ΒΙΒΛΙΟ - ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ - ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Φίλες, φίλοι,

Σας καλωσορίζουμε στο blog της ομάδας ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ! Για πόσο μπορούμε να περιπλανηθούμε στον κόσμο του στοχασμού και της συνείδησης; Μέχρι πού αποδεχόμαστε το ελεύθερο πέταγμα της σκέψης; Κι όταν γυρίσουμε στο παρόν, στη λογική, στο «πρέπει», δεν θα πούμε ότι ήταν όνειρο, παράκρουση ή μέθη; Αυτό το ταξίδι της σκέψης στη μέθη και στο όνειρο ευελπιστεί να χαρίσει αυτή η ομάδα στον κάθε αναγνώστη. Να του δώσει φτερά για να ξεκινήσει το μαγικό σεργιάνι του σε έναν κόσμο απόλυτα αληθινό αλλά και τόσο ανεξερεύνητο, στον χώρο του βιβλίου που τόσο αγαπάμε. Και μαζί, να το στηρίξουμε με αγάπη, ήθος, ευγενικές προθέσεις, σκέψεις και πράξεις!

Γιούλη Τσακάλου

Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ η άποψη της Έλενας Χουσνή για το βιβλίο «ΧΑΘΗΚΕ ΒΕΛΟΝΙ» – Χρήστος Αρμάντο Γκέζος – Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ


Χάθηκε Βελόνι - Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Εκδόσεις Μεταίχμιο

Το βιβλίο του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου είναι  – και αυτό γίνεται αντιληπτό με σαφήνεια από κάθε αναγνώστη- ένα πολυεπίπεδο μυθιστόρημα καθώς και ένας λογοτεχνικός τόπος όπου διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές και φωνές βρίσκουν εύρυθμη συγκατοίκηση στις σελίδες του. Αποτελείται από πέντε μέρη οποία δεν αλλάζει μόνο ο αφηγητής αλλά και η αφηγηματική δίοδος. Παρακολουθώντας την ιστορία τριών γενεών μιας οικογένειας από την Αλβανία, της οικογένειας Ζέφο, διατρέχουμε τον 20ό αιώνα τόσο στην Αλβανία όσο και στην Ελλάδα. Ιστορικές, πολιτικές, κοινωνικές αναφορές, λαογραφικά αποτυπώματα και βέβαια καθημερινές συνήθειες, κατά βάση γνώριμες, μας μεταφέρουν στα δικά μας παιδικά χρόνια ή σε αφηγήσεις που προκάναμε να ακούσουμε, κάποιοι τυχεροί από εμάς.

«Χάθηκε βελόνι» είναι ένας στίχος από νανούρισμα της Χιμάρας όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας. Είναι άραγε η κατάφαση στο ότι πρόκειται για ένα εν πολλοίς αυτοβιογραφικό συγγραφικό πόνημα; Ίσως ναι, ίσως και όχι αλλά τελικά δεν έχει και τόση σημασία αφού το έργο κρίνεται πάντα ανεξάρτητα και πέρα από τις προθέσεις του γράφοντος. Αυτό που σκέφτεται κανείς, ωστόσο, είναι εάν ο τίτλος, ως στίχος νανουρίσματος, θέλει να μας ταξιδέψει εκεί στις πρώτες μνήμες, στην κατευναστική μητρική αγκαλιά, στην εξισωτική με κάθε τρόπο, σε κάθε χρόνο και τόπο θέρμη της αγάπης. Όταν το κοντέρ δεν έχει ακόμη αρχίσει να μετράει, ή αν μετρά, έχει μόνο θετικό πρόσημο. Αυτή η καθησυχαστική στιγμή – σκηνή του νανουρίσματος  μπορεί πάντα να υπερβαίνει τον κόσμο. Πάντα.

Το πρώτο μέρος είναι εισαγωγικό και κατά κάποιο τρόπο συνδετικό με το προηγούμενο μυθιστόρημα του συγγραφέα τη «Λάσπη» αφού ξαναβρίσκουμε τον πρωταγωνιστή του Σάντο/Αλέξανδρο. Ακολουθεί η περιγραφή ενός κακορίζικου άντρα όπου και πια ταξιδεύουμε στο Δρεπένι της Βορείου Ηπείρου, κοιτίδα της οικογένειας που θα παρακολουθήσουμε την ιστορία της σε όλο το βιβλίο ζώντας τις περιπλανήσεις- άλλοτε στον ίδιο τον τόπο τους και άλλοτε αλλού, της οικογένειας Ζέφο.

Συγκλονιστικό είναι το κεφάλαιο όπου η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της μητέρας, της Τέτα, στο γλωσσικό ιδίωμα της Βορείου Ηπείρου, αποτελεί  μια μαεστρική συν-ύπαρξη της «μάνας κουράγιο» με την ατρόμητη γυναίκα που δεν αφήνεται έρμαιο της τύχης ή της μοίρας αλλά μοιάζει να αποδέχεται στωικά και με παράλληλη γενναιότητα, στροφές και ισιάδα, γυρίσματα και λακκούβες, χαρές και λύπες, κυρίως το τελευταίο. Αφήγηση μεστή, ειλικρινής, άμεση ενώ η προφορικότητα του λόγου σε τραβά σε καταφάσεις, σε αναμέτρηση με δικές σου στιγμές και εικόνες, αναμνήσεις και ενοχές για την δική σου και κάθε δική σου τέτοια μάνα, όσο κι αν οι αναλογίες μοιάζουν να διαφέρουν. Τελικά δεν διαφέρουν και τόσο.

Στο τρίτο μέρος του βιβλίου ο στην ουσία πρωταγωνιστής Αλέξανδρος-Σάντο θα επιχειρήσει μια ειρήνη με το παρελθόν ή ίσως μια αντρική συμφωνία με το μέλλον η οποία όμως ανατρέπεται από την ίδια της -την χωρίς θεμέλια- προ-οικονομία. Τίποτε δεν θα συμβεί όπως το έχει σχεδιάσει αλλά και τίποτε δεν φαίνεται να τελειώνει. Αντίθετα αφήνεται ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας νέας αρχής που ίσως δημιουργεί και τις προϋποθέσεις για μια νέα συγγραφική περιπλάνηση του ήρωα μελλοντικά σε νέο έργο του Γκέζου.

Το τελευταίο μέρος, αποτελεί μια ποιητική αποτύπωση της ζωής του ήρωα, όπου η ικανότητα του συγγραφέα στο είδος έρχεται να υπενθυμίσει σε όσους τον παρακολουθούν συγγραφικά ότι το κατέχει και σε αυτό το μυθιστόρημα αποδεικνύει την ευκολία μετάβασης από το ένα αφηγηματικό ύφος στο άλλο, χωρίς ωστόσο να διαταράσσεται η εσωτερική συνοχή του έργου και πάντως αφήνοντας την αίσθηση μιας γερής αρματωσιάς του οικοδομήματος παρά τις αλλαγές σε ύφος από μέρος σε μέρος.

Το μυθιστόρημα χάθηκε βελόνι είναι η ιστορία μιας οικογένειας, είναι η ιστορία των Βαλκανίων, είναι η συμπυκνωμένη ιστορία του κόσμου τελικά. Είναι όμως, κατά την γνώμη μου και ένα ταξίδι που προχωρά πολύ πέρα από το προφανές. Από το προφανές της λαιμητόμου της  μετανάστευσης που άφησε ανθρώπους μετέωρους ανάμεσα σε χαμένες πατρίδες και χωρίς νέες, από το προφανές των δυσκολιών που η εγκατάσταση σε «απάτητα» εδάφη δημιουργεί, από την σημασία της οικογένειας σε αυτή την περιπέτεια. 

 


 

Είναι ένα εσωτερικό ταξίδι και για τις άλλες «πατρίδες». Αυτές τις μοναχικές του καθενός από εμάς που μπορεί να ξοδέψουμε μια ολόκληρη ζωή χωρίς ποτέ να τις βρούμε. Έχοντας εκβιαστεί να πάρουμε τις «βαλίτσες» της οικογενειακής κληρονομιάς στην οποία δεν πιστεύουμε, βγαίνουμε άοπλοι στον κόσμο μη έχοντας τίποτε. Ούτε αυτά που μας δώσανε , ούτε αυτά που θέλουμε. Κι εκεί ανάμεσα, μετεωριζόμαστε στο πουθενά, «χαλώντας» το στομάχι όπως και ο Αλέξανδρος –Σάντο. Σε αυτούς τους  μετεωρισμούς δεν έχεις σύμμαχο. Ούτε όσοι σου έδωσαν καταλαβαίνουν γιατί δεν παίρνεις, ούτε αυτοί που συναντάς όσο προσπαθείς να βρεις την περπατησιά σου καταλαβαίνουν γιατί δεν μπορείς να δώσεις. Ή γιατί δεν έχεις εσύ καταλάβει ακόμη τι μπορεί να έχεις που να αξίζει να δοθεί.

Ο Αλέξανδρος – Σάντο είναι στα δικά μου μάτια ένας πρόσφυγας οικειοθελής αφού σε καμιά πατρίδα δεν είναι έτοιμος να δοθεί απόλυτα. Ούτε στην κακοτράχαλη που άφησε, ούτε στην νέα γειτονιά του κόσμου, ενοποιημένου πια αλλά τόσο ίδιου, που βρήκε (;).

Και αυτό, στο δικό μου μυαλό, άφησε την όξινη γεύση της διαρκούς περιπλάνησης όποιου ή όσων άλλοτε από συγκυρία κα άλλοτε από πεποίθηση θέλουν να φτιάξουν την δική τους διαδρομή .Αυτοί θα διαπιστώσουν με πολύ οδυνηρό τρόπο ότι οι «βαλίτσες» της ιστορίας που γράφηκε πριν από σένα είναι βαριές, πολύ βαριές. Δεν σ` αφήνουν. Δεν θα σ` αφήνουν ποτέ. Το στοίχημα είναι να ξέρεις πότε να τις ανοίξεις και πότε να τις βάλεις στο πατάρι της ψυχής σου.

Ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος αποδεικνύει με αυτό του το μυθιστόρημα ότι κατέχει πολύ καλά την τέχνη της γραφής. Κυρίως όμως μας αφήνει με την βεβαιότητα ότι δεν αναπαύεται σε βεβαιότητες. Περιμένουμε με ενδιαφέρον το επόμενό του βήμα.

ΥΣ. Ξεκίνησα το βιβλίο θέλοντας να αποφύγω την μουντάδα της συνεχής βροχής στη Σάμο ένα απόγευμα .Το τελείωσα το ίδιο βράδυ.…

ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΣΝΗ

ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ

Περισσότερα για το βιβλίο εδώ


 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου