Καλωσορίζουμε στο blog μας τον συγγραφέα Αλέξη Πανσέληνο!
ΕΡΩΤΗΣΗ : Είστε μια πολύ δημιουργική πέννα. Έχετε βραβεία και γνωρίζω καλά το πόσο σας εκτιμούν οι Αναγνώστες αλλά κυρίως το πόσο σας παραδέχονται οι ομότεχνοί σας συγγραφείς. Ότι γράφετε οι Αναγνώστες το διαβάζουν "απνευστί" και περιμένουν το επόμενο. Τι σας ώθησε να αφήσετε την σκέψη σας, την φαντασία σας αλλά σαφώς τις γνώσεις σας να "τακτοποιηθούν" σε ένα βιβλίο; Στο πρώτο σας βιβλίο;
ΕΡΩΤΗΣΗ : Είστε μια πολύ δημιουργική πέννα. Έχετε βραβεία και γνωρίζω καλά το πόσο σας εκτιμούν οι Αναγνώστες αλλά κυρίως το πόσο σας παραδέχονται οι ομότεχνοί σας συγγραφείς. Ότι γράφετε οι Αναγνώστες το διαβάζουν "απνευστί" και περιμένουν το επόμενο. Τι σας ώθησε να αφήσετε την σκέψη σας, την φαντασία σας αλλά σαφώς τις γνώσεις σας να "τακτοποιηθούν" σε ένα βιβλίο; Στο πρώτο σας βιβλίο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Γεννημένος σε διαμέρισμα μια εποχή που η μόνη διασκέδαση
ήταν τα βιβλία, απέκτησα πολύ νωρίς την έφεση στο γράψιμο. Ήθελα από τα παιδικά
μου χρόνια ήδη να γράφω κι εγώ ιστορίες σαν αυτές που διάβαζα και – βέβαια – με
τον ίδιο τρόπο με τον οποίο ήταν γραμμένες. Μίμηση αλλά και διάθεση για φαντασιακή
αναδημιουργία ενός κόσμου.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Μεγαλώσατε σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον εγγράμματων
ανθρώπων με πνευματικές ανησυχίες, με γονείς συγγραφείς, σ’ ένα περιβάλλον
κουλτούρας και πολιτισμού. Κατά πόσο επηρέασε τη συγγραφική σας ανέλιξη η
επίδραση του περιβάλλοντος αυτού και ειδικά ο ρόλος του πατέρα σας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Φυσικό ήταν. Τα δώρα και των δικών μου και των φίλων τους
ήταν βιβλία, στο σπίτι υπήρχε βιβλιοθήκη λογοτεχνική και έγραφαν και ο πατέρας
και η μητέρα μου. Υπήρχε επίσης η γραφομηχανή του δικηγορικού τους γραφείου, το
οποίο στεγαζόταν στο σπίτι, και είχα νωρίς την ευκαιρία να γράφω στη
γραφομηχανή. Τώρα που το σκέφτομαι αυτό πρέπει να έπαιξε μεγάλο ρόλο στην
έγκαιρη διαμόρφωση ενός πιο αυστηρού κριτήριου, γιατί βλέπετε, η
δακτυλογραφημένη σελίδα μοιάζει πολύ με την τυπωμένη και αυτό σου επιτρέπει να
βλέπεις το κείμενό σου σαν ξένο – συνεπώς να το κρίνεις πολύ διαφορετικά απ’
όσο μπορείς να κρίνεις το χειρόγραφο το οποίο διατηρεί τον άμορφο χσρακτήρα του
υλικού περισσότερο.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Στο βιβλίο σας Ο Κουτσός Άγγελος υπάρχει έντονη η
περιρρέουσα ατμόσφαιρα της Νεάπολης της Γερμανικής Κατοχής. Μπορείτε να μας αναφέρετε τη σχέση σας με την
εν λόγω ιστορική περιοχή του κέντρου της Αθήνας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ο Κουτσός Άγγελος διαδραματίζεται για την ακρίβεια σε αυτό
που υπήρξε το “πατρικό” μου σπίτι, ένα νοικιασμένο διαμέρισμα στην οδό Γεωργίου
Γενναδίου, μεταξύ Ακαδημίας και Φειδίου, δηλαδή εντελώς στο κέντρο της Αθήνας.
Εκεί άλλωστε διαδραματίζεται και ένα από τα παλιότερα μυθιστορήματά μου, οι
“Βραδιές μπαλέτου”. Η Νεάπολη περιγράφεται περισσότερο στο τελευταίο μου
βιβλίο, την “Κρυφή πόρτα” και πάλι διαδραματίζεται στο σπίτι της μητέρας μου,
όπου έζησα κι εγώ τα φοιτητικά μου χρόνια. Επιστρέφω συχνά στα σπίτια και στις
γειτονιές που έζω ζήσει όταν γράφω. Είναι και αυτό ένας τρόπος εισαγωγής του
προσωπικού στοιχείου σε κείμενα τα οποία κατά τα άλλα είναι κυρίως φανταστικές
ιστορίες.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Όταν ένας Συγγραφέας γράψει ένα βιβλίο και έρθει η καταξίωση
από όλους, πόσο "βάρος" προσθέτει η διάκριση αυτή στην μετέπειτα
συγγραφική του πορεία; Ποια ευθύνη γεννά μια τέτοια καταξίωση απέναντι στο
κοινό των αναγνωστών, που περιμένουν τη συνέχεια του έργου του;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Προσθέτει, δεν υπάρχει αμφιβολία. Δεν καταδέχεσαι εύκολα να
κάνεις κάτι έπειτα που να υστερεί από το προηγούμενο – είναι μια διαρκής
προσπάθεια, αυτό που μας κάνει να γράφουμε και να ξαναγράφουμε βιβλία.
Προσπαθείς κάθε φορά να πλησιάσεις το άπαν των δυνατοτήτων σου, χωρίς ποτέ να
το πετυχαίνεις απόλυτα. Αλλά προσπαθείς. Και να σας πω κάτι : όση καταξίωση και
αν υπάρχει από το κοινό και από την κριτική και από τους ομότεχνούς σου, ο πιο
αυστηρός κριτής, αυτός που κατά βάθος ποτέ δεν θα σου κάνει το χατίρι να σε
κολακέψει είναι ο ίδιος ο εαυτός σου. Και ο εαυτός του συγγραφέα δεν είναι
ποτέ, μα ποτέ, ικανοποιημένος με ό,τι έχει κάνει. Ακούς τους επαίνους και
κουνάς το κεφάλι, λες μέσα σου “πού να ξέρατε πόσα πράγματα που ήθελα δεν έχω
καταφέρει”.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Στις μέρες μας παρατηρείται ένας εκδοτικός οργασμός. Πολλοί
νέοι τίτλοι βιβλίων, εκατοντάδες συγγραφείς. Πώς τοποθετείστε απέναντι στα
βιβλία νέων συγγραφέων; Βλέπετε πολλές διαφοροποιήσεις ως προς τις θεματικές
που πραγματεύονται αλλά και στον τρόπο που συγγράφουν ευπώλητοι συγγραφείς;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Είναι πολύ σημαντικό που υπάρχει αυτό. Οι πολλοί νέοι τίτλοι
και οι εκατοντάδες συγγραφείς αποτελούν το λίπασμα για μια νέα άνθιση της
λογοτεχνίας στον τόπο μας, που είναι γεγονός. Το ότι από τον μεγάλο αυτό αριθμό
ένα ή δύο βιβλία ξεχωρίζουν κάθε χρονιά είναι απόλυτα φυσιολογικό. Οι νέοι
συγγραφείς αποτελούν ένα εξαιρετικό δυναμικό σήμερα. Είναι άνθρωποι που
αφιερώνουν χρόνο και κόπο πάνω στην τέχνη τους, είναι προβληματισμένοι γύρω από
τα θέματα που μας απασχολούν και μας βασανίζουν όλους και οι περισσότεροι από
αυτούς είναι εξαιρετικοί. Και όλοι τους, με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο,
προσπαθούν να αποτυπώσουν στο έργο τους την πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε.
Οι ευπώλητοι είναι μια άλλη ιστορία. Πολλοί από τους ποιοτικούς συγγραφείς μας
καταφέρνουν να γίνουν ευπώλητοι. Οι άλλοι όλοι γράφουν επειδή η βασικότερη
επιθυμία τους είναι να γίνουν ευπώλητοι. Δηλαδή έχουν χαμηλά τον πήχυ της
τέχνης και κοιτούν κυρίως να απευθυνθούν σε ένα κοινό που μπορεί μεν να
διαβάζει αλλά δεν έχει μάθει να αντλεί την απόλαυσή του από την ποιοτική τέχνη.
Οι άνθρωποι που αγοράζουν βιβλία από το σούπερμάρκετ της γειτονιάς τους για να
διαβάσουν το καλοκαίρι στην παραλία δεν είναι αυτό που λέμε “αναγνωστικό
κοινό”. Είναι απλώς άνθρωποι που βαριούνται να λύνουν διαρκώς σταυρόλεξα ή να
παίζουν το απόγευμα μπιρίμπα.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Η έμπνευση για εσάς πώς λειτουργεί; Είστε άνθρωπος που
απομονώνεστε, για να "συλλάβετε" μια ιδέα, είστε άνθρωπος που θέλει
το "χρόνο " του, για να αποφασίσει να γράψει; Επικρατεί η άποψη πως
«ο Δημιουργός πρέπει να ζει μέσα στο πλήθος, να γράφει και να συλλαμβάνει τις ιδέες
του μέσα στην καθημερινή ζωή, χωρίς να απομακρύνεται από τα
"εγκόσμια"». Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Η έμπνευση είναι κατά βάθος μια μακριά διαδικασία. Μπορεί να
μοιάζει “στιγμιαία” γιατί υπάρχει εκείνη η στιγμή κατά την οποία συλλαμβάνεις,
μορφοποιείς τελικά την ιδέα, αλλά ίσαμε να φτάσεις εκεί έχει μεσολαβήσει ένα
διάστημα εσωτερικής ζύμωσης. Παίζουν ρόλο η ζωή και τα βιώματα του δημιουργού,
η πρόσληψη της πραγματικότητας που έχει, η νοητική επεξεργασία που θα την
κατατάξει στην περιοχή των ιδεών. Φυσικά ζεις μέσα στο πλήθος. Μέρος του
πλήθους, πλήθος είμαστε κι εμείς, δεν είμαστε κάτι άλλο. Δεν υπάρχει συγγραφέας
που ζει απομονωμένος σε ένα χρυσελεφάντινο πύργο και κατεβαίνει η έμπνευση από
τον ουρανό να τον γονιμοποιήσει.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Πόσο χρόνο θεωρείτε ότι χρειάζεται ένας δημιουργός,
προκειμένου να περάσει από ένα βιβλίο σε ένα άλλο καινούριο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Δεν έχω γενική θεωρία πάνω σ’ αύτό. Προσωπικά χρειάζομαι
αρκετά χρόνια για να ξαναγράψω. Τουλάχιστον δύο. Συγγραφείς που κάθε χρόνο
βγάζουν βιβλίο – υπάρχουν κάποιοι – έχουν κάψει και την τέχνη τους και τον
αναγνώστη τους επίσης. Αν γράφεις διαρκώς τα ίδια και τα ίδια, αν εκδίδεις
διαρκώς βιβλία, διασκορπίζεις απλώς όποιο ταλέντο σου έχει δώσει ο θεός, που θα
μπορούσε μετά από ένα διάστημα περίσκεψης και οργάνωσης να αποφέρει ένα καλό
βιβλίο, μέσα σε πολλά, καθένα από τα οποία δεν μπορεί να περιέχει παρά ένα πολύ
μικρό κλάσμα των δυνατοτήτων σου.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Αν –υποθετικά- σταματούσατε να γράφετε για κάποιον λόγο, τι
θα σας έλειπε περισσότερο; Οι ώρες που
σχηματίζετε τον "μύθο" σας, οι ώρες που βρίσκεστε σε αέναο ψάξιμο
μέσα σε μονοπάτια ιστορίας, οι ώρες που θα περιμένετε τις αντιδράσεις του
Αναγνώστη; Οι ώρες της καταξίωσης μετά από μερόνυχτα δουλειάς; Ίσως κάτι άλλο;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Θα μου έλειπε η διαδικασία της γραφής, αυτή καθαυτή. Το
διάστημα στο οποίο γράφεις το πρώτο χέρι ενός βιβλίου, ρίχνοντας στο χαρτί (ή
στην οθόνη) ατόφιο το πρωτογενές υλικό μιας ιστορίας, σχηματίζεις τα πρόσωπα,
ζωγραφίζεις τους χώρους, εφευρίσκεις τις αλλαγές πορείας της.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Έχετε κάποια στιγμή σκεφτεί με "ζήλεια" το καλό
βιβλίο κάποιου ομότεχνού σας; Και αν ναι ποιό;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Ζηλεύω πάντα όλα τα καλά βιβλία που διαβάζω – έστω, εκείνα
που εγώ βρίσκω καλά. Έχω πάρα πολλούς συγγραφείς που θαυμάζω και αγαπώ αλλά δεν
θα έγραφα ποτέ σαν αυτούς. Ούτε θα ήθελα ούτε άλλωστε θα μπορούσα. Από τα
βιβλία που θαυμάζουμε και αγαπούμε παίρνουμε πολλά πράγματα, αλλά η γραφή
παραμένει η δική μας, η φωνή παραμένει η δική μας και εν τέλει αυτό που θα
κάνουμε είναι να μπολιάσουμε, να ενσωματώσουμε ιδέες, τρόπους γραφής, ακόμα και
χαρακτήρες ηρώων, μέσα στον δικό μας κόσμο και με τον δικό μας τρόπο.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Ζούμε σε μια εποχή κρίσης πρωτόγνωρης για τη σύγχρονη
ιστορία, κρίση που έχει επηρεάσει μεταξύ άλλων και την πώληση των βιβλίων. Κατά
πόσο «επιθετικός» θα μπορούσε να γίνει ένας συγγραφέας του σήμερα απέναντι σε
ομότεχνούς του, προκειμένου να διατηρήσει την προβολή του σε περίοπτη θέση; Σας
ρωτώ γιατί έχω ακούσει συχνά κάποιους συγγραφείς να διατυπώνουν την άποψη πως όσο λιγοστεύει το κοινό, τόσο πιο πολύ οι
ενδιαφερόμενοι θα γίνονται επιθετικοί. Μάλιστα κάποιοι μπορεί να είναι
επιθετικοί έως κακόβουλοι και να σπιλώνουν υπολήψεις ομότεχνών τους,
προκειμένου να εμφανίζονται ως "καλοί" και να κερδίζουν πολλές φορές
ανάξια την αγάπη του κοινού. Ποια είναι η δική σας άποψη;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Δεν νομίζω πως η επιθετικότητα αποφέρει κέρδη κανενός
είδους. Όση προβολή και αν γίνει, όσα κι αν γραφτούν, όσες παρουσιάσεις κι αν
κάνεις, χωρίς να αφήσεις πόλη για πόλη στην Ελλάδα και βιβλιοπωλείο για
βιβλιοπωλείο, προωθώντας το βιβλίο σου, εκείνο που τελικά βαραίνει και σε κρατά
ψηλά είναι η αποτίμησή του από τους αναγνώστες. Απόδειξη – μην το ξεχνάμε – και
τα λεγόμενα “ευπώλητα”, εκείνα δηλαδή που είναι εύκολη ανάγνωση και που κανένα
ποιoτικό βιβλίο (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων) δεν μπορεί να τα συναγωνιστεί σε
πωλήσεις. Δεν έχω προσωπικά υπόψη μου περίπτωση συγγραφέα να σπιλώνει την
υπόληψη ομοτέχνων του για να πουλήσει περισσότερο από αυτούς. Δεν το αποκλείω,
οι συγγραφείς είμαστε άνθρωποι όπως όλοι και σίγουρα δεν είμαστε όλοι καλοί
χαρακτήρες – χωρίς αυτό και πάλι να μειώνει την αξία όσων δεν είναι. Ούτε ο
Ντοστογιέφσκυ ούτε ο Φλωμπέρ ήταν άνθρωποι που θα θέλατε να κάνετε παρέα μαζί
τους, σας βεβαιώνω, παραμένουν όμως ιδιοφυείς και σημαντικότατοι.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Τι σημαίνει για εσάς "Λαός, έθνος χωρίς μνήμη";
Και τι μπορεί να φταίει, ώστε ένας ολόκληρος λαός να "χάσει" την
μνήμη του; Ποια είναι η ευθύνη ενός πνευματικού ανθρώπου του σήμερα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Λαός και έθνος χωρίς μνήμη είναι ένας λαός που δεν διαθέτει
σταθερές αρχές. Οι αρχές αποτιμούν τα ιστορικά γεγονότα, οι αρχές αποτιμούν τη
στάση και τη δράση των πολιτικών και οι αρχές δίνουν την κατευθυντήρια γραμμή
σ’ έναν λαό και σ’ έναν τόπο για να χαραζει την πορεία του. Μας λείπουν οι
αρχές αυτές, δεν τις είχαμε ποτέ, μας λείπει η πολιτική συνείδηση – και μέ την
έννοια της συνείδησης της πολιτικής και με την έννοια της συνείδησης του πολίτη
που εκτός από δικαιώματα έχει και υποχρεώσεις, απέναντι και στο κράτος και
στους συμπολίτες του. Η συμπεριφορά μας και στο δρόμο και στους χώρους όπου
συνυπάρχουμε με άλλους, είτε διασκεδάζοντας είτε κυκλοφορώντας, είναι
συμπεριφορά ανθρώπων που δεν τους ενδιαφέρει ο διπλανός τους αλλά μόνο ο
εαυτούς τους. Μια κατάσταση νηπιακή, θα μπορούσα να πω. Συγχωρούμε πολύ εύκολα
γιατί αποβλέπουμε με ιδιοτέλεια στη συγνώμη των άλλων για τις δικές μας
παραβάσεις. Είμαστε η κοινωνία του δε βαριέσει, του όσα πάνε κι όσα έρθουν.
Χωρίς ορίζοντα μέλλοντος και γι’ αυτό χωρίς προοπτική. Χωλαίνει η καλλιέργειά
μας, και μ’ αυτό εννοώ και την παιδεία και την κουλτούρα μας, μας λείπει εντελώς
το αίσθημα της ευθύνης – και η ευθύνη είναι κάτι που αφορά τους άλλους, όλους
τους άλλους γύρω μας και τη θέση μας ανάμεσά τους. Είμαστε επίσης ένας λαός
βαθύτατα συντηρητικός – παρ’ όλα όσα νομίζουμε – και η μόνη πραγματική σχέση
μας με την Αριστερά είναι η λωρίδα του δρόμου που προτιμάμε οδηγώντας. Η μόνη
ευθύνη που έχει ο πνευματικός άνθρωπος είναι να μιλά με το έργο του και το
παράδειγμά του και να θυμίζει τα πράγματα που έχουν πραγματική σημασία και
βαρύτητα. Να θυμίζει πως η ζωή είναι ωραία γιατί υπάρχουν οι άλλοι άνθρωποι
γύρω μας και πως πρέπει να αγαπάμε και να ενδιαφερόμαστε για τους άλλους.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Γράφετε πολλά χρόνια, έχετε καταθέσει ένα πλούσιο συγγραφικό
έργο κι έχετε κερδίσει επάξια μια θέση στην καρδιά των αναγνωστών σας αλλά και
την εκτίμηση των ομότεχνών σας. Ποιο ή
ποια από τα βιβλία σας ξεχωρίζετε; Έχετε κάποιο συγγραφικό «όνειρο» που θα
θέλατε να πραγματοποιήσετε;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Τα βιβλία μου μού είναι το ίδιο αγαπητά όλα. Αποτελούν κάτι
σαν φωτογραφικό λεύκωμα με τις φωτογραφίες ενός εαυτού όπως ήταν κάποτε και δεν
είναι πια. Φρόντισα γράφοντας μόνο όταν είχα κάτι άλλο να πω ή κάποιον άλλο
τρόπο να πω αυτά που λέω, να μην σπαταλήσω το συγγραφικό μου δυναμικό σε πολλές
μικρές μονάδες. Δούλεψα όσο μπορούσα καλύτερα κάθε φορά, σίγουρος από τότε πως
την επόμενη θα ήμουν πιο ικανός να πλησιάσω το ιδανικό μου. Αλλά ξέρω πως ποτέ
δεν θα φτάσω στο τέλος αυτής της προσπάθειες, γιατί ο στόχος διαρκώς
μετατοπίζεται και πάει πιο πέρα.
ΕΡΩΤΗΣΗ : Τι θα συμβουλεύατε σ’ έναν νέο συγγραφέα κοιτώντας τον στα
μάτια;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ : Να προσεγγίζει την τέχνη του με την ταπεινότητα ενός πιστού,
να τη δουλεύει με το πείσμα ενός ανικανοποίητου εραστή και να την αποτιμά με το
αυστηρό βλέμμα ενός δάσκαλου που πάντα γνωρίζει περισσότερα από τον μαθητή του.
Σας ευχαριστώ πολύ!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Σας ευχαριστώ πολύ!
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ
Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε
στην Αθήνα το 1943. Ο πατέρας και η μητέρα του είναι γνωστοί συγγραφείς της
Γενιάς του 30. Σπούδασε νομικά στη Νομική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε ως
δικηγόρος ως το 1997 με ειδίκευση το ναυτιλιακό δίκαιο.
Δημοσίευσε σχετικά αργά
το πρώτο του βιβλίο, το 1982 ("Ιστορίες με σκύλους", διηγήματα,
Κέδρος). Ως σήμερα έχουν εκδοθεί άλλος ένας τόμος με διηγήματα ("Τέσσερις
ελληνικοί φόνοι"), τέσσερα μυθιστορήματα, ένας τόμος με δοκίμια και άρθρα
και ένας τόμος με προσωπικές σκέψεις σχετικά με το βιβλίο και την ανάγνωση.
Έχει αρθρογραφήσει σε μεγάλες εφημερίδες γύρω από θέματα τόσο της τέχνης όσο
και της πολιτικής και έχει γράψει λογοτεχνική κριτική για σημαντικά λογοτεχνικά
περιοδικά. Το μυθιστόρημά του "Η μεγάλη πομπή" τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό
βραβείο μυθιστορήματος το 1986. Το μυθιστόρημά του "Σκοτεινές
επιγραφές" τιμήθηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος του περιοδικού
"Διαβάζω" 2012. Από τα βιβλία του, "Η μεγάλη πομπή" έχει
μεταφραστεί, μέχρι σήμερα, στα γαλλικά (Griot) και τα ιταλικά (Crocetti), και
το "Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια" στα γαλλικά (Gallimard), τα ιταλικά
(Crocetti) και τα γερμανικά (Berlin Verlag).
Παντρεμένος και πατέρας ενός
παιδιού, μοιράζει τον χρόνο του, από το 1996 και μετά, μεταξύ Αθήνας και του
νησιού της Πάρου, όπου συχνά αποσύρεται για να γράψει. Έχει μεταφράσει βιβλία
από τα αγγλικά και τα γερμανικά. Το 1997 ήταν η ελληνική υποψηφιότητα για το
Ευρωπαϊκό Αριστείο Λογοτεχνίας. Εκτός από τη λογοτεχνία οι ασχολίες του
περιλαμβάνουν και μια ιδιαίτερα μεγάλη συλλογή δίσκων κλασικής μουσικής, με την
οποία έχει πολύ ιδιαίτερη σχέση, αφού άλλωστε η αρχική του φιλοδοξία ήταν να
γίνει μουσικός. Η μουσική κατέχει σημαντική θέση στα λογοτεχνικά του έργα.
ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Ενώ η πόλη παρακμάζει και καταστρέφεται, ένας άντρας πασχίζει
να διασώσει κάποια ψήγματα ευτυχίας κλεισμένος στο μικρό του διαμέρισμα,
απομακρυσμένος από τους παλιούς του φίλους, χωρισμένος από τη γυναίκα του,
βιοποριζόμενος από μεταφράσεις και φιλοδοξώντας να εκδώσει κάποτε ξανά ένα
βιβλίο δικό του. Πολιορκημένος από τις απειλές της καθημερινότητας, με τα λεφτά
του να τελειώνουν και την ηλικία του να πλησιάζει τη φθορά, θέλει να
εξασφαλίσει την ύπαρξή του μικραίνοντας τον ορίζοντά της ώστε να μην εκτίθεται
σε κίνδυνο. Μετρά τις αμοιβές από τις μεταφράσεις που κάνει, υπολογίζει τα
έξοδα που αυξάνουν μέσα στην κρίση του τόπου και διατηρείται ζωντανός με το
ελάχιστο οξυγόνο που του επιτρέπει ένας κύκλος μικρών, ελάχιστων απολαύσεων και
μιας μετρημένης ζωής. Όμως η συναισθηματική
του απάθεια κινδυνεύει από μια απρόσμενη εισβολή μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Το
ξεχασμένο παρελθόν του επιστρέφει σαν απειλή και εκτροχιάζει τη ζωή του. Μια
ζωή που μοιάζει να ακολουθεί τη μοίρα της ίδιας της πόλης.
Ένα είδος βαρύτητας τραβάει τον Νότη Σεβαστόπουλο στο έδαφος
και δεν τον αφήνει να απογειωθεί προς τα εκεί που η ορμητικότητα και τα όνειρα
της ηλικίας τον στρέφουν. Το μόνο σημείο αναφοράς του, το σταθερό του καταφύγιο
είναι η μηνιαία εικονογραφημένη σειρά του ιππότη Λάνσετρις, εκεί, μέσα στα
πολύχρωμα τεύχη μόνο μοιάζει να ξεδιψάει. Ενώ οι φίλοι χάνονται ένας ένας και
οι έρωτες αποδείχνονται πρόσκαιροι και απατηλοί, το κόμικς απαλύνει κάθε
απογοήτευση. Κι όπως συμβαίνει με όλες τις απλές, καθημερινές συνήθειες, που
μοιάζουν χωρίς σημασία, πολύ αργά αντιλαμβάνεται πως μέσα από τις εικόνες της
σειράς, το πρόσωπο του ιππότη παρακολουθεί, σαν σε κόμικς, τη ζωή του Νότη
Σεβαστόπουλου. Μέσα από διαρκείς αντιστροφές των ειδώλων και από κρυμμένες
αναφορές που περιμένουν την αποκάλυψή τους, ο αναγνώστης της Μεγάλης πομπής δεν
είναι απίθανο να αισθανθεί μερικές φορές πως κάτι παρόμοιο αρχίζει να συμβαίνει
ανάμεσα στον ίδιο, καθώς διαβάζει αυτό το μυθιστόρημα, και στον Νότη
Σεβαστόπουλο, τον ήρωά του...
Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1985 και τιμήθηκε με το Β΄
Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 1986.
Βιέννη, Τεργέστη, Κέρκυρα, Γιάννινα, τέλη του 18ου αιώνα.
Ένας αυστριακός συνθέτης δραπετεύει στη θάλασσα και ξεβράζεται στην ελεύθερη
από τους Τούρκους Κέρκυρα, όπου γνωρίζει έναν έλληνα αριστοκράτη ποιητή από τη
Λευκάδα, που έχει δραπετεύσει εκεί κυνηγημένος κι αυτός από τα φαντάσματα της
δικής του ζωής. Πειρατές, ληστές στα σουλιώτικα βουνά, η χλιδή της αυλής του
Αλή Πασά στα Γιάννινα, μια ελληνίδα σκλάβα στο χαρέμι, η δραπέτευσή της με τη
βοήθεια των δυο καλλιτεχνών και η ανακάλυψη της Ελλάδας από έναν δυτικό
άνθρωπο.
Μυστήρια, εφιάλτες, ανατροπές, μάχες στα βουνά και στο τέλος
η καταβύθιση του ήρωα στην προεπαναστατική Ελλάδα. Ένας έλληνας καλόγερος
αποκοιμιέται νανουρισμένος από τους ύμνους των Δερβίσηδων. Και μια καμήλα
περιπλανιέται στα χιονισμένα βουνά της Ηπείρου.
Το μυθιστόρημα Ζαΐδα ή Η καμήλα στα χιόνια κυκλοφόρησε το
1996 και μεταφράστηκε στα γαλλικά (Gallimard), στα γερμανικά (Berlin Verlag)
και στα ιταλικά (Edizioni Crocetti). To 1997 ήταν η ελληνική υποψηφιότητα για
το Ευρωπαϊκό Αριστείο λογοτεχνίας.
Μια μυστήρια επιγραφή στο κέντρο της πόλης, βαμμένη άτσαλα
πάνω σε έναν τοίχο, τόσο ψηλά που για να γραφτεί χρειάστηκε σκάλα. Άρα μια
επιγραφή που σίγουρα κάτι θέλει να μας πει. Να μαρτυρά κάτι για την πόλη ή για
τον τόπο ή, τέλος, για τον ήρωα του βιβλίου που έτυχε να την προσέξει και
κρέμασε σ’ αυτήν την ελπίδα του να φωτίσει τα σκοτεινά μυστήρια της ζωής του;
Ένας κόσμος και μια κοινωνία σε παράκρουση, μια νεολαία οπλισμένη με σπρέι, μια
άλλη οπλισμένη με ρόπαλα, ένας Αγιορείτης και ένας Ανθυπασπιστής, ένας
ταξιδιωτικός πράκτορας, μια νοσοκόμα και ένα μοντέλο, δυο παλιοί φίλοι που
μισιούνται, μια απρόθυμη χήρα και ένας οδηγός ασθενοφόρου, συμπλέκονται και
σέρνουν τον χορό γύρω από τους εφιάλτες ενός ερασιτέχνη ζωγράφου που ψάχνει
μέσα από το νόημα της επιγραφής να ανακτήσει τη χαμένη του αγάπη.
"Ο μυθιστοριογράφος είναι κυρίως σκηνοθέτης αλλά πρέπει να
είναι και ηθοποιός. Να μπορεί να υποδυθεί χαρακτήρες και άτομα διαφορετικά από
τον εαυτό του - πώς αλλιώς μπορείς να μιλήσεις γι' άλλους ανθρώπους αν δεν τους
καταλάβεις; Και πώς μπορείς να τους καταλάβεις αν δεν τους υποδυθείς; Και πώς
θα το κάνεις αυτό αν δεν τους παρατηρείς και δεν τους προσέχεις; Η εξατομίκευση
του αφηγητή, η προβολή του υποκειμενικού, από μια άποψη απλούστεψε τη δουλειά
των μυθιστοριογράφων. Για πολλούς, όπως άλλωστε δείχνουν και τα βιβλία τους, το
μόνο αξιοπρόσεκτο πράγμα στον κόσμο είναι ο εαυτός τους. Αλλά και αυτόν ποιος
τον μαθαίνει ποτέ κρατώντας τον διαρκώς στο κέντρο της προσοχής του; Είμαστε -
όταν είμαστε - σε σχέση με κάτι άλλο. Αλλιώς δεν είμαστε. Υπάρχουμε κάπου. Ο
εαυτός μας αποκτά εαυτό όταν βλέπει και άλλους γύρω, που τους συγκρίνει και
τους αποτιμά. Τότε αποκτάμε πρόσωπο, όταν κοιτάξουμε των άλλων ανθρώπων."
Αλέξης Πανσέληνος
Μιλώντας για τα βιβλία που λάτρεψε, πρόδωσε ή φοβήθηκε, ο
Αλέξης Πανσέληνος ουσιαστικά μιλάει για πρόσωπα και πράγματα της ιστορίας, της
καθημερινότητας, της γραφής του. Στην παρούσα αυτοπροσωπογραφία διαπιστώνουμε
τι συμβαίνει όταν μια συγκινητική γλώσσα συναντάει την εκτυφλωτική μνήμη ενός
φετιχιστή αναγνώστη.
Το πρώτο βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου ήταν μια συλλογή από
τέσσερα διηγήματα, οι "Ιστορίες με σκύλους". Ύστερα από τέσσερα
μεγάλα μυθιστορήματα που ΄χουν μεσολαβήσει ως σήμερα, ο συγγραφέας επανέρχεται
με άλλη μια συλλογή διηγημάτων, τους "Τέσσερις ελληνικούς φόνους".
Τέσσερις παράξενες, σκληρές ιστορίες, που διατρέχουν το πολιτικό υπέδαφος της
νεότερης Ελλάδας ανάμεσα στα φαντάσματα του παρελθόντος και τις επιβιώσεις
τους. Ο συγγραφέας προσεγγίζει χωρίς φόρτιση τους δράστες των φόνων και
επιχειρεί να κοιτάξει την ανθρώπινη πλευρά κάποιων χαρακτήρων που συνήθως
αρκούμαστε να χαρακτηρίσουμε με στερεότυπα. Οι περισσότεροι φόνοι άλλωστε έχουν
ήδη συμβεί όταν ο αναγνώστης ανοίγει την κάθε ιστορία. Μόνο ένας φόνος
διαπράττεται επί σκηνής. Αλλά αυτό δεν αναιρεί καθόλου το ρίγος που ενδέχεται
να του προκαλέσουν.
Αθήνα, κατοχή, ένας άγγελος πέφτει στη γη. Με ψαλιδισμένα φτερά, προσκρούει στον τοίχο του χρόνου και μεταμφιέζεται σε έναν παράξενο ντετέκτιβ, τον Άγγελο Σωτηρίου. Αποστολή του, η προστασία του πιο πολύτιμου ανθρώπου που διαθέτει η χώρα, ενός σπουδαίου μουσικού της όπερας.
Μετέωρος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, θα συναντήσει, πλάσματα φτιαγμένα από τα υλικά του πόνου και της επιβίωσης: μια μοιραία γυναίκα που σαγηνεύει όλους τους άντρες της ιστορίας· μια εβραιοπούλα παντρεμένη μ' έναν μαυραγορίτη· έναν Γερμανό αρχιμουσικό αποφασισμένο ν' ανεβάσει τον "Χρυσό του Ρήνου" στη Λυρική· έναν αλλήθωρο πρώην εκτελωνιστή· μια πόρνη της Τρούμπας· μια μαυροφορεμένη γυναίκα παραδομένη στο ερωτικό αλισβερίσι. Όλοι τους έχουν δαγκώσει το μήλο της αμαρτίας. Όλοι τους μπορούν είτε να σωθούν είτε να χαθούν. Μα τι είναι οι άγγελοι για να κρίνουν τη θεία βούληση; Μήπως για να σωθεί η ψυχή ενός τόπου πρέπει να επιζήσουν και η αρετή και ο πειρασμός;
Μετέωρος μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, θα συναντήσει, πλάσματα φτιαγμένα από τα υλικά του πόνου και της επιβίωσης: μια μοιραία γυναίκα που σαγηνεύει όλους τους άντρες της ιστορίας· μια εβραιοπούλα παντρεμένη μ' έναν μαυραγορίτη· έναν Γερμανό αρχιμουσικό αποφασισμένο ν' ανεβάσει τον "Χρυσό του Ρήνου" στη Λυρική· έναν αλλήθωρο πρώην εκτελωνιστή· μια πόρνη της Τρούμπας· μια μαυροφορεμένη γυναίκα παραδομένη στο ερωτικό αλισβερίσι. Όλοι τους έχουν δαγκώσει το μήλο της αμαρτίας. Όλοι τους μπορούν είτε να σωθούν είτε να χαθούν. Μα τι είναι οι άγγελοι για να κρίνουν τη θεία βούληση; Μήπως για να σωθεί η ψυχή ενός τόπου πρέπει να επιζήσουν και η αρετή και ο πειρασμός;
Betsy Lost,
εκδόσεις Κέδρος
What happens when three young lawyers set off at night into unknown parts of town in search of a stolen motorcycle? What happens when Minas visits a gay bar together with his uncle, the general - no stranger to the place it seems - or ends up in bed with Gia? When Petros, enjoying an evening away from his wife and kids, finds himself in the company off Soulis, handsome bike thief and sometime catamite? Or when poor Stelios is strapped to a lie detector cum personality analyser at the American base?
And what
about the adventures of the pack of stray dogs roaming around the town that
same night, watching the trans-vestites, settling scores with the white cat
Gabriel, seeing their old teacher off on his way to the other world?
Alexis
Panselinos tells us all this and more in a story which is sometimes surreal,
always tender, subtle, sad and extremely funny.
Ο Κρις Καλλίτσης και η Κάτια Γεροδήμου, δύο μάλλον άσημοι χορευτές του μπαλέτου, βρίσκονται ξαφνικά μπλεγμένοι στα δίχτυα μιας πλεκτάνης που σκοπεύει ν' αναδείξει την Κάτια από το κορ-ντε-μπαλέ σε σολίστα. Η πλεκτάνη αποτυχαίνοντας ξετυλίγει ένα κουβάρι από αλυσσιδωτές αντδράσεις, που φτάνει ίσαμε τα Δεκεμβριανά κι από κει, πίσω πάλι στη δεκαετία του '50, στην εποχή της Χούντας και στη σύγχρονη Ελλάδα. Η αδυναμία των νεότερων γενιών να συνδέσουν τα σημερινά προβλήματά τους με την προϊστορία του τόπου στις δεκαετίες που πέρασαν, αποτελεί το κύριο θέμα του βιβλίου. Δύο παλιοί αριστεροί ανακαλύπτουν την άσχημη αλήθεια για τον εαυτό τους στο πρόσωπο ενός δεξιού, κοινού τους φίλου, κι εκείνος τη δική του ομορφιά στα πρόσωπα παλιών συντρόφων της νεότητάς του. Οι δύο χορευτές συμβιβάζονται με την πραγματικότητα, ενώ ένα νέο αστέρι γεννιέται στο χώρο του ελληνικού θεάτρου. Κέρδη και ζημίες από την όλη ιστορία μένει να εκτιμηθούν στο τέλος του βιβλίου, καθώς ο αναγνώστης μια μουσκεύει στο βυθό της θάλασσας και μια στεγνώνει κάτω από τις ακτίνες του αττικού ήλιου.
Παράλληλα με τα πεζογραφικά του έργα ο Αλέξης Πανσέληνος ασχολήθηκε κατά διαστήματα με τη λογοτεχνία, την ιδεολογία και την πολιτική διάσταση του φαινομένου της Τέχνης. Στον τόμο αυτό συγκεντρώθηκε μια επιλογή άρθρων και δοκιμίων από το 1975 έως το 1992, που έχουν δημοσιευτεί σε γνωστά λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας. Από αυτά, δύο εκτενή κείμενα (ένα αφιερωμένο στον ποιητή Μάνο Ελευθερίου και ένα γύρω από τον πεζογράφο Αλέξανδρο Κοτζιά) είναι ανέκδοτα.
Ο προβληματισμός του συγγραφέα γύρω από την τέχνη του, αλλά και γύρω από το συνολικό φαινόμενο της Τέχνης, μας παρουσιάζει ένα μέρος από αυτό που πολλοί ονομάζουν "εργαστήρι του καλλιτέχνη", καθώς αποκαλύπτει τις ιδέες που διατρέχουν την πρωτότυπη δημιουργική του εργασία και τη γνώμη του για πρόσωπα και πράγματα στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής διανόησης. Οι αναγνώστες των βιβλίων του θα έχουν με τον τόμο αυτό την ευκαιρία μιας πιο προσωπικής προσέγγισης του συγγραφέα. Και όσοι βρήκαν τα βιβλία του γοητευτικά ή ενδιαφέροντα, θα διαπιστώσουν μια συνέπεια ανάμεσα στις ιδέες και στην ατμόσφαιρα των λογοτεχνικών του σελίδων, όπως και ανάμεσα στην οργάνωση των ιστοριών του και στη φύση της ιδεολογίας που διατρέχει τα δοκιμιακά αυτά κείμενα, και τη σκέψη του γενικότερα.
Ο προβληματισμός του συγγραφέα γύρω από την τέχνη του, αλλά και γύρω από το συνολικό φαινόμενο της Τέχνης, μας παρουσιάζει ένα μέρος από αυτό που πολλοί ονομάζουν "εργαστήρι του καλλιτέχνη", καθώς αποκαλύπτει τις ιδέες που διατρέχουν την πρωτότυπη δημιουργική του εργασία και τη γνώμη του για πρόσωπα και πράγματα στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής διανόησης. Οι αναγνώστες των βιβλίων του θα έχουν με τον τόμο αυτό την ευκαιρία μιας πιο προσωπικής προσέγγισης του συγγραφέα. Και όσοι βρήκαν τα βιβλία του γοητευτικά ή ενδιαφέροντα, θα διαπιστώσουν μια συνέπεια ανάμεσα στις ιδέες και στην ατμόσφαιρα των λογοτεχνικών του σελίδων, όπως και ανάμεσα στην οργάνωση των ιστοριών του και στη φύση της ιδεολογίας που διατρέχει τα δοκιμιακά αυτά κείμενα, και τη σκέψη του γενικότερα.
Ιστορίες με
σκύλους, εκδόσεις Κέδρος
Ο
Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943. Η συλλογή αυτή περιέχει τέσσερα
διηγήματα του με κοινό τους παρανομαστή
την ανθρώπινη περιπέτεια, τον έρωτα, τη μοναξιά, το τέλος της νεότητας.
Το
ύφος των διηγημάτων κρύβει κάτω από ένα συχνά ιερόσυλο χιούμορ, μια βαθύτερη
ποιητική διάθεση και η παραδοσιακή γραφή τους συνδυάζει το ρεαλισμό με το
φανταστικό κλίμα του κόσμου των ονείρων.
Οι
τίτλοι των διηγημάτων είναι: Η συμφιλίωση, Το παραμύθιασμα, Η εξαφάνιση της
Μπέτσυς και Καλοκαιρινός Κινιματογράφος. Το πρώτο απ’ αυτά έχει δημοσιευτεί
κάτω από τον τίτλο, το 1975, στο περιοδικό «Τομές».
Γιούλη Τσακάλου
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Διάβασα με εξαιρετικό ενδιαφέρον τις απαντήσεις του κ. Πανσέληνου στις ωραίες ερωτήσεις που του τέθηκαν. Τον αγαπώ σαν συγγραφέα, δεν τον γνωρίζω σαν άνθρωπο, γενικά δεν με ενδιαφέρει να γνωρίζω την 'ανθρώπινη πλευρά' των συγγραφέων που εκτιμώ, μου αρκεί να τους διαβάζω.
ΑπάντησηΔιαγραφήΜεστότητα, αυτή τη λέξη θα χρησιμοποιήσω. Και μια υποδόρια ανθρωπιά που δεν κραυγάζει 'είμαι καλός'.
Σας ευχαριστούμε.
Μία αληθινά ενδιαφέρουσα συνέντευξη από έναν συγγραφέα που εκτιμώ και ξεχωρίζω ανάμεσα στους σύγχρονους λογοτέχνες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΟτι καινα πω λιγο ειναι.Ο ιδιος θα επρεπε να στοχαζεται κ την πραγματικοτητα κ την θεση του σ αυτη
ΑπάντησηΔιαγραφή