Έθιμα Ταφής
Hannah Kent
Μετάφραση: Μαρία Αγγελίδου
Εκδόσεις Ίκαρος
« Ο τρόπος που σε βλέπουν οι άλλοι, αποφασίζει τελικά το ποιος είσαι».
Δεν ξέρω γιατί αργώ να διαβάσω βιβλία τα οποία τα έχω βάλει στο μάτι καιρό. Ίσως είναι μία από τις παραξενιές μου ή μπορεί να είναι τα εκατοντάδες αδιάβαστα που έχω και μου προξενούν μεγάλη αναποφασιστικότητα. Όπως και να ‘χει, είναι από τα βιβλία που θα ήθελα να είχα διαβάσει νωρίτερα.
Με υπέροχες περιγραφές, εξαιρετικές παρομοιώσεις και ολοζώντανους διαλόγους η Αυστραλή συγγραφέας βασιζόμενη σε αληθινά γεγονότα, με λόγο πολλές φορές λυρικό, έγραψε ένα άκρως ενδιαφέρον και βαθιά συγκινητικό μυθιστόρημα. Η Άγκνες Μάγκνουσντότιρ είναι όντως η τελευταία κατάδικη που εκτελέστηκε στην Ισλανδία. Καταδικάστηκε μαζί με τον Φρίντρικ Σίγκουρντσον και τη Σιγκρίντουρ Γκούντμουντσντότιρ για τους φόνους του Νάταν Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον, τη νύχτα της 13ης προς 14η Μαρτίου του 1828 στο Ιλουγκάσταντιρ, στη Βόρειο Ισλανδία.
[ Είπαν ότι πρέπει να πεθάνω. Είπαν ότι έκλεψα την ανάσα άλλων ανθρώπων και τώρα πρέπει κι αυτοί να κλέψουν τη δική μου. Φαντάζομαι, λοιπόν, πως είμαστε όλοι φλόγες κεριών που φέγγουν θαμπά, τρεμοσβήνουν στο σκοτάδι και στο φύσημα του αέρα, και μέσα στην ησυχία ακούω βήματα, βήματα τρομερά που έρχονται να με σβήσουν και να διώξουν τη ζωή μου μακριά από μένα σε μια γκρίζα τολύπα καπνού. Θα χαθώ, θα σκορπίσω στον αέρα και στη νύχτα. Θα μας σβήσουν όλους, τον έναν μετά τον άλλον, ώσπου να μείνει μόνο το δικό τους φως, και μ’ αυτό να βλέπουν τον εαυτό τους. Πού θα είμαι τότε εγώ; ]
Με απόφαση του Νομαρχιακού Επιτρόπου Μπγιορν Μπλόνταλ, η Άγκνες περνάει τους τελευταίους μήνες της ζωής της στο αγρόκτημα του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον Γιόνσον, στο ίδιο σπίτι με τη γυναίκα του Μαργκρέτ και τις δυο τους κόρες, Στέινα και Λάουγκα. Τρομοκρατημένη από την παρουσία μιας φόνισσας η οικογένεια αποφεύγει κάθε επαφή με την Άγκνες. Μόνον ο Τότι, ο νεαρός ιεροδιάκονος εφημέριος νεαρό Θόρβαρδουρ Γιόνσον, ο πνευματικός που η Άγκνες διάλεξε για να την στηρίξει και να την συντροφέψει ως το τέλος. Καθώς οι βδομάδες περνούν, η δύσκολη αγροτική ζωή αναγκάζει τα μέλη της οικογένειας να δουλέψουν πλάι πλάι με την Άγκνες, η οποία δουλεύει σκληρά στο σπίτι και στο χωράφι, ούσα χρόνια μαθημένη. Όσο περνάει ο καιρός, τόσο το ζευγάρι, όσο και οι δυο κόρες του, συνειδητοποιούν με φρίκη ότι η πραγματικότητα δεν είναι αυτή που νόμιζαν.
[..όσο κράτησε η δίκη, τσιμπούσαν κι άρπαζαν τα λόγια μου σαν πουλιά. Τρομερά πουλιά, ντυμένα στα κόκκινα, με ασημένια κουμπιά στο στήθος, ανασηκωμένα κεφάλια και σουβλερά ράμφη. Έψαχναν την ενοχή μου, όπως ψάχνουν τα πεινασμένα πουλιά τους καρπούς στις βατομουριές. ..Ότι κι αν είπα, μου το πήραν και το άλλαξαν, ώσπου η ιστορία δεν ήταν πια δική μου. ]
Το συγκλονιστικό αυτό βιβλίο τρεις εβδομάδες μετά την ανάγνωσή του ακόμη τριγυρίζει στις σκέψεις μου. Δεν είναι τυχαίο ότι η Sunday Telegraph έγραψε σχετικά: «Μια ιστορία πλημμυρισμένη με θρύλους, ποίηση, αλλά και την πίκρα μιας χαμένης ζωής... Καθώς ο χρόνος της Άγκνες τελειώνει μέρα με τη μέρα, οι συγκλονιστικές περιγραφές της Κεντ αφήνουν τη γεύση τους... Ακόμα και η φρίκη του τέλους, ο τρομερός φόβος της Άγκνες, γίνονται εικόνες που αγγίζουν την τελειότητα»
[ Αυτοί, που κανείς δεν τους σέρνει με το ζόρι στον θάνατο, δεν καταλαβαίνουν πόσο σκληρή και κοφτερή γίνεται η καρδιά. Ώσπου φτάνει να είναι μια φωλιά από πέτρες μ’ ένα κλούβιο αυγό μέσα της. Είμαι στέρφα. Τίποτα δεν θα βλαστήσει πια από μέσα μου. Είμαι το ψόφιο ψάρι που ξεραίνεται στον κρύο αέρα. Είμαι το άψυχο πουλί στην ακτή. Είμαι στεγνή, φοβάμαι πως δεν θα’ χω ούτε αίμα να τρέξει, όταν θα με σύρουν και μου κόψουν με το πελέκι το κεφάλι μου. ]
Ένα πελέκι, του οποίου η παραγγελία, η τιμή και η επιστροφή αυτού, σύμφωνα με την επιστολή του νομαρχιακού επίτροπου προς τον Κυβερνήτη της Βορειοανατολικής Ισλανδίας, τους απασχόλησε πιο πολύ από την καταδίκη της Άγκνες σε θάνατο.
[ Πρέπει να την μαστιγώσετε με το λόγο του Θεού σαν να ‘ταν άγριο άλογο ]
Μετά από πολλά χρόνια έρευνας, η συγγραφέας μπλέκει τα ιστορικά αρχεία με την φαντασία και μας δίνει την δική της ερμηνεία στα γεγονότα. Εναλλάσσοντας την πρωτοπρόσωπη με την τριτοπρόσωπη αφήγηση, ξεδιπλώνει σιγά σιγά όχι μόνο την ιστορία της Άγκνες αλλά και τις σκληρές συνθήκες που βίωναν οι άνθρωποι και ιδίως οι γυναίκες εκείνη την εποχή.
[ Φαίνεται ότι μέρα τη μέρα που περνάει γίνομαι όλο και πιο ζώο στα μάτια τους: ένα ζωντανό με άδειο βλέμμα, που πρέπει να το ταΐσουν αποφάγια και να το προστατέψουν από την παγωνιά. ]
Και ενώ ξέρουμε το τέλος της Άγκνες, το βιβλίο κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον μας και την αγωνία. Μας παρασέρνει σε μια θλίψη που γεννάει η φτώχεια, η εξαθλίωση, η πείνα, το κρύο, η μοναξιά, η προσμονή του θανάτου και η δικαιοσύνη των αντρών.
[ ..Θα κρύψω στα χέρια μου ότι έχω δει, ότι έχω ακούσει, ότι έχω νιώσει…Βυθίζω ότι μου έχει μείνει και βουλιάζω κι εγώ, χώνομαι κάτω από το νερό. Αν μιλήσω τα λόγια μου θα είναι κλεισμένα σε φουσκαλίτσες αέρα. Κι εκείνοι δεν θα μπορούν να πάρουν τα λόγια μου, να τα κάνουν δικά τους. Θα δουν σε μένα την πόρνη, την τρελή, τη φόνισσα, τη γυναίκα που στάζει αίμα στο χοστάρι, τη γυναίκα που γελάει με το στόμα της γεμάτο χώμα. Θα πουν «Άγκνες» και θα δουν τη γεροντοκόρη, τη μάγισσα την πιασμένη στον θανάσιμο ιστό, που η ίδια έχει υφάνει. Μπορεί κάποιοι να δουν και το αρνάκι που, τριγυρισμένο από τα όρνια, βελάζει να τ ‘ακούσει η προβατίνα, η χαμένη του μάνα. Αλλά κανείς δεν θα δει εμένα. Εγώ δεν θα είμαι εκεί. ]
Η Hannah Kent μέσα από τις περιγραφές της Βορείου Ισλανδίας, όπου κάθε μέρα είναι μια μάχη για την επιβίωση, θέτει ένα καίριο ερώτημα: πως μπορεί μια γυναίκα να αντέξει όταν η ζωή της εξαρτάται από τις ιστορίες των άλλων.
[ Ένας άντρας έσκυψε και με σήκωσε από το χώμα, όπως ξεριζώνει κανείς ένα αγκάθι, που πρόλαβε να πετάξει ρίζα σε μέρος όπου δεν το θέλει κανείς. Τότε αντιλήφθηκα το μαζεμένο πλήθος. Στην αρχή δεν κατάλαβα γιατί στεκόντουσαν εκεί όλοι αυτοί οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, ακίνητοι και αμίλητοι, και με κοίταζαν. Μετά κατάλαβα ότι δεν κοίταζαν εμένα. Κατάλαβα ότι δεν έβλεπαν εμένα. Στα μάτια τους ήμουν ένα υποστατικό τυλιγμένο στις φλόγες. Ήμουν δυο σκοτωμένοι άνδρες. Ήμουν ένα μαχαίρι. Ήμουν αίμα. ]
Έχει μια διαχρονικότητα η ιστορία αυτή. Μας θυμίζει ότι τα παραστρατήματά μας δεν ξεχνιούνται, ούτε συγχωρούνται, ότι η αλήθεια κατατροπώνεται από το κουτσομπολιό.
[ Και ούρλιαξε βουβά, ούρλιαξε να σπάσει τη γαβάθα με την απόγνωσή της. ]
Τα ήθη και έθιμα της εποχής, η φανατικά θρησκόληπτη κοινωνία, η μεγάλη ταξική διάκριση, η μειονεκτική θέση της γυναίκας αλλά και η γυναικεία αλληλεγγύη, η συμπόνια, η ψυχική δύναμη και η αγάπη ξετυλίγονται στις σελίδες του βιβλίου.
[ Δώρο φριχτό, όλες αυτές οι ώρες που μου δίνει για ν’ αποχαιρετίσω τα πάντα. Γιατί δεν μου λένε πότε θα πεθάνω;..Μ’ αρρωσταίνει το αμετάκλητο…]
Ο φόβος της Άγκνες για τη λησμονιά και το θάνατο είναι διάσπαρτος σε όλο το βιβλίο, σαν μια θηλιά που στενεύει αργά αλλά σταθερά.
[ Θα χαθείς. Δεν υπάρχει τελευταία κατοικία, δεν υπάρχει κηδεία, δεν υπάρχει ταφή, μόνο ένα ασταμάτητο σκόρπισμα, ένα ταξίδι που σε πάει παντού χωρίς να σου προσφέρει δρόμο για να γυρίσεις στο σπίτι, αφού δεν υπάρχει σπίτι, υπάρχει μόνο αυτό το κρύο νησί και ο σκοτεινός εαυτός σου ίσα που κρατιέται πάνω του, ώσπου ν ‘αρχίσεις κι εσύ να ουρλιάζεις σαν τον αέρα και να μιμείσαι τη μοναξιά του, σπίτι δεν έχεις να γυρίσεις, θα χαθείς, η σιωπή θα σε πάρει δική της, θα ρουφήξει τη ζωή σου στα μαύρα της νερά, θα τινάξει σαν σπίθες όποια άστρα μπορεί να σε θυμούνται, αλλά κι αν ακόμα σε θυμούνται, δεν θα το πουν, δεν θα το πουν, κι αν κανείς δε λέει πια το όνομά σου τότε σ' έχουν ξεχάσει, μ' έχουν ξεχάσει.]
Εγώ δεν θα ξεχάσω την Άγκνες, και την κάθε γυναίκα, που ‘έπεσε’ στο βωμό της θρησκείας, της πατριαρχίας και της τυφλής α-δικαιοσύνης. Και ίσως αυτός είναι και ο σκοπός της συγγραφέως , η λύτρωση που ήθελε να προσφέρει σε κάθε γυναίκα που προσπάθησε να ζήσει τη ζωή της πέρα από τους τάχα ηθικούς κανόνες της εποχής.
Ας γίνουμε όλοι ακροατές στις μοναχικές αφηγήσεις που υπάρχουν γύρω μας..
Το μυθιστόρημα έχει βραβευτεί με τα εξής: ABIA Literary Fiction Book Of The Year 2014, ABA Nielsen Bookdata Bookseller's Choice Award 2014, FAW Christina Stead Award 2013, 2014 Indie Awards Debut Fiction Of The Year, Victorian Premier’s Literary Award People’s Choice Award 2014
Επίσης, ήταν στη βραχεία λίστα για: The Stella Prize 2014, The Baileys Women’s Prize For Fiction 2014, The Victorian Premier’s Prize For Fiction 2014, The ALS Gold Medal 2014, Guardian First Book Award 2013, Nib Waverley Award For Literature 2013.
Φωτο: Μαντώ Μάκκα
Η Μαντώ Μάκκα γεννήθηκε το Μάιο του 1980 στην Αθήνα. Αποφοίτησε από το Κλασσικό Λύκειο Αναβρύτων. Παρακολούθησε μαθήματα Αγγλικών και Οικονομικών & Marketing.
Ακολούθησαν μαθήματα Δημιουργικής γραφής με τη Στεύη Τσούτση και Εικαστικών & Ιστορίας Τέχνης με την Άννα
Παππά. Τελευταία ήρθε η Εξειδίκευση στη Μετάφραση στο Εθνικό &
Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο και η Εισαγωγή στην εφαρμοσμένη γλωσσολογία και διδασκαλία
αγγλικής γλώσσας σε μαθητές άλλων γλωσσών από το Πανεπιστήμιο του Leicester.
Παράλληλα ζωγραφίζει και κατασκευάζει κοσμήματα από πέτρα.
Τα τελευταία χρόνια αρθρογραφεί στο διαδίκτυο.
Έχει εργαστεί ως Καθηγήτρια Αγγλικών και ως διαχειρίστρια διαδικτυακών
εφημερίδων.
Είναι μέλος της Επιτροπής Γυναικών Συγγραφέων και της Επιτροπής Μετάφρασης & Γλωσσικών
Δικαιωμάτων του Pen Greece.
Το 2020 το παραμύθι της «Τα ροζ Χριστούγεννα» περιλήφθηκε στο βιβλίο «Santa Παραμύθια,
22 Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες» των εκδόσεων Νίκας. Το 2021 κυκλοφόρησε η πρώτη
της συλλογή διηγημάτων «Όταν η ζωή σου δίνει λεμόνια» από τις Εκδόσεις Νίκας .
Το 2022 το διήγημα της «Τραμουντάνα» διακρίθηκε και συμμετείχε στην συλλογική
έκδοση του Ιανού «Το ρούχο». Την ίδια χρονιά διακρίθηκε και το διήγημά της
«Φως», το οποίο συμμετείχε στην συλλογική έκδοση των Εκδόσεων Αγγελάκης
«Ανθρώπινες Σχέσεις. Ένα σχολείο που δεν τελειώνει ποτέ.
Η συλλογή διηγημάτων «Αγκούσα» είναι το δεύτερό της βιβλίο από τις Εκδόσεις
Νίκας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου