Αποπνέει ένα βαθύτερο νόημα ενταγμένο σε σημαντικά και ουσιώδη διδακτικά μηνύματα, μηνύματα που μόνο μία υγιής και πλημμυρισμένη αισθήματα καρδιά, έχει τη δύναμη να θυμάται πάντα και τα πάντα.Ένα βιβλίο γεμάτο ένταση, πάθος και ανατροπές!!! Συγχαρητήρια στην κυρία Νοταρά για το πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα που σε κάνει να μην μπορείς να σταματήσεις από τις ραγδαίες εξελίξεις , νομίζοντας ότι ο ίδιος ο αναγνώστης είναι ο ήρωας!!!
Ένα
χιλιόμετρο χωματόδρομος ήταν το σχολείο από το σπίτι.
Ο Μιχάλης κρατούσε το
χέρι της Άννας ανταλλάσσοντας αστεία με τον Στάθη. Λίγο πριν φτάσουν, κανόνισαν
την ώρα για το απογευματινό τους παιχνίδι. «Μέχρι να αρχίσουν τα μαθήματα»,
δήλωσε ο Στάθης, που ήταν επιμελής, όμως ο Μιχάλης, σαν να μην τον άκουσε,
συνέχιζε τα σχέδια. Και όλα αυτά μέχρι να περάσουν στο μικρό, θλιβερό και
γεμάτο μπλε παιδικές φιγούρες προαύλιο.
Οι φωνές
των παιδιών που έτρεχαν σαν αφηνιασμένα ξάφνιασαν τον ως τότε απομονωμένο κόσμο
της Άννας. Ο Μιχάλης ετοιμάστηκε να παρατήσει την αδελφή του, όμως εκείνη
πρόλαβε να γαντζώσει το χέρι της στο δικό του.
«Πού μ’
αφήνεις; Η μαμά είπε να με προσέχεις. Δεν ξέρω πού να πάω…»
«Εκεί
είναι τα πρωτάκια, εκεί να περιμένεις», απάντησε ο Μιχάλης νευριασμένος,
τραβώντας αποπάνω του το χέρι της απότομα. Ύστερα την άφησε και χάθηκε ανάμεσα
στα παιδιά.
Η Άννα,
πιο σαστισμένη από ποτέ και με βήματα δειλά, πλησίασε εκεί που της είχε
υποδείξει ο Μιχάλης. Επέλεξε να σταθεί απομακρυσμένη από τα άλλα παιδιά, που
φυσικά συνοδεύονταν από τις μητέρες τους. Σε λίγα λεπτά ένιωσε πάνω της
βλέμματα. Βλέμματα πολλά! Αποφάσισε να εστιάσει στο κενό, όμως η φωνή κάποιας
μητέρας προκάλεσε ένα δυνατό σφίξιμο στο στομάχι της.
«Καλέ, τι τάξη πας εσύ; Μόνη σου έχεις έρθει;
Πού είναι η μαμά σου;»
Η Άννα
καμώθηκε πως δεν άκουσε.
«Ε, σε
σένα μιλάω. Την ψηλή. Δεν ακούς;»
«Πρώτη θα
πάω». Ίσα που ακούστηκε.
«Πρώτη και
είσαι τόσο ψηλή; Πόσα χρόνια έχεις μείνει στην ίδια τάξη;»
«Μεινού θα
είναι», συμπλήρωσε μια άλλη μητέρα.
Η Άννα δεν
απάντησε. Τι άλλωστε; Μήπως ήξερε τι σήμαινε «μεινού»; Θα περνούσε καιρός και
τα σαράντα κύματα στο σχολείο μέχρι να μάθει ότι όσα παιδιά δεν προό-δευαν
έμεναν στην ίδια τάξη και τότε τα βάφτιζαν μεινάδες.
Χτύπησε το
κουδούνι. Τα παιδιά έτρεχαν φωνάζοντας. Ένα τσούρμο παρέσυρε την Άννα, που
βρέθηκε πεσμένη στο τσιμέντο της αυλής. Μάζεψε όσο κουράγιο της είχε απομείνει
και ακολούθησε τα υπόλοιπα παιδιά, προσέχοντας να σταθεί εκεί που έπρεπε. Μετά
τον αγιασμό πέρασαν στην αίθουσα.
Η Άννα
παρέμεινε σε μια γωνιά απομακρυσμένη, παρατηρώντας τα φθαρμένα πράσινα θρανία.
Κάποτε εμφανίστηκε η δασκάλα τους, η παρουσία της οποίας σταμάτησε τις φλυαρίες
και τις σκανταλιές. Πρώτη της δουλειά ήταν να διατάξει, με τη διαπεραστικά
τσιριχτή φωνή της, τις μητέρες που είχαν εισέλθει στην αίθουσα να αποχωρήσουν.
Μόλις έκλεισε η πόρτα, η δασκάλα βάλθηκε να τοποθετήσει τα παιδιά στις θέσεις
τους έχοντας ως κριτήριο το ύψος του κάθε μαθητή. Η Άννα χαρακτηρίστηκε ψηλή και βρέθηκε στο τελευταίο
θρανίο.
«Είμαι η
δεσποινίς Καίτη. Δεσποινίς, όχι κυρία. Καταλάβατε;» φώναξε η δασκάλα όταν πια
είχε πάρει τη θέση της στη σκονισμένη έδρα.
Δεν ήξερε
για τα άλλα παιδιά, πάντως η Άννα δεν είχε καταλάβει και ούτε την ενδιέφερε.
Εκείνη την απασχολούσε το στομάχι
της. Κόμπος είχε γίνει! Ήταν και η φασαρία που επικρατούσε στην τάξη, η οποία
την εμπόδιζε να ακούσει όποτε η δεσποινίς Καίτη μιλούσε… Κι αυτό συνεχίστηκε
όλες τις επόμενες μέρες, με αποτέλεσμα η Άννα να πασχίζει να εξηγήσει τον λόγο
για τον οποίο βρισκόταν σ’ αυτό το κομφούζιο που οι μεγάλοι ονόμαζαν σχολείο.
Μοναδική
ανακούφιση στο συγχυσμένο μυαλό της Άννας ήταν το διάλειμμα. Η αίθουσα άδειαζε,
ευτυχώς, κι εκείνη παρέμενε μόνη, απελευθερωμένη έστω για λίγο από τις αγωνίες
της. Μέχρι να χτυπήσει το κουδούνι όμως. Επειδή γι’ αυτή ο χτύπος του
κουδουνιού δεν προμήνυε μόνο τη λήξη του διαλείμματος, αλλά και την έναρξη ενός
απροσδιόριστου φόβου μέσα της. Στο άκουσμα λοιπόν του κουδουνιού, η Άννα
έσπευδε να καθίσει στο θρανίο της παρατηρώντας έκπληκτη τα παιδιά να
σπρώχνονται και να βρίζονται. Μα πιο πολύ την τρόμαζε όταν πιάνονταν στα χέρια.
Φοβόταν πως κάποιο παιδί θα χτυπούσε σοβαρά και παρακαλούσε να φανεί γρήγορα ο
όγκος της δασκάλας στην αίθουσα για να τα χωρίσει. Η δεσποινίς Καίτη ήταν μια
γυναίκα κοντή και παχουλή.
Τα μαλλιά
της ήταν αραιά, σγουρά και κατάξανθα. Τα σχεδόν ανύπαρκτα χείλη της φρόντιζε να
τα τονίζει μ’ ένα κατακόκκινο κραγιόν. Τα αφράτα λευκά της μάγουλα έμοιαζαν
στην Άννα με πασχαλινά αβγά έτσι όπως τα φόρτωνε με το ανάλογο καλλυντικό.
Τη δεύτερη
εβδομάδα, τα παιδιά πήραν τα βιβλία τους, καθώς και έναν κατάλογο με τα
τετράδια που έπρεπε να αγοράσουν. Από τότε η σάκα της Άννας βάρυνε, κι έτσι για
έναν ολόκληρο μήνα κουβαλούσε αυτό το βάρος από το σχολείο στο σπίτι κι από το
σπίτι στο σχολείο. Η ύπαρξη των βιβλίων στη σάκα και άρα στη ζωή της
πολλαπλασίασε τις απορίες στο μυαλό της και οι απορίες άρχισαν μέρα με τη μέρα
να εξελίσσονται σε αγωνίες. Τι ήταν τελικά το σχολείο; Τι έπρεπε να περιμένει
πηγαίνοντας καθημερινά εκεί; Και μέχρι πότε τέλος πάντων θα σήκωνε όλο αυτό το
βάρος της σάκας χωρίς να της λέει κανείς τι θα έκανε με το περιεχόμενό της;
Και κάπως
έτσι θλιβερά κυλούσαν οι μέρες της στο σχολείο, δίχως μάλιστα να έχει
κατορθώσει να ανταλλάξει έστω μια λέξη με άλλο παιδί. Ούτε καν με τη διπλανή
της στο θρανίο. Πολύ θα ήθελε η Άννα να ρωτήσει το όνομά της, όμως ντρεπόταν,
ενώ παράλληλα ζήλευε την άνεση που είχαν τα άλλα παιδιά να συνομιλούν και να
παίζουν μεταξύ τους. Και σαν να ήταν λίγα όλα αυτά, ένα πρωί της επέβαλε η
δεσποινίς Καίτη να βγαίνει έξω στα διαλείμματα.
«Μην έρθω
άλλη φορά στην ώρα του διαλείμματος και σε δω μέσα… Κατάλαβες;»
Κοκκίνισε
η Άννα, κι αν είχε θάρρος, θα εξέφραζε το παράπονό της στη δασκάλα. Εκεί, στο
τελευταίο θρανίο, θα της έλεγε, δεν άκουγε τίποτα. Άρα κάποιος δεν έπρεπε να
της εξηγήσει τον λόγο που βρισκόταν τόσες ώρες μες στην τάξη; Μιλιά δεν έβγαλε
ωστόσο. Μόνο έσυρε τα πόδια της απογοητευμένη, ντροπιασμένη και βγήκε με
κατεβασμένο κεφάλι στην αυλή.
Το
μεσημέρι, γυρνώντας από το σχολείο και πριν προλάβει να βγάλει την ποδιά της, η
φωνή της μητέρας της την ξάφνιασε για πρώτη φορά ευχάριστα.
«Δεν μου
λες, Άννα, τι γίνεται με σένα στο σχολείο; Δεν έχεις τίποτα να γράψεις, να
διαβάσεις; Πας έρχεσαι, βιβλίο δεν ανοίγεις. Αλλά τι λέω; Του προκομμένου του
αδελφού σου έμοιασες…» Επιτέλους! σκέφτηκε εκείνη ικανοποιημένη, σήμερα θα
λύνονταν όλες οι απορίες της. Μα πριν καν ολοκληρώσει τη σκέψη της, η μητέρα
της εξαφανίστηκε στην κουζίνα. Η Άννα την ακολούθησε ελπίζοντας ακόμη. Τη βρήκε
να κοιτάζει το πορτοφόλι της, στο οποίο, για δική της κακή τύχη, δεν βρήκε
τίποτα μέσα.
«Τρέχα στη θεια σου. Τέλειωσαν τα λεφτά που
μου άφησε ο προκομμένος ο πατέρας σου το πρωί και δεν έχουμε ψωμί. Πες της να
σου δώσει κι άντε μετά στον φούρνο να φέρεις. Θα της τα δώσω το απόγευμα».
Και με το
σχολείο τι θα γίνει; ήθελε να της πει η Άννα, αλλά ήταν αργά. Ή τουλάχιστον
αργά για εκείνη τη μέρα, μια και την επομένη έμελλε να μάθει με τον χειρότερο
τρόπο τι γινόταν στο σχολείο.
Μόλις
είχαν καθίσει τα
παιδιά στα θρανία
τους, όταν η Άννα είδε έκπληκτη τον όγκο της δασκάλας
δίπλα της. Μύρισε ακόμη και το έντονο άρωμά της. Απαίσιο! πρόλαβε να σκεφτεί
πριν η φωνή της δεσποινίδας Καίτης φτάσει απειλητική στα αφτιά της.
«Πού είναι
το βιβλίο και τα τετράδιά σου, παιδί μου; Ακόμη δεν έχεις ανοίξει τη σάκα σου;
Άνοιξέ την αμέσως».
Η Άννα δεν
σάλεψε. Και πώς να σαλέψει δηλαδή που είχε κυριολεκτικά παραλύσει; Αν γινόταν
να ανοίξει η γη να την καταπιεί… Δεν γινόταν, και η ξαφνική ησυχία που είχε
πέσει στην τάξη καθώς και τα καρφωμένα πάνω
της βλέμματα των συμμαθητών της
επιδείνωναν την ταραχή της. Μάλιστα κάποια παιδιά από τα πρώτα θρανία είχαν
σηκωθεί μην τους ξεφύγει κανένα στιγμιότυπο από το θέαμα που ολοφάνερα θα
εξελισσόταν οσονούπω.
Η δασκάλα,
χάνοντας εντελώς την υπομονή της, άπλωσε τα αφράτα κατάλευκα χέρια της, ενώ η
Άννα μηχανικά παρακολουθούσε τα κατακόκκινα βερνικωμένα νύχια της να προσπαθούν
να ανοίξουν με νευρικές κινήσεις τη σάκα της. Κάποτε την άνοιξε και έβγαλε από
μέσα ένα βιβλίο. Είχε δυο παιδάκια το εξώφυλλο. Το άνοιξε και το τοποθέτησε
μπροστά στα έκπληκτα μάτια της Άννας.
«Διάβασε
το μάθημα που έχουμε σήμερα. Άντε, αρκετά με καθυστέρησες, τέλειωνε…»
Το μάθημα που έχουμε σήμερα; Λες και ήξερε
ποιο είχαν χτες…
Όμως η
δεσποινίς Καίτη είχε χάσει πλέον κάθε ίχνος ανοχής. Μόλις είχε καταλάβει ότι
είχε να κάνει μ’ ένα ακόμη τούβλο στην τάξη. Έτσι, χρησιμοποιώντας την επί τόσα
χρόνια εκπαιδευτική «πείρα» της, της έσκασε έναν μπάτσο. Η Άννα ούτε το
περίμενε ούτε της είχε ξανασυμβεί στη σύντομη ζωή της. Μπορεί η μάνα της να
ήταν φωνακλού, όμως ουδέποτε χειροδικούσε – κι άλλωστε, έτσι αόρατα που ζούσε,
δεν έδινε δικαίωμα.
Ο ήχος του
μπάτσου έφτασε μεγαλοποιημένος στα αφτιά της, ήταν και τα τόσα ζευγάρια μάτια
των συμμαθητών της που την παρακολουθούσαν… Ξέσπασε σε κλάματα. Κλάματα βουβά,
ενώ κάτι κόκκινα εξανθήματα εμφανίστηκαν στα χέρια της. Οι κοκκινίλες πήραν
γρήγορα τον κατήφορο προς τα πόδια, και προφανώς το σύμπτωμα θα είχε εξαπλωθεί
και στο πρόσωπο. Όμως το στρες του παιδιού είχε και συνέχεια: στα επόμενα λεπτά
κατακόκκινες σταγόνες αίματος λέρωναν το θρανίο της.
Τελευταία
της συνέβαινε συχνά να ανοίγει η μύτη της, κυρίως μετά τους σφοδρούς καβγάδες
των γονιών της. Ο παιδίατρος είχε πει στη μητέρα της ότι
ήταν από άγχος, όπως επίσης η ανορεξία και οι συχνοί εμετοί. «Αν δεν γίνεται να
σταματήσετε τους καβγάδες σας, τότε πάψτε να τσακώνεστε μπροστά στα παιδιά
σας». Τα λόγια του γιατρού εκείνη τη μέρα είχαν γεμίσει με ελπίδες την ψυχή της
Άννας. Ίσως έπαιρναν τέλος τα μαρτύριά της, ήλπιζε μέσα στο λεωφορείο στον
δρόμο της επιστροφής.
Η δασκάλα
στο μεταξύ είχε μείνει κυριολεκτικά άφωνη βλέποντας τη μύτη της Άννας να
αιμορραγεί και τα εξανθήματα να πληθαίνουν. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει,
έσπευσε να ζητήσει από τα υπόλοιπα παιδιά να περάσουν έξω. Έπειτα φώναξε τον διευθυντή.
Οι δυο τους κατάφεραν να σταματήσουν την
αιμορραγία και είπαν στο παιδί να επιστρέψει στο σπίτι του. Όμως αύριο, τόνισε
η δασκάλα, έπρεπε να έρθει με τη μητέρα της.
Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
ΓΙΟΥΛΗ ΤΣΑΚΑΛΟΥ