Μετάφραση Φαίδων Ταμβακάκης,
Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ», 2003
Η πρώτη φορά που διάβασα τον «Μάγο» του Τζων Φώουλς ήταν πολλά χρόνια πριν. Άγουρη αναγνωστικά, με μια αναγνωστική πορεία πίσω μου που δεν περιελάμβανε τίποτε παρόμοιο, ξεκίνησα την ανάγνωση και θυμάμαι ότι άφηνα το βιβλίο συχνά ξεφυσώντας. Μια αμφιθυμία βασανιστική με έκανε να νιώθω έλξη και ταυτόχρονα φόβο για το βιβλίο. Δύσκολη γραφή, συμπυκνωμένο κείμενο, αλλεπάλληλες στρώσεις νοημάτων, γνώσεων, περιγραφών, αναλύσεων, σχολίων, ψυχογραφημάτων ήταν αρκετά για να με τρομοκρατήσουν. Θυμάμαι έντονα ότι το είχα διαβάσει σε ένα τριήμερο, μην κάνοντας τίποτε άλλο παρά αναμετρώμενη μαζί του. Ήταν, λοιπόν, στοίχημα να επανέλθω σε ένα βιβλίο το οποίο, στο τέλος, τότε, με είχε αφήσει με ένα αίσθημα δέους αλλά και μια αίσθηση ότι είχα χάσει κομμάτια του.
Η δεύτερη ανάγνωση ήρθε να επιβεβαιώσει ότι κάποια βιβλία, με το πέρασμα του χρόνου, εξακολουθούν να σου μιλούν με τον ίδιο τρόπο. Όπως και ότι η ωριμότητα, αναγνωστική αλλά και ζωής, είναι σημαντικό βοήθημα στο να βουτήξεις μέσα τους. Ο Τζων Φώουλς στον «Μάγο» του, νιώθω ότι κάνει , σε ένα και μόνο βιβλίο, ότι άλλοι συγγραφείς σε όλη την πορεία γραφής τους. Διαβάζοντας το βιβλίο ήταν αυτή η σκέψη που με συνόδευε διαρκώς. Σε κάθε νέο κεφάλαιο ο συγγραφέας πετύχαινε κάτι μοναδικό. Ξεπερνούσε τον ίδιο του τον εαυτό. Λες και ωρίμαζε μαζί με το έργο του. Πράγμα, διόλου απίθανο, αν σκεφτεί κανείς ότι χρειάστηκε περισσότερο από μια δεκαετία να το ολοκληρώσει. Και ίσως αυτός είναι ο λόγος που η ανάγνωση σε κάνει να νιώθεις ότι ο Φώουλς προχωρά και προχωρά, εν ολίγοις αναμετράται με τον εαυτό του συνεχώς και κερδίζει συνεχώς.
Στο βιβλίο ο Φώουλς θα μιλήσει αρκετές φορές, μέσα από τους ήρωές του, για την λογοτεχνία. Και θα πει πράγματα όπως αυτό: «Λοιπόν- μιλώ σοβαρά. Το μυθιστόρημα έχει πεθάνει. Όσο και η Αλχημεία». Άνοιξε δρόμο με τα χέρια, απορρίπτοντάς το και αυτό. «Το συνειδητοποίησα μια μέρα πριν από τον πόλεμο. Ξέρεις τι έκανα; Έκαψα όλα τα μυθιστορήματα που είχα. Ντίκενς. Θερβάντες, Ντοστογιέφσκι, Φλωμπέρ. Όλους τους μεγάλους και όλους τους μικρούς. Έκαψα και κάτι που είχα γράψει ο ίδιος όταν ήμουν πολύ μικρός για να ξέρω. Τα έκαψα εδώ έξω. Μου πήρε μια μέρα. Ολόκληρη. Ο ουρανός πήρε τον καπνό τους, η γη τις στάχτες τους. Ήταν μια απολύμανση. Από τότε είμαι ευτυχέστερος και υγιέστερος». Θυμήθηκα τη δική μου μικροκαταστροφή και σκέφτηκα πως οι μεγάλες χειρονομίες είναι υπέροχες – αν έχεις την πολυτέλεια. Σήκωσε ένα βιβλίο και τίναξε τη σκόνη. «Γιατί πρέπει να παλέψω με εκατοντάδες κατασκευασμένες σελίδες για να βρω μισή ντουζίνα μικρές αλήθειες;».
Ο «Μάγος» είναι ένα βιβλίο απαιτητικό. Απαιτεί την πλήρη προσοχή σου, απαιτεί μια συνεχή διαπραγμάτευση με τον ίδιο σου τον εαυτό. Σαν ένα πείραμα όπου πρέπει να δοκιμαστούν οι αντοχές σου. Σαν ένα παζλ που του μένει ένα κομμάτι να ολοκληρωθεί και ακριβώς σε εκείνο το σημείο, διαλύεται στα εξ ων συνετέθη και πρέπει να το ξεκινήσεις πάλι από την αρχή. Και αυτό θα συμβεί πολλές, πάρα πολλές φορές. Ο Φώουλς δοκιμάζει τις νοητικές και συναισθηματικές μας δυνάμεις με αυτό του το έργο. Στήνει ένα σκηνικό για να το ανατρέψει αμέσως μετά, τοποθετεί τους ήρωες σαν μαριονέτες σε μυριάδες επίπεδα δράσης ή μη δράσης. Μαριονέτες απολύτως ελεγχόμενες ή εντελώς αυτοκινούμενες; Στ` αλήθεια δεν ξέρεις. Αυτή είναι και η μαγεία. Αδυνατείς να είσαι σίγουρος για το αν αυτό που βλέπεις να συμβαίνει είναι αυτό που νομίζεις. Είναι τόσες και τέτοιες οι βίαιες ανατροπές της βεβαιότητας, που στο τέλος αναρωτιέσαι αν έχεις καταλάβει τι συμβαίνει και γιατί.
Ο Φώουλς καταφέρνει να παίζει με το μυαλό του αναγνώστη. Να τον παρασύρει σε ένα κυνήγι αυτογνωσίας, να αναμετράται με τα πάθη και τα μυστικά των πρωταγωνιστών του, τον μεταφέρει σε μια Ελλάδα που έχει από καιρό πεθάνει, σε μια Ευρώπη που είναι φάντασμα του τότε εαυτού της. Την ίδια στιγμή στο βιβλίο βρίσκει κανείς όλα τα «μεγάλα ερωτήματα» της ζωής και όλες τις πιθανές «μη απαντήσεις». Άλλωστε αν υπήρχαν απαντήσεις δεν θα παρέμεναν τα «μεγάλα ερωτήματα».
«Όμως ο λαβύρινθος δεν έχει κέντρο. Ένα τέλος δεν είναι παραπάνω από ένα σημείο ακολουθίας, ένα κόψιμο του κοφτερού ψαλιδιού» γράφει σε κάποιο σημείο και ίσως δεν υπάρχει καλύτερη φράση για να περιγράψει το βιβλίο στο οποίο πραγματικότητα και φαντασία χορεύουν σφιχταγκαλιασμένες, με την νίκη να πηγαινοέρχεται στο τερέν, μια της μιας και μια της άλλης.
Το βιβλίο έχει σαν φόντο του το νησί των Σπετσών, νησί στο οποίο ο συγγραφέας είχε ζήσει και διδάξει αγγλικά για μια τριετία. Σε αυτό στήνει ένα αφήγημα που έχει αστυνομικές αποχρώσεις, θεατρική οικονομία, μεταφυσική δραματουργία, ψυχαναλυτική εστίαση. Ένα είδος από μόνο του, το βιβλίο, είναι βέβαιο ότι ανήκει στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Ο νεαρός Νίκολας Ερφ, θα μεταβεί από το Λονδίνο στην Φράξο (τις Σπέτσες) προκειμένου να διδάξει αγγλικά, αναζητώντας στην πραγματικότητα ένα καταφύγιο από την βαλτωμένη του ζωή και αφήνοντας την Άλισον, μια απελευθερωμένη κοπέλα με την οποία έχει αποκτήσει μια σχέση μάλλον ιδιότροπη. Εκεί θα εμπλακεί στην δίνη ενός σκηνικού που άλλοτε τον παρασύρει με την δύναμη της ομορφιάς του και άλλοτε τον ακινητοποιεί με την μεταφυσική του διάσταση. Θα γνωρίσει τον Μορίς Κόγχις, έναν γιατρό, που ζει απομονωμένος, ανάμεσα σε πανάκριβα έργα τέχνης, με την Λίλη Μοντγκόμερι, μια γυναίκα από το παρελθόν του να εξακολουθεί να περιδιαβαίνει σαν φάντασμα την ζωή του.
Περνώντας τα Σαββατοκύριακο στο σπίτι του Κόγχις, που είναι άβατο για τους κατοίκους του νησιού, θα ανακαλύψει ότι τον γιατρό στοιχειώνει μια άλλη γυναίκα, η Τζούλι Χολμς, που βρίσκεται εκεί με την δίδυμη αδελφή της. Από το σημείο αυτό και μετά η σκακιέρα αρχίζει να παρουσιάζει ένα παιχνίδι για πολύ δυνατούς παίκτες. Ο Κόγχις μοιάζει να ελέγχει απόλυτα τις ζωές των δύο κοριτσιών, ο Νίκολας ερωτεύεται την Τζούλι, μια ιστορία από το παρελθόν του Κόγχις στο νησί και την ελληνική αντίσταση στους Γερμανούς θα ειπωθεί σε διάφορες εκδοχές, και οι ανατροπές θα είναι συνεχείς, βίαιες, οργιαστικές. Δεν έχει σημασία και δεν θα βοηθήσει την αναγνωστική αυτή περιπέτεια να αναφερθεί κανείς στις λεπτομέρειες της ιστορίας.Άλλωστε η ίδια η ιστορία ανατρέπει συνεχώς τον εαυτό της. Εκείνο που έχει σημασία είναι να αφεθείς σε αυτή τη δίνη που θα σε σφυροκοπά συνεχώς. Θα αφήνεις το βιβλίο από τα χέρια σου, νιώθοντας ότι δεν αντέχεις άλλο την πυκνότητα των γεγονότων, εσωτερικών και εξωτερικών, τις αντιφάσεις των συμπεριφορών, τις πιθανές εξηγήσεις που γίνονται απίθανες, για να επιστρέψουν ξανά στον κόσμο της λογικής και να κατατροπωθούν από μια νέα εκδοχή. Στο τέλος, αυτό που μένει, αυτό που έχει σημασία είναι ότι μιλάμε για σπουδαία, πολύ σπουδαία λογοτεχνία.
Μια λογοτεχνία που αναμετράται με τον ίδιο τον κόσμο και τις συμπληγάδες πέτρες του που ξαναστήνονται στο σκηνικό κάθε εποχής. «Ένα άλλο μέσο που χρησιμοποιεί η κοινωνία για να ελέγχει το τυχαίο – για να εμποδίσει την ελευθερία της εκλογής στους σκλάβους της – είναι να τους λέει πως το παρελθόν ήταν ευγενέστερο από το παρόν» λέει ο Κόγχις κάποια στιγμή.
Ένα κόσμο μισερό τον οποίο ο Φώουλς έχει ακτινογραφήσει απόλυτα: «Ήμαστε το ίδιο κουρασμένοι, στα μέσα του αιώνα, με την ψυχρή σωφροσύνη και τη ζεστή βλασφημία, με τους υπερεγκεφαλικούς και τα υπερκατακάθια, η διέξοδος βρισκόταν κάπου αλλού. Οι λέξεις είχαν χάσει τη δύναμή τους, είτε για κακό είτε για καλό (άνω τελεία) κρέμονταν ακόμα σαν ομίχλη, πάνω απ΄την πραγματικότητα της δράσης, της παραμόρφωσης, της παραπλάνησης, του ευνουχισμού, αλλά, τουλάχιστον, από τον καιρό του Χίτλερ και τη Χιροσίμα, φάνηκαν πως ήταν ομίχλη, μια πρόχειρη υπερκατασκευή».
Όμως η μαεστρία του Φώουλς βρίσκεται και στο μετά, το επέκεινα, τον κόσμο που προβλέπει την έλευσή του και πόσο μα πόσο διορατικά το κάνει:
«Εισερχόμαστε σε μια εποχή αμοραλισμού και ανεκτικότητας, όπου η προσωπική ικανοποίηση με τη μορφή των υψηλών αποδοχών και ένα ευρύ φάσμα καταναλωτικών προϊόντων που θα αποκτώνται και θα προσφέρονται με φόντο τη φαινομενική επικείμενη παγκόσμια καταστροφή, θα προσφέρεται, αν όχι στους πάντες, πάντως σε μια αυξανόμενη πλειοψηφία. Σε μια τέτοια εποχή η χαρακτηριστική προσωπικότης πρέπει αναπόφευκτα να γίνει αυτοερωτική και, κλινικά, αυτοψυχωτική. Ένα τέτοιο άτομο θα είναι για οικονομικούς λόγους απομονωμένο, όπως είναι σήμερα για προσωπικούς το υποκείμενο, από την απευθείας επαφή με τα κακά της ανθρώπινης ζωής, όπως η πείνα, η φτώχια, οι ανεπαρκείς συνθήκες διαβίωσης, και τα λοιπά. Ο δυτικός homo sapiens θα γίνει homo solitaries».
Τέλος, αξίζει ίσως να παραθέσουμε ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου που έχει γράψει ο ίδιος ο συγγραφέας και μιλά για την εμπειρία της παραμονής του στις Σπέτσες:
«Εξωτερικά αυτή η εμπειρία έδειχνε καταθλιπτική, όπως ανακάλυψαν τόσοι νέοι φερέλπιδες συγγραφείς και ζωγράφοι που πήγαν για έμπνευση στην Ελλάδα. Είχαμε ένα παρωνύμιο γι` αυτό το αίσθημα ανεπάρκειας και ακηδίας, που προκαλούσε – «μελαγχολία του Αιγαίου». Πρέπει να είναι κανείς πολύ πλήρης καλλιτεχνικά για να δημιουργήσει αξιόλογο έργο στα πιο αμόλυντα και ισορροπημένα τοπία του πλανήτη, και ιδίως όταν γνωρίζει ότι το μόνο νοητό ανθρώπινο αντίστοιχο παρουσιάστηκε σε έναν χρόνο που δεν θα ξαναπεράσει. Η Ελλάδα των νησιών είναι ακόμη η Κίρκη. Δεν είναι τόπος για να κάτσει πολύν καιρό ο καλλιτέχνης – περιηγητής, εάν νοιάζεται για την ψυχή του».
Και σε άλλο σημείο, θα γράψει: «Ήθελε να φύγει και να μη γυρίσει πίσω. Όπως τόσοι άλλοι Έλληνες. Και όπως τόσοι άλλοι Έλληνες, ποτέ δεν δέχτηκε την εξορία της. Αυτό είναι το τίμημα όταν έχεις γεννηθεί στην πιο όμορφη και την πιο σκληρή χώρα του κόσμου».
Διαβάστε το. Είναι μια αναμέτρηση μοναδική….
Περισσότερα για το βιβλίο εδώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου