Ένα αποκαλυπτικό, ιστορικό
ντοκουμέντο, ισχυρή απόδειξη της θηριωδίας των γερμανικών στρατευμάτων στα
ναζιστικά στρατόπεδα της Γερμανίας, αποτελεί το πρώτο λογοτεχνικό εγχείρημα του
Μιχάλη Κατσιμπάρδη. Συνάμα, συνιστά και μια ηχηρή απάντηση, έναν φόρο τιμής
στην εκκωφαντική σιωπή χρόνων, από την πλευρά του πατέρα του, Κωστή Κατσιμπάρδη
για εκείνα τα εφιαλτικά χρόνια, όπου η προδοσία, υπήρξε η αφορμή για την
διαπόμπευσή του και τον εγκλεισμό του στα κολαστήρια των ναζιστικών
στρατευμάτων εξόντωσης.
Το πολυπόθητο ταξίδι στην
Κρήτη, παρά το βεβαρημένο ιστορικό της υγείας του, θ΄ αποτελέσει το εφαλτήριο
της χειμαρρώδους εξομολόγησης του Κωστή στο γιο του, Μιχάλη Κατσιμπάρδη, για
ό,τι έμελλε να ζήσει ως κρατούμενος, στα ναζιστικά στρατόπεδα καταναγκαστικής
εργασίας. Καλοκαίρι 1944. Λίγο πριν την οριστική ήττα τους και την εγκατάλειψη
της Ελλάδας, οι Γερμανοί αιχμαλωτίζουν και βασανίζουν με απίστευτη κτηνωδία,
αφανίζουν και πυρπολούν περιουσίες και ανθρώπινες ψυχές.
Ο Κωστής, ακολουθώντας τα
χνάρια της αντιστασιακής δράσης του πατέρα του, συλλαμβάνεται μαζί με άλλους
πατριώτες, μετά από προδοσία και υπόδειξη συνεργάτη, των γερμανικών
στρατευμάτων κατοχής της χώρας. Η σπίθα της ελπίδας, για μια ελεύθερη Ελλάδα και
η δίψα για σπουδές και όνειρα, καταρρέουν.
Η σύλληψη και η απευθείας
μεταφορά τους για καταναγκαστική εργασία, μέσα σε απάνθρωπες συνθήκες είναι
γεγονός. Ένας απίστευτος γολγοθάς επιβίωσης ξεκινάει για τον Κωστή και τους
συμπατριώτες του. Εξαναγκάζονται σ΄ εξοντωτικό κουβάλημα κιβωτίων και σε
πολύωρη πεζοπορία κάτω από άκρως δυσμενείς συνθήκες. Από το στρατόπεδο της
Τρίπολης, μεταφέρονται στην Κόρινθο και από εκεί στο άνδρο της βίας και
τρομοκρατίας, στο Χαιδάρι.
Οι φήμες για ένα κολαστήριο,
τελικά, δεν είναι καθόλου αβάσιμες, αφού τα βασανιστήρια και οι καθημερινές
εκτελέσεις αποτελούν καθημερινό φαινόμενο.
Τον Αύγουστο του 1944 και
ενώ οι Σύμμαχοι απειλούν την Γερμανία με απόβαση στα παράλια της Νορμανδίας, ο
Κωστής ανάμεσα σε πλήθος απελπισμένων κρατούμενων, καταλήγει στο στρατόπεδο
αιχμαλώτων, στο Μπίμπλις της Γερμανίας.
Το ανεξήγητο μένος των
γερμανικών στρατευμάτων, που πηγάζει από το τυφλό μίσος απέναντι στην ανθρώπινη
διαφορετικότητα, θα συνοδεύσει την παραμονή του Κωστή σ΄ ένα κολαστήριο, όπου ο
θάνατος φαντάζει ως σωτήρια λέμβο των απάνθρωπων συνθηκών διαβίωσης.
Εικόνισμα και φυλαχτό θ΄
αποτελέσουν για αυτόν οι θύμησες της αγαπημένης οικογένειας, αλλά και ένα
ανοιξιάτικο πουλόβερ, δώρο της μάνας του, μια ηλιαχτίδα ζωής μέσα στην καταχνιά
και την καθημερινή, ανελέητη καταπόνηση σώματος και ψυχής. Ένας ιδιαίτερα
παραστατικός και εκφραστικός λόγος, τον οποίο ο συγγραφέας “ντύνει” και μ΄
εντυπωσιακές αντιθέσεις εικόνων.
Χαρακτηριστική είναι η
αντίθεση ανάμεσα στο ολόλευκο, χειμωνιάτικο, φυσικό τοπίο με αυτή της άθλιας
ψυχολογίας των φυλακισμένων, που πορεύονται προς τα κολαστήρια θανάτου! Εύστοχο
και το πλούσιο φωτογραφικό υλικό που παρατίθεται, ακράδαντη απόδειξη των
βασανιστηρίων που υπέστη το πλήθος αυτό των ομήρων σ΄ ένα καθεστώς όπου η βία,
σωματική και ψυχολογική ήταν το άλφα και το ωμέγα της γερμανικής προπαγάνδας!
Δεν σας κρύβω ότι η περίοδος
που πραγματεύεται ο συγγραφέας, καθώς και η μετέπειτα του εμφυλίου στην χώρα
μας, είναι οι αγαπημένες μου ιστορικές περίοδοι και για την σοβαρότητα των γεγονότων
αλλά και για την συναισθηματική αφύπνιση που προκάλεσαν ανά την υφήλιο, οι
ακρότητες αυτές της άριας φυλής.
Παρακινούμενη λοιπόν και από
την χειμαρρώδη αφήγηση του Κωστή για το διασυρμό και την μαζική ταλαιπωρία στα
ναζιστικά στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και το πλήθος των ιστορικών πηγών
που παραπέμπει ο συγγραφέας, ανέτρεξα σε προσωπικές μαρτυρίες ατόμων που έζησαν
την φρίκη, μνήμες και επιπλέον ντοκουμέντα της εποχής!
Συντετριμμένη από την
απανθρωποποίηση του ανθρώπινου είδους αλλά και σε συνειρμό με την φτωχή
πρόσληψη- και πολλές φορές ωραιοποιημένη- ανάλογων γνώσεων, σε όλες τις
βαθμίδες της σχολικής εκπαίδευσης, θα ήθελα να εκφράσω ότι είναι χρέος
σημαντικό του Έθνους μας να μην ξεχνά.
Πρόκειται για ιστορικά
εγκλήματα, που δεν πρέπει να επιτρέπουν την ανοχή μας, αλλά την διαυγή
συστηματική έρευνα, την ενημέρωση ιδιαίτερα των μαθητών με διαλογικές
συζητήσεις, οπτικοακουστικές ταινίες και εκθέσεις σχετικά με τις ανθρώπινες
απώλειες που υφίστατο η χώρα μας κατά την περίοδο της κατοχής και των μεταπολεμικών
χρόνων!
Όταν ο Κωστής Κατσιμπάρδης
διαισθάνεται ότι το τέλος είναι πλέον κοντά, τότε η ψυχή ανοίγει διάπλατα και
ένας ποταμός εξομολόγησης έρχεται να την συγκλονίσει και να την ελαφρύνει από
μνήμες επώδυνες!
Είναι η στιγμή που η πένα
του Μιχάλη Κατσιμπάρδη κυλάει αβίαστα στο χαρτί, οι λέξεις δίνουν σάρκα και
οστά σε αυτά που νιώθει η ψυχή και το βιβλίο «Δύο χειμώνες κι ούτε ένα
καλοκαίρι» αποτελεί ένα βιωματικό έργο που σπάει την σιωπή χρόνων, δίνοντας
απαντήσεις και ερμηνείες σε πολλά «γιατί», λυτρώνοντας την ψυχή ενός ήρωα
πολέμου, αποτείνοντας φόρο τιμής σε όλους εκείνους που πλήρωσαν με αίμα τον
αέρα της ελευθερίας που αναπνέουμε εμείς σήμερα!
ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΔΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Μιχάλης Κατσιμπάρδης
Ο
Μιχάλης Κατσιμπάρδης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην αργολική γη. Έζησε,
όπως όλοι της γενιάς του, χορτάτα παιδικά χρόνια, με ατέλειωτα παιχνίδια
στις αλάνες, με διάβασμα βιβλίων και μεγάλα όνειρα. Ευτύχησε να έχει
καλούς γονείς, που αποτέλεσαν για την παιδική του ψυχή σπουδαίο σχολείο.
Σπούδασε
και διδάσκει φιλολογία. Ζει στην Αθήνα, όπως οι μισοί Έλληνες, εδώ και
πολλά χρόνια. Πιστεύοντας ότι «είμαστε η μνήμη μας», προσπαθεί να τη
διαφυλάξει ακέραιη, όσο οδυνηρή μπορεί να είναι μερικές φορές.
Σ’
αυτό το πρώτο λογοτεχνικό του εγχείρημα τιμά αυτή την ανεκτίμητη
γνωστική και ψυχική λειτουργία, αποχαιρετώντας μ’ αυτόν τον τρόπο
οριστικά τον πατέρα του, δύο ακριβώς δεκαετίες μετά τον θάνατό του.
Aπό την Άνεμος εκδοτική κυκλοφορεί το βιβλίο του:
«Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» (μυθιστόρημα, 2018)
«Δυο χειμώνες κι ούτε ένα καλοκαίρι» (μυθιστόρημα, 2018)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου