"Παρατεταμένος χρόνος"
Μαϋλις Μπεσσερι
Μεταφραση: Λιζυ Τσιριμώκου
Εκδόσεις Ύψιλον
Παρατεταμένος χρόνος ή αλλιώς οι τελευταίες μέρες του Σάμιουελ Μπέκετ; Θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε εξολοκλήρου το δεύτερο αν το βιβλίο ήταν βιογραφία αλλά δεν είναι. Είναι ένα μυθιστόρημα μπλεγμένο με προσωπικές αφηγήσεις του Μπέκετ καθώς και αναφορές του νοσηλευτικού προσωπικού του οίκου ευγηρίας όπου φιλοξενούταν.
Στο Tiers-Temps (παρατατεταμένος χρόνος), στην οδό Ρεμύ-Ντυμονσέλ, στο 14ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού, ο Μπέκετ, άκρως υποσιτισμένος, εσωστρεφής, μοναχικός, γίνεται ο κεντρικός πρωταγωνιστής της Μαϋλίς Μπεσσερί. [Ένας Γκόγια, πετσί και κόκαλο σε σκοτεινό φόντο, γκριζοπράσινο]. Παίζει με τις αναμνήσεις του και μας ταξιδεύει από το Φόξροκ της παιδικής του ηλικίας, στο Δουβλίνο των νεανικών του χρόνων [Στο Δουβλίνο τα πάντα εκφοβίζουν, τα πάντα απαγορεύονται. Εγώ έφυγα. Τρέχοντας], στο κατεστραμμένο από τους βομβαρδισμούς του Β' Παγκοσμίου Πολέμου Σαιντ-Λο, στην εξοχική του κατοικία στο Yσσύ.
Στις σελίδες παρακολουθούμε παράλληλα με την καθημερινότητά του στο Tiers-Temps, να παρελαύνουν πρόσωπα και γεγονότα που σφράγισαν την ύπαρξή του. Τζόυς, Προυστ, Yeats, Μπρετόν, Wilde, Ronsard, Μολιέρος ΄φιλοξενούνται’ στο ταξίδι του Μπέκετ προς το τέλος. «Η συγκίνηση του αναγνώστη κορυφώνεται, καθώς το μυθιστόρημα συνοδεύει τον μεγάλο Ιρλανδό προς την έσχατη σιωπή του.» αναφέρει η περίληψη στο οπισθόφυλλο.
Πυκνός λόγος, ώριμος, άλλες φορές σκληρός και άλλες ποιητικός που ενώ με συνάρπαζε δεν μπόρεσε να μου εγκλωβίσει το μυαλό με αποτέλεσμα να ψάχνει διεξόδους διαφυγής.
[Διαθέτω τόσες λίγες λέξεις. Είναι όλα χρησιμοποιημένες ως το μεδούλι. Δεν θα το πίστευε κανείς, όμως οι λέξεις φθείρονται. Σαν το παλιοπαντέλονο. Σαν την καρδιά. Πόσες ακριβώς μου μένουν; Δεν ξέρω. Μερικοί ψύλλοι στ’ άχυρα. Πολλά άχυρα.]
Είμαι μια αναγνώστρια που αρκετά συχνά ταυτίζομαι με τις ιστορίες που διαβάζω και ενώ εδώ θα μπορούσα να βρω κοινή γραμμή στην πολύ ωραία απεικόνιση της φθοράς του σώματος , του πόνου και της δυσκαμψίας που βιώνουν οι ηλικιωμένοι αφού τα ζω καθημερινά, και να μπω στην τροχιά του βιβλίου, να χαθώ στις σελίδες, τελικά δεν μπόρεσα. Ήθελα κάθε λίγο και λιγάκι να κλείσω το βιβλίο σαν κάτι να με ενοχλούσε, σαν μια μύγα που έρχεται και κάθεται στην μύτη σου και προσπαθείς συνεχώς να τη διώξεις.
Άνοιξα παράλληλα το ‘Αυτοί που έχουν χαθεί’ του Μπέκετ μήπως μπορέσω να βρω τι με ενοχλεί. Όχι δεν βρήκα καμιά κοινή γραφή, απλά χάθηκα στους σωλήνες του. Άρχισα να πιστεύω ότι εγώ έχω το πρόβλημα μάλλον, ότι δεν μπορώ να εκτιμήσω ένα καλό βιβλίο. Δεν μπορώ να σας πω πόσο με χαροποίησε η άποψη της Τέσης Παπαθανασίου
ότι το βιβλίο της άφησε την αίσθηση του ανικανοποίητου. Με γλίτωσε από σίγουρη επίσκεψη στον ψυχίατρο!
[Σε περίπτωση ενόχλησης, το μόνο πραγματικό όπλο που διαθέτει ο γέρος είναι να πεθάνει ή να προβεί σε παθητική αντίδραση]. Αυτή η πρόταση μου έφερε στο νου την ταινία «Οι Ηλικιωμενοι / Old People» του Andy Fetscher. Παρατημένοι, ξεχασμένοι ηλικιωμένοι που δολοφονούν μαζικά.
(https://www.imdb.com/title/tt21933110/)
Μου άρεσαν οι αναφορές στη γυναίκα του και στην παρουσίαση της σύνδεσης τους : [Ωστόσο σήμερα το πρωί, θαρρείς και ήταν εδώ, κάτω από την παλιά μου κουβέρτα –όχι θαμμένη, μήτε νεκρή- εδώ, κάτω από την κουβέρτα, κουλουριασμένη πάνω στον γέρο-Σαμ της. Άλλωστε, ακριβώς επειδή είναι εδώ, γερμένη πάνω στα γέρικα κόκαλά μου, ξαπλωμένη δίπλα στο ταλαίπωρο κουφάρι μου, καταλαβαίνω κι εγώ ότι δεν είμαι θαμμένος.]
Ο θαυμασμός του για τον Τζόυς
σπαρταράει σε όλο το βιβλίο: [Ο Τζόυς έπειθε όλον τον κόσμο για το νέκταρ του-
που του θύμιζε το κάτουρο μιας αρχιδούκισσας, όπως έλεγε. Ο Τζόυς έπειθε όλον
τον κόσμο. Ο Τζόυς ήταν μια πραγματική δούκισσα]
[Μόλις που ακουγόταν ο αμυδρός παφλασμός από κάποια καλάμια ψαρέματος και το
υπόκωφο μουρμουρητό του αιώνιου θαυμασμού που έτρεφα εγώ, ο ταλαίπωρος σκύλος,
για τον αφέντη μου]
Πόσο μας στοιχειώνει η καταγωγή
μας; Άνθρωποι που μεγαλώσανε σε προβληματικές οικογένειες και ζουν με θύμησες
καταναγκαστικές.
[Πρέπει να πω ότι είναι μια καταδίκη που τη δεχόμαστε ήδη εκ γενετής: να
είμαστε γιοι των πατεράδων και των μανάδων μας. Να καταγόμαστε από δαύτους]
Τι ωραία θα ήταν αν μπορούσαμε να
ξεφορτωθούμε τα μπαγκάζια που κουβαλάμε απλά αλλάζοντας παπούτσια;
[Πήρα ένα καινούριο ζευγάρι. Παπούτσια μυτερά, κομψά, ιταλικά. Σαν του Τζόυς.
Καινούργια παπούτσια έτοιμα προς αναχώρηση-fresh start-, προς απογείωση. Άφησα
με ανακούφιση τα αρβυλάκια μου στο καινούριο χαρτόκουτο. Τα χοντρά και βαριά
παλιοπάπουτσα μου. Ελαφρωμένος από το φορτίο της παρουσίας τους και από την
ανάμνηση των χιλιομέτρων που είχα διανύσει, βάλθηκαν να περπατώ]
Η Μπεσσερί –Μπέκετ, γιατί πάντα έπρεπε να θυμάμαι ότι είναι μυθοπλασία, λέει ότι ο ενθουσιασμός μας είναι λόγω της παχυλής μας άγνοιας για τα δεινά που μας επιφυλάσσει η ζωή. Εγώ λέω ότι όπως ο Μπέκετ πεσιμιστής μεν, ψάχνει για αέρα, για φως δε, έτσι και εγώ προτιμώ να διατηρώ τον ενθουσιασμό μου ακόμη και αν στην επόμενη γωνία με περιμένει η άβυσσος.
Βεβαίως της αξίζουν συγχαρητήρια που δεν τον αλλοίωσε, δεν τον έκανε παλιάτσο, παραλήρημα ή εφιάλτη αλλά του έδωσε μια υπόσταση ίσως πιο ανθρώπινη..
Και τέλος αν ακούν οι εκδοτικοί βαράω SOS : Βάλτε τις επεξηγήσεις στη σελίδα που ανήκουν και όχι στο τέλος του βιβλίου!! Μας κάνετε να θέλουμε να πετάξουμε το βιβλίο στον τοίχο!
Περισσότερα για το βιβλίο εδώ
Φωτο: Μαντώ Μάκκα
Η Μαντώ Μάκκα
γεννήθηκε το Μάιο του 1980 στην Αθήνα.
Αποφοίτησε από το Κλασσικό Λύκειο Αναβρύτων. Παρακολούθησε μαθήματα Οικονομικών & Marketing και Εξειδίκευσης στη Μετάφραση στο Εθνικό
& Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο.
Ακολούθησαν μαθήματα Δημιουργικής γραφής με τη Στεύη Τσούτση και Εικαστικών & Ιστορίας Τέχνης με την Άννα
Παππά.
Παράλληλα ζωγραφίζει και κατασκευάζει κοσμήματα από πέτρα.
Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στο διαδίκτυο.
Έχει εργαστεί ως Καθηγήτρια Αγγλικών και ως διαχειρίστρια διαδικτυακών
εφημερίδων.
Το παραμύθι της «Τα ροζ Χριστούγεννα» περιλήφθηκε στο βιβλίο «Santa Παραμύθια, 22 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» των εκδόσεων Νίκας.
Η συλλογή διηγημάτων «Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια» από τις Εκδόσεις Νίκας
είναι το πρώτο της βιβλίο.
Το 2022 το διήγημα της «Τραμουντάνα» διακρίθηκε και συμμετέχει στην συλλογική
έκδοση του Ιανού «Το ρούχο»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου