Αγνώστου Πατρός - Νουβέλα
Επειδή
κοντεύω σαράντα. Τι κοντεύω, τ’ άγγιξα σχεδόν, σε λίγες βδομάδες έχω γενέθλια.
Βλέπω την ταχεία της ζωής να περνά μπροστά μου και μόλις που προλαβαίνω ν’
αρπαχτώ από τα τελευταία βαγόνια. Σ’ ένα από αυτά, το αθώο μουτράκι ενός μωρού
μου χαμογελάει στο παράθυρο. Ένα μωρό, το δικό μου μωρό, αυτό που θα βγει από
τα σπλάχνα μου και θα με συμφιλιώσει με το πεπερασμένο, τη ματαιότητα της
ύπαρξης. Το θέλω αυτό το μωρό, το θέλω όσο τίποτα στον κόσμο. Και θα το έχω, ο
κόσμος να χαλάσει θα το έχω.
Πολύ καιρό τώρα κάνω την έρευνα. Τράπεζες
σπέρματος υπάρχουν παντού, Ευρώπη, Αμερική, κάποιες κι εδώ… Προτιμώ την
Αμερική, είναι επαρκώς μακριά. Φαντάσου λέει, το παιδί μεθαύριο να κάνει δεσμό
με την αδερφή ή τον αδερφό του εν αγνοία του. Πρέπει να ελαχιστοποιήσω την
πιθανότητα, γι’ αυτό προτίμησα την Αμερική. Όσο για τη λύση της τράπεζας
σπέρματος, προχώρησα σ’ αυτή γιατί είναι καθαρή λύση, ελεγχόμενη. Ο δότης έχει
ελεγχθεί για πάμπολλες παθήσεις και γενετικές ανωμαλίες, η διαδικασία της τεχνητής
γονιμοποίησης θα γίνει σε συνθήκες εργαστηρίου άρα με τις καλύτερες
προϋποθέσεις για σύλληψη… Όλα καλά. Μένει ν’ αποφασίσω ανάμεσα στους δύο
επικρατέστερους δότες, τον εικοσιτετράχρονο βορειοευρωπαίο μέσης εκπαίδευσης ή
τον τριαντάρη τεχνίτη, αμερικανό τέταρτης γενιάς με μεσογειακή καταγωγή –οι
απόφοιτοι πανεπιστημίου ήταν πολύ πιο ακριβοί και κανένας δεν μου εγγυάται ότι
θα βγει και το παιδί φιλομαθές αν κρίνω από τις περιπτώσεις που βλέπω γύρω μου.
Υπάρχει
και μια τρίτη λύση, αλλά όχι και τόσο καθαρή. Ο Γιάννης. Αυτός ο εγωίσταρος που
μου έθεσε σαν όρο την ατεκνία μου για να είμαστε μαζί. Έχει δυο παιδιά ήδη,
λέει, δεν χρειάζεται άλλο. Αυτός δεν χρειάζεται, εντάξει, αλλά εγώ; Εμένα με
σκέφτηκε; Τα παιδιά μου είναι και δικά σου· εφόσον αγαπιόμαστε και είμαστε μαζί
είναι και δικά σου, με διαβεβαιώνει. Εσύ τα φροντίζεις, εσύ τα κανακεύεις, εσύ
τους μαγειρεύεις, εσύ τα διαβάζεις, εσύ είσαι η μάνα τους όταν έρχονται σ’
εμάς, συνεχίζει την επιχειρηματολογία του. Κι έτσι είναι. Έντεκα χρόνια τώρα
που είμαστε ζευγάρι με το Γιάννη, ανεπίσημο έστω, έκανα ό,τι μπορούσα για να
είμαι συνεπής στο ρόλο μου, αφοσιώθηκα στα παιδιά του, τα φρόντισα ευσυνείδητα,
τα αγάπησα μπορώ να πω. Όταν είναι να τα πάρουμε το σαββατοκύριακο ή στις
γιορτές, μου παραγγέλνουν από το τηλέφωνο τι φαγητό θέλουν να τους φτιάξω. Καταστρώνουμε
μαζί το πρόγραμμα για τα λούνα παρκ, το σινεμά, το θέατρο, τους κάνω το
μεσάζοντα για να πετύχουν από τον πατέρα τους ό,τι τους αρνείται, γενικά είμαι
με το μέρος τους, σύμμαχός τους. Κι αυτά μου δείχνουν συμπάθεια και τρυφερότητα, είναι γλυκά παιδάκια. Και
αφοπλιστικά ειλικρινή. “Όχι αυτή… Η κανονική μας μαμά” διευκρίνισε αθώα η
Μιμίκα, στα έξι της τότε, όταν τη ρώτησε η πωλήτρια ποιος της είχε φτιάξει την
όμορφη γαλλική της πλεξούδα. Κι είχε δίκιο. Με έτσουξαν τα λογάκια της αλλά
είχε δίκιο.
Η Μιμίκα κι ο Ιάσονας έχουν μαμά, εγώ είμαι
απλώς αναπληρωματική, για να μην πω αναγκαίο κακό. Τώρα είναι δέκα και δεκατριών, όταν μεγαλώσουν λίγο ακόμα θα
έχουν ξεκάθαρη εικόνα. Εγώ θα είμαι η γυναίκα που μπήκε ανάμεσα στον μπαμπά και
τη μαμά τους και τους χώρισε, ενώ ήταν ακόμη μωρά, η Μιμίκα μάλιστα νεογέννητο.
Όσο και να στολίζω την πραγματικότητα με ρομαντισμούς, έρωτες που υπερβαίνουν
τη λογική, καρμική σχέση και τα τοιαύτα, όταν τα βάλεις κάτω τα πράματα είναι
απλά: Ο Γιάννης κι εγώ αψηφήσαμε τα αισθήματα όλων των άλλων εκτός από τα δικά
μας κι εγώ έζησα την εμπειρία της μητρότητας με δανεικά παιδιά. Αλλά, τον
αγαπάω ακόμα… όσο στην αρχή κι ακόμη περισσότερο… δεν μπορώ να ζήσω χωρίς
αυτόν… δεν θέλω άλλον κανένα. Αλλά, θέλω ένα παιδί. Αύριο το μεσημέρι που θα
γυρίσω από το γραφείο θα ξαναδώ τα βίντεο με τη φωνή των δύο δοτών, Είναι η
καλύτερη ώρα, πριν γυρίσει ο Γιάννης από τη δουλειά. Ο μεσογειακός μου φαίνεται
πιο ζεστός, αλλά θέλω να τους ξανακούσω, ίσως είμαι επηρεασμένη από την
καταγωγή του, πιο οικεία και κοντινή σ’ εμένα.
Τι
υπέροχη νύχτα η χτεσινή! Πάθος, πόθος ακράτητος, τα κορμιά μας να μην μπορούν
να αποχωριστούν το ένα το άλλο· ούτε στο κρεβάτι δεν καταφέραμε να φτάσουμε.
Μόλις ξεκλειδώσαμε την πόρτα και μπήκαμε στο χολ, παραπατώντας από τη ζάλη των
ποτών και της μεθυστικής μαγιάτικης βραδιάς, συρθήκαμε ως τον καναπέ μισόγυμνοι
ήδη, με το πρόσωπό του χωμένο μέσα στα στήθη μου και τα χέρια του να μου
τρυπούν το σώμα φρενιασμένα, γυρεύοντας να προετοιμάσουν την είσοδο στις πύλες
της σάρκας μου, του κορμιού μου, που γύρευε να κατακτηθεί, να αλωθεί παντού και
με τη σειρά του να υποτάξει. Μόνο το πάθος και η ηδονή μετρούσαν για μας πάλι και
πάλι και πάλι κι η μέρα μας βρήκε κουβαριασμένους στον καναπέ, ξεσκέπαστους και
μισοπαγωμένους, με την κουβερτούλα του χουζουριού γραπωμένη ανάμεσα στα κορμιά
μας στην μια της άκρη ενώ η άλλη σερνόταν σαν παραπεταμένο λιλά χαλάκι πάνω στο
σκούρο παρκέ. Καυτή νύχτα η χτεσινή, το πάθος σάρωνε αναστολές και απαγορεύσεις
και… προφυλάξεις. Ναι, ολοκληρώναμε χωρίς προφυλάξεις, κανείς μας δεν λογάριαζε
τίποτα, ούτε εγώ… αλλά ούτε και ο Γιάννης. Λες;
Νιώθω άλλος άνθρωπος μετά τα χτεσινά.
Λοιπόν, θα δώσω ένα περιθώριο να εξελιχθούν τα πράγματα φυσιολογικά. Το οφείλω
στον εαυτό μου κι ας είναι κάπως ανέντιμο. Κάμποσο καιρό τώρα δεν ξανάκανα
κουβέντα για παιδί στο Γιάννη, ήξερα πως ήταν ανώφελο, δεν θα άλλαζε στάση
απέναντι στο θέμα. Μήπως λοιπόν είναι ευκαιρία τώρα να πάρω αυτό που θέλω χωρίς
τη συναίνεσή του, απλώς με το σπέρμα του; Κανα δυο φορές τελευταία κάναμε έρωτα
χωρίς προφυλάξεις, ήταν ακίνδυνες μέρες βέβαια, αλλά και πάλι… Η χτεσινή όμως
ήταν ό,τι πρέπει, μες στα μισά του κύκλου μου. Λες;
Παλιά ο Γιάννης δεν εννοούσε να ρισκάρει
ποτέ, τώρα τουλάχιστον δείχνει πιο καθησυχασμένος. Η φαινομενική παραίτησή μου,
η ηλικία μου που δεν είναι δα και στην
ακμή της, ακόμη και η δική του ηλικία –γεμάτα πενήντα πια- όλα αυτά νοιώθει να
τον θωρακίζουν απέναντι στον κίνδυνο ενός τρίτου απογόνου. Αλήθεια, τι να
κρύβεται άραγε κάτω από την αδιαλλαξία του; Πέρα από τις συνηθισμένες αιτίες
–μια παραπάνω ευθύνη, δέσμευση, οικονομική επιβάρυνση και λοιπά- μου έχει
περάσει από το μυαλό πως το ουσιώδες είναι αλλού. Ενοχή κρύβεται πίσω από αυτή
την άρνηση κατ’ εμέ, φόβος μην αισθανθούν τα παιδιά του προδομένα, λες κι ο
ερχομός ενός μωρού από μένα θα τα απορρίψει κι εκείνα όπως τη μάνα τους. Σα να
μου λέει, σου έδωσα προτεραιότητα στον έρωτα, σ’ έβαλα πάνω απ’ όλους, μην τα
θες όλα δικά σου… Δικά μου; Εγώ, τα θέλω όλα δικά μου; Εγώ που στάθηκα κερί
αναμμένο και σ’ εσένα και στα παιδιά σου, Γιάννη; Εγώ, που σε κοίταγα στα μάτια
και υποτασσόμουν στις αποφάσεις σου, αποφάσεις ζωής, Γιάννη, της δικής μου
ζωής, εσύ αποφάσιζες για μένα ακόμα και για όσα δεν είχες κανένα δικαίωμα να
αποφασίζεις, το αν δηλαδή θα λειτουργήσουν τα μέσα μου, τα όργανά μου, οι
ωοθήκες μου, η μήτρα μου, δεν είσαι θεός, Γιάννη, για να ακυρώνεις τα μέσα μου,
ένα ενοχικό, εγωιστικό ανθρωπάκι είσαι που θέλεις να με πείσεις πως άσκοπα
αναπτύχθηκαν τα όργανά μου στα σπλάχνα μου, δεν είναι για χρήση στ’ αλήθεια,
είναι άχρηστα, άτυχα, άγονα, άααγονα, ακούουους, άααγονααα…
Επανέρχομαι
στη λύση της τράπεζας σπέρματος. Δεν προέκυψε το επιθυμητό, το πολυπόθητο… Δεν
προέκυψε. Ας είναι, ποια είμαι εγώ που θα τα βάλει με τη φύση, εκείνη ορίζει.
Αλλά κι εγώ υποβοηθώ, δεν είμαι παθητική, δεν πρέπει να είμαι. Για να καταλήξω
στον δότη που επέλεξα τελικά, έκανα ένα κόλπο. Έφερα το λάπτοπ κοντά μου και
άνοιγα διαδοχικά τα μηνύματα των δύο υποψηφίων, ξαπλωμένη γυμνή στον καναπέ και
ξαναφέρνοντας στο μυαλό μου εκείνη τη μαγική νύχτα τις προάλλες. Αυτό το παιδί
ήθελα, τον καρπό εκείνης της νύχτας, ένα παιδί γεννημένο από τον έρωτά μας με
το Γιάννη, τεκμήριο του πάθους, της λαχτάρας μας, της απόλυτης ένωσής μας. Ποια
από τις δυο φωνές θα ταίριαζε περισσότερο στην ανάμνηση εκείνης της νύχτας; Αυτόν
θα διάλεγα.
Ο ένας μετά τον άλλο, οι δυο άντρες
ακούγονταν να διηγούνται τη ζωή τους, τα παιδικά τους χρόνια, τα πράγματα που
αγαπούν, τις προσωπικότητες που θαυμάζουν, διάφορα δηλαδή που διαμόρφωναν το
προφίλ τους, προκειμένου να πείσουν την ενδιαφερόμενη να τους προτιμήσει.
Προσπαθούσα να προβάλω στις φωνές τους τα χαρακτηριστικά του καθενός όπως
περιγράφονταν στην καρτέλα τους. Μετρίου αναστήματος και βάρους, μελαχρινός, με
στενόμακρο πρόσωπο ο ένας, καστανός, ψηλότερος και πιο σωματώδης ο άλλος.
Τίποτα από αυτά που άκουγα και που φανταζόμουνα δεν μου έκανε αίσθηση, μου
φαίνονταν μακρινά και αδιάφορα. Ωστόσο, η φωνή του βορειοευρωπαίου κάτι είχε,
κάτι στη χροιά της ενέπνεε σιγουριά, ασφάλεια. Αλλά στη μαγική μου νύχτα δεν
ταίριαζε κανείς. Τόσο το χειρότερο. Βλέπεις, ο Γιάννης έχει επιβάλει ακόμα και
στα υγρά του σώματός του να μην επιτελούν άλλο έργο πλην της απόλαυσης, για να
μην πω της ανακούφισης και ακουστώ κυνική. Δεν θέλω να καταντήσω κυνική, ούτε
πικρή, ούτε ξινή… Αλλά θέλω ένα παιδί.
Πρέπει να συντομεύω, να βάλω την
παραγγελία μου, περνάει ο καιρός. Ο γυναικολόγος μου είναι ενήμερος, οι
εξετάσεις μου έχουν ολοκληρωθεί με επιτυχία, το μόνο που απομένει είναι το
σπέρμα. Ώσπου να το παραγγείλω, να εξοφληθεί, να κανονιστούν οι πτήσεις, να πάω
να το παραλάβω από το αεροδρόμιο και να ξεκινήσουμε τις εγχύσεις στο τμήμα
εξωσωματικής του Μητέρα, θα πάρει κάποιο χρόνο. Τώρα που έφτασα στην τελική
ευθεία, σα να δειλιάζω. Σκέφτομαι το μετά. Καλά οι προσπάθειες για τη σύλληψη,
τα πέρα-δώθε που θα γίνονται κάτω από τη μύτη του Γιάννη, πες αυτά τα
κουμαντάρω. Αλλά μετά; Μετά την –ο θεός να δώσει- επιτυχία; Πώς θα αντιδράσει ο
Γιάννης σε μια εγκυμοσύνη; Και τι θα του πω; Θα αποκαλύψω την αλήθεια; Θα
σιωπήσω, εξαπατώντας τον πως είναι δικό του; Τρελαίνομαι, δεν αντέχω στη σκέψη
πως θα τον χάσω… Αλλά θέλω ένα παιδί.
Δε
βλέπω την ώρα, οι μέρες δεν περνούν με τίποτα. Προχτές έβαλα την παραγγελία, κλείστηκαν
τα ραντεβού στο Μητέρα, όλα έτοιμα. Ο βορειοευρωπαίος τελικά. Ο άλλος ακουγόταν
πιο οικείος, τούτος πιο σίγουρος. Η σιγουριά, η ασφάλεια είναι πιο σημαντικά σε
τέτοιες περιπτώσεις.
Το πρώτο ραντεβού είναι σε ενάμιση μήνα κι
από την αδημονία μου είμαι έτοιμη να εκραγώ. Αφού δεν κρατήθηκα και μοιράστηκα
το μυστικό μου με τον Παύλο, τον συνάδελφό μου στην τράπεζα. Ο Παύλος ο μίζερος
τον λέμε, γιατί έχει μονίμως ένα ύφος σκεπτικό και κακομοίρικο, αλλά είναι
χαρακτήρας διαμάντι. Έμπιστος, αξιόπιστος, σεμνός, εμπνέει σιγουριά. Σιγουριά…
Όπως η φωνή του βορειοευρωπαίου. Αλλά κατά τα άλλα καμία σχέση. Ο δότης μου
ψηλός, σωματώδης, καστανός, πρακτικός, ο Παύλος το ανάποδο· κοντός, λιανός,
μελαψός, διανοούμενος. Τραβάει ζόρια ο κακομοίρης δυο τρία χρόνια τώρα. Τον
χώρισε η γυναίκα του, του πήρε και το παιδί κι έπεσε να χαθεί και να πεθάνει ο
Παύλος. Ήταν που ήταν μες στη μιζέρια, τώρα απόγινε. Καθώς του εξομολογούμουν
κι εγώ τα δικά μου, τον κοιτούσα με κοιτούσε και πέρασε η ίδια σκέψη από το
μυαλό και των δυο μας. Μήπως να ενώναμε τις μιζέριες μας; Θεός φυλάξοι,
καλύτερα ο δότης, χίλιες φορές ο δότης. Την είπαμε και φωναχτά τη σκέψη μας και
γελάγαμε, ήταν εξωφρενικά κωμικό όλο αυτό. Εμένα πάντως μου έκανε καλό που τα
είπαμε, ένιωσα τη συμπαράσταση, τη συμπόνια του αλλά και το θαυμασμό του. Ναι
το θαυμασμό του για την απόφασή μου· του φάνηκε σπουδαία, γεμάτη ευαισθησία και
γενναιότητα.
Με εμψύχωσε ο Παύλος, με έκανε να νιώσω
σιγουριά. Σιγουριά. Να ’ναι καλά.
Κάπως
έτσι το είχα φανταστεί, αλλά την τελευταία σκηνή την είχα μεθοδεύσει, την είχα
προετοιμάσει και περίμενα. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της πτέρυγας εξωσωματικής
περίμενα την τύχη να αποφασίσει. Είχα βάλει τον εαυτό μου μπροστά σ’ ένα
σταυροδρόμι σαν άλλος Ηρακλής και περίμενα από την τύχη να αποφασίσει ποιο
δρόμο θα πάρω, της αρετής ή της κακίας. Την τύχη –υποβοηθούμενη από μένα- είχα
ορίσει πλέον κουμανταδόρο της ζωής μου, όχι το Γιάννη. Κι αυτός, λες και το
διαισθάνθηκε, σχεδόν δεν με ακουμπούσε τον τελευταίο καιρό κι όταν σμίγαμε ήταν
φειδωλός σε όλα του τα υγρά, όχι μόνο στο σπέρμα του. Ακόμα και τα φιλιά του
ήταν στεγνά, άνυδρα. Δεν τον έχω καμία ανάγκη. Το υγρό που θα ζωντάνευε την
άνυδρη γη του κορμιού μου έκανε το υπερατλαντικό του ταξίδι και τώρα περιμένει,
αποψυγμένο με όλες τις σωστές διαδικασίες, να χυθεί στο κορμί μου και να του
δώσει σκοπό και αξία.
Μωρό από άγνωστο δότη. Ή… Όχι, όχι, δεν
τολμώ να ελπίζω. Το ομολογώ, έκανα έρωτα με τον Παύλο. Πολλές φορές και χωρίς
προφυλάξεις, αλλά, στα σαράντα μου και με τόσα χρόνια αδράνειας, το
αναπαραγωγικό μου σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί με τη μία και να γίνει το
θαύμα. Ούτε θα πέσω στην παγίδα να προσπαθώ με τον Παύλο ξανά και ξανά, μήνα το
μήνα, χρόνο το χρόνο προσδοκώντας το θαύμα. Έβαλα όρο στον εαυτό μου, αυτό που
ξεκίνησα θα το τελειώσω. Η τράπεζα σπέρματος θα κάνει τη δουλειά της κι εγώ τη
δική μου. Κι έτσι έκανα. Παράλληλα με την επιστήμη, δοκίμαζα κι εγώ την τύχη
μου με τον Παύλο. Γιατί όχι; Δεν μας συνδέει κανένας φλογερός έρωτας, αλλά μας
συνδέει η φλογερή μου επιθυμία για ένα παιδί. Κι εκείνος είναι πρόθυμος,
προθυμότατος. Θέλει όσο τίποτα να επιζήσει από το ναυάγιο της προσωπικής του
ζωής και να αλλάξει πορεία. Η κοινή μας ανάγκη να ζήσουμε σεβόμενοι τον εαυτό
μας είναι ισχυρή έλξη κι αυτή, δεν είναι έρωτας αλλά είναι συνδετικός κρίκος. Ο
Παύλος μου εμπνέει σιγουριά. Όπως και ο βορειοευρωπαίος.
Ο γυναικολόγος μου πλησιάζει χαμογελαστός,
καθησυχαστικός. Καλός επιστήμονας και σωστός άνθρωπος, πολύ συνεργάσιμος… “Ζωή,
τι βλέπω, με πρόλαβες… Βρε θηρίο, το έκανες μόνη σου το θαύμα σου τελικά ε; Τι
με κοιτάς σα χάνος, άστα αυτά, αφού τις έκανες τις αταξίες σου… Ζωή σου μιλάω,
είσαι ήδη έγκυος, συγχαρητήρια κορίτσι μου…”
Αυτό ήταν λοιπόν. Η τύχη διάλεξε τον
Παύλο. Και πολύ καλά έκανε. Ουάουουου, Θεέεε… τύχηηη… αστέρι μου.., ευχαριστώ
σας. Ακούω τη σελίδα της ζωής μου να τρίζει καθώς αλλάζει, αλλά κανένα τρίξιμο
δε μπορεί να ραγίσει την ευτυχία μου. Ο
Γιάννης είναι πλέον παρελθόν, κι αυτός και οι καυτές μας νύχτες. Από δω και
μπρος δεν θέλω καυτές νύχτες, ζεστή Ζωή θέλω.
Περισσότερα για τη συγγραφέα μας εδώ
ΓΙΟΥΛΗ ΤΣΑΚΑΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Πολύ ρεαλιστικό και τρυφερό συνάμα! Με άγγιξε!!! Πολλά συγχαρητήρια στη συγγραφέα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήπραγματικά !! εξαιρετική γραφή και πένα !! όπως πάντα άλλωστε !!!
ΔιαγραφήΤην ευχαριστούμε για την τιμή της δημοσίευσης !!!