφήγημα που σκαρώνουμε κάνοντάς του ενέσεις με συναρπαστικά συστατικά: η λογοτεχνία εμπλουτίζει τη βαρετή και πεζή ζωή μας η οποία χρειάζεται κάποιου είδους αναθεωρημένη μνήμη για να αποκτήσει ενδιαφέρον και αφηγηματική αξία. Η μνήμη δεν διασώζεται ακριβώς· αναδημιουργείται· συμπληρώνεται μέσω της τέχνης της αφήγησης, αναβαθμίζεται. Λέμε ψέματα επειδή ο κόσμος δεν είναι αρκετός.
Ελεύθερος τύπος
Η συνέντευξη στον eleftherostypos.gr ΕΔΩ