ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΜΕ ΚΑΘΗΛΩΣΑΝ ΤΟ "2018"
Έψαχνα πάντα τις λέξεις.
Πρώτα εκείνες που θα πείθανε... Τους άλλους.
Μετά όσες θα μπορούνε να παρηγορήσουνε...
Εμένα.
Πάντα λέξεις έψαχνα.
Λέξεις που μου κρυβόντουσαν...
Κι άφηνα τον καιρό να αποφασίζει...
Και τώρα κι εγώ πεθαίνω...
Η Κασσάνδρα εγώ είμαι.
Η Κασσάνδρα... Μετά.
Μετά από μια πτώση. Και ακόμα πιο πολύ
μετά... Ίσως ως το σήμερα.
Η
καταστροφή μιας ομαδικής παράκρουσης και το αδιέξοδο ενός ατομικού
πάθους μέσα από την αφήγηση μιας γυναίκας που τα χνάρια της από το τότε
φτάνουν ως τις μέρες μας.
Το μυθιστόρημα ανασκαλεύει τους μύθους,
αναζητά στιγμές από αρχαίες τραγωδίες και με μια απροσδόκητη αυθαιρεσία
δημιουργεί το πορτρέτο ενός ατόμου που επιλέγει τη μοίρα του, την ώρα
που ένας ολάκερος κόσμος χάνεται και στη θέση του γεννιέται ένας νέος.
Ένας
ιδιότυπος πολιτικός προβληματισμός του χτες, έτσι όπως αντανακλάται στο
σήμερα - ιδιότυπα πάντα. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του
βιβλίου)
Νεανικοί έρωτες, ποδόσφαιρο στις αλάνες, τσιγάρα στα κρυφά, φάρσες σε
καθηγητές και συμμαθητές, πολιτικές ανησυχίες, σχέδια και όνειρα για το
μέλλον είναι οι καθημερινές έγνοιες μιας παρέας εφήβων που μεγαλώνουν
εσώκλειστοι σ' ένα εκκλησιαστικό οικοτροφείο του Βόλου της δεκαετίας του
'70.
Σε μια πόλη που καθρεφτίζεται στα νερά του παρελθόντος, σε μια
χώρα που προσπαθεί σιγά σιγά να συνέλθει από τα σκοτάδια της
δικτατορίας, ο κάθε άλλο παρά μεγαλόσωμος Αχιλλάκος, ο ψαρομούρης
Μπράσκας, ο σωσίας του τραγουδιστή των Rolling Stones Μικ και ο
αριστεροπόδαρος Ζερβής είναι έτοιμοι να ανοίξουν φτερά για τα ωραία
χρόνια που έπονται, ώσπου ένα τραγικό περιστατικό έρχεται να σημαδέψει
τη ζωή τους.
Χρόνια αργότερα, οι ήρωες εξακολουθούν να βασανίζονται
από αγωνιώδη ερωτήματα σχετικά μ' αυτό: Τι πραγματικά συνέβη. Έγιναν όλα
έτσι όπως τα θυμούνται ή μήπως η μνήμη του καθενός άλλα γεγονότα τα
εξωράισε και άλλα τα αλλοίωσε προς το χειρότερο; Μπορούμε να
εμπιστευτούμε αποκλειστικά και μόνο τη δική μας μνήμη ή χρειαζόμαστε και
τις μνήμες των φίλων μας για να μάθουμε την αλήθεια, ακόμα κι αν αυτή
πονάει; (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Κουμπί, κούτελο, τάφος, Βράχος ασκήσεις για δυνατούς λύτες. Ήταν όντως
αινίγματα ή ο άγριος θάνατος την είχε κλονίσει τόσο που έχανε το νόημα
του τετέλεσται και το μέτρο των τετελεσμένων;
Άγγιξε το άσπρο
πουκάμισο του Στέλιου, άπλυτο από το καλοκαίρι. Μύρισε λαίμαργα τις
κιτρινίλες του ιδρώτα του στις μασχάλες, φίλησε τον γιακά σαν να φιλούσε
τον λαιμό του. Εσένα, δεν έχω σκοπό να σε μπουγαδιάσω, ψιθύρισε κι
αμέσως μετά κόλλησε στον καθρέφτη. Λαχταρούσε να βρει κατάφατσα εκεί το
πρόσωπο του άντρα της, να δει τα ματόκλαδά του να παίζουν, τις φλέβες
του λαιμού να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν ολοζώντανες. Θα ακουμπούσε
τα δάχτυλά της στο κεφάλι του, θα μετρούσε σωστά το πλάτος του μετώπου,
την απόσταση από τα φρύδια ως τις ρίζες των μαλλιών του. Περίμενε,
περίμενε, στο τζάμι υπήρχε μόνο το σπασμένο μούτρο της και το θολωμένο
βλέμμα της.
Αυτή, η Πηγή Βογιατζή, αυτή που διάβαζε τα μάτια των
άλλων, καρφώθηκε εκεί για είκοσι λεπτά και δεν μπορούσε να διαβάσει τα
δικά της.
Ένιωσε το στήθος και το κεφάλι της να καίνε την ίδια στιγμή
που τα πόδια της είχαν ολότελα ξυλιάσει, άλλος άνθρωπος από τη μέση και
πάνω, άλλος από τη μέση και κάτω.
Έκλεισε τα μάτια και ψιθύρισε πέντε λέξεις κοφτά.
Δεν ξέρω πού να είμαι. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Δύο κορίτσια –φίλες επιστήθιες, σχεδόν αδελφές– µεγαλώνουν στην
ελληνική ύπαιθρο, σε περιβάλλον ασφυκτικό, που τις εκπαιδεύει στο
κυρίαρχο µοντέλο ηθικής, εµφυσώντας τους το φόβο και την ενοχή. Η
Αρίστη, φύσει ανήσυχη, ανακαλύπτει τις πηγές του φόβου µέσα από την
έρευνα και τη µάθηση. Αναζητεί αλήθειες γύρω από τη θέση της σε µια
ανδροκρατούµενη κοινωνία, την ελευθερία της σκέψης, την πολιτική και τον
έρωτα. Η Διαλεχτή µένει στα «αβαθή» και «σίγουρα» νερά· αθάρρευτη και
αδρανής, κάνει κάθε φορά µικρά και δειλά βήµατα στη ζωή. Η σχέση των δύο
κοριτσιών δοκιµάζεται όταν ανάµεσά τους µπαίνει ο Διονύσης Αρχοντής,
άντρας ορµητικός, το αρχέτυπο του Βάκχου. Έκτοτε, οι δύο φίλες
πορεύονται µε δύο εαυτούς: τον φανερό και τον κρυφό.
Οι ζωές τους περνούν από συµπληγάδες, από την εποχή του Εθνικού
Διχασµού µέχρι την αρχή του Εµφυλίου, καθώς τα γεγονότα συγκλονίζουν την
Ελλάδα, που πασχίζει να βγει από τις παλιές φεουδαρχικές της δοµές και
να αστικοποιηθεί. Ένα βιβλίο για την αναζήτηση της ελευθερίας, για το
φόβο και την υποταγή, για τα όνειρα και τις αυταπάτες
Η Έστερ Κλάιν γεννιέται στο Βερολίνο στις 29 Φεβρουάριου 1920.
Μικροκαμωμένη, εύθραυστη, παράξενη όπως και η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Μέσα της όμως κρύβει τεράστια αποθέματα δύναμης. Από νωρίς θα γνωρίσει
τη σκληρότητα αλλά και τη στοργή. Η ζωή της διατρέχει τον 20ό αιώνα
κάνοντας έναν τέλειο κύκλο: Βερολίνο - Μπούχενβαλντ - Νέα Υόρκη -
Βερολίνο. Γνωρίζει την αθλιότητα των ναζιστικών στρατοπέδων χάνοντας ό,
τι αγαπούσε περισσότερο, θα κινδυνεύσει να χάσει μέχρι και την ίδια την
ανθρώπινη υπόστασή της αλλά θα βγει ζωντανή. Αυτός που θα τη σώσει δεν
είναι άνθρωπος αλλά ένας σκύλος. Ένας σκύλος που κρύβει ένα μεγάλο
μυστικό. Η Έστερ ξαναστήνει τη ζωή της αφιερώνοντάς την στην προστασία
των ζώων. Επιτέλους νιώθει ασφαλής.
Μέχρι που οι άνθρωποι θα ξαναχτυπήσουν, θα απαντήσει στο μίσος και στην προκατάληψη με αγάπη.
Από
το στρατόπεδο συγκέντρωσης, στην Αμερική του Μακ Κάρθυ και πίσω στο
Βερολίνο του Ψυχρού Πολέμου, όπου θα γίνει μάρτυρας της ανέγερσης του
Τείχους αλλά και της πτώσης του. Χαράζει τη ζωή της θυμίζοντάς μας τι
σημαίνει να είσαι άνθρωπος. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του
βιβλίου)
«Μόια μάικα... Μάνα μου...»
Της σκούπισε το ιδρωμένο μέτωπο η Αρετή, άνοιξε η μικρή τα βλέφαρά της και την κοίταζε με μάτια μουσκεμένα.
«Τη μάνα σου έβλεπες, Βάσιλκα; Τη φώναζες στον ύπνο σου...»
«Τη
μάνα μου δεν τη θυμάμαι, δεν τη γνώρισα ποτέ, πώς να τη δω;» της
αποκρίθηκε σιγαλόφωνα, ανάκατα, μισά ελληνικά, μισά βουλγαρικά. «Εσένα
έβλεπα...» συνέχισε με χειλάκια τρεμάμενα. «Εσένα έβλεπα,
κυρα-δασκάλα...»
Στη χαραυγή του εικοστού αιώνα, αδυσώπητος
μαίνεται ο αγώνας στη σκλάβα Μακεδονία. Η γη ματώνει, ο ελληνισμός
ψυχορραγεί. Τούρκοι, Βούλγαροι, κομιτάτα, πυρπολήσεις, εκτελέσεις,
αμέτρητες θυσίες.
Γυναίκες της μικρής πατρίδας.
Δασκάλες,
νοσοκόμες. Σαν την Αρετή, σαν τη Φωτεινή! Κι άγουρα βλαστάρια, με βάσανο
μεγαλωμένα, με κίνδυνο αναστημένα. Σαν τη μικρούλα Βάσιλκα, που μάνα δε
γνώρισε ποτέ, μια χούφτα μόνο τα χρόνια της, γιομάτα πείνα και
κατατρεγμό, επτά χρόνων παιδί και την έχουν σαρώσει τα δεινοπαθήματα του
κόσμου όλου. Σαν τον Μήλιο και την Ανθή, κλωνιά απογυμνωμένα καταμεσής
ενός άγριου πολέμου, με σπίτι πυρπολημένο και γονιούς χαμένους στις
επιθέσεις των κομιτατζήδων.
Λιανοκέρια της μικρής πατρίδας.
Φύλλα σκόρπια στο άγιο χώμα της. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
«Αν κάτι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια, που αξιώθηκα να ζήσω, είναι πως η
ελευθερία και η αγάπη πορεύονται αξεχώριστες. Γέννες της ίδιας σποράς,
καρποί των αδείλιαστων ψυχών. Δεν αρκεί να επιθυμείς, δεν αρκεί να
περιμένεις. Πρέπει να τολμήσεις, ν' αγωνιστείς για όσα αξίζουν στη ζωή.
Για να έχει νόημα. Για να μην ξοδευτεί άδικα. Εγώ ανήκω σε μια τέτοια
γενιά. Στη γενιά που δε φοβήθηκε τη θυσία...»
Γυναίκες της μικρής πατρίδας...
Ελληνίδες. Μακεδόνισσες.
Στη
χαραυγή του εικοστού αιώνα, άγριος κι αδυσώπητος ξεσπάει ο αγώνας στη
σκλάβα Μακεδονία. Η γη ματώνει, ο ελληνισμός ψυχορραγεί. Τούρκοι,
Βούλγαροι, κομιτάτα, τσέτες, πυρπολήσεις, εκτελέσεις, αμέτρητες θυσίες.
Γυναίκες της μικρής πατρίδας...
Σαν την Αρετή. Σαν τη Φωτεινή.
Ζυμώθηκαν
με τον κίνδυνο, πάλεψαν για το γένος, την πίστη, τη "λευτεριά. Θέριεψαν
οι ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για τους φίλους που έπεσαν, τα
μαρτύρια που άντεξαν, τα μυστικά που βάσταξαν. Για το λατρεμένο παιδί
που έχασε τόσο άδικα η μία. Για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και
σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη.
Μπορεί να τις κυνήγησαν, μπορεί να τις βασάνισαν.
Δεν τις δάμασαν όμως ποτέ.
Αυτές.
Τις γυναίκες της μικρής πατρίδας μας... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
Η Ετσούκο, μια μεσήλικη Γιαπωνέζα που ζει στην Αγγλία, προσπαθεί να συμφιλιωθεί με την πρόσφατη αυτοκτονία της κόρης της.
Καταφεύγοντας
στο παρελθόν, ξαναζεί με ιδιαίτερη ένταση μια ζεστή καλοκαιρινή νύχτα
στο Ναγκασάκι, όταν εκείνη και οι φίλες της αγωνίζονταν να συνεχίσουν τη
ζωή τους μετά τον πόλεμο. Αλλά καθώς θυμάται την παράξενη φιλία της με
τη Σατσίκο, μια πλούσια γυναίκα που έμεινε άστεγη, οι αναμνήσεις της
παίρνουν μια δυσάρεστη τροπή... (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του
βιβλίου)
Η "Αχνή θέα των λόφων" είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Καζούο
Ισιγκούρο. Ένα «μακάβριο και αλάνθαστα δουλεμένο αίνιγμα» (Sunday
Times) που «ισορροπεί απόλυτα ανάμεσα στην ελεγεία και την ειρωνεία»
(New York Times Book Review).
ΓΙΟΥΛΗ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ