Συνέντευξη του εκδότη Χάρη Νικολακάκη (εκδόσεις BELL) στον Αλέξανδρο Δαμουλιάνο
Πολλές φορές αναρωτιόμαστε αν η επιτυχία έχει στο DNA της περισσότερο τύχη ή ικανότητα. Αν σκεφτούμε τα δύο μέλη της λέξης αυτής –επί + τύχη- ίσως στραφούμε προς το πρώτο. Βέβαια, όπως πάντα, ο χρόνος δίνει την πιο αποστομωτική απάντηση. Θέλω να πω ότι η τύχη μπορεί να είναι ορμητική κάποιες φορές αλλά γερνάει και πεθαίνει γρήγορα και εύκολα. Ενώ απ’ την άλλη, η ικανότητα, εάν δεν αυτοσπαταληθεί, αποδεικνύεται το ελιξίριο νεότητας και αθανασίας της επιτυχίας.
Ένας άνθρωπος ο οποίος είναι μια από τις τρανότερες επιβεβαιώσεις ως προς το ότι η επιτυχία κατάγεται από το γένος της ικανότητας είναι ο διευθυντής των Εκδόσεων Bell Κύριος Χάρης Νικολακάκης που μου έκανε την πολύ μεγάλη τιμή να συνομιλήσουμε για την εν υπνώσει βαριά βιομηχανία της χώρας που λέγεται Βιβλίο αλλά και για θέματα παιδείας και κουλτούρας.
Α.Δ Κύριε Νικολακάκη, χαίρομαι πολύ για την κουβέντα που θα κάνουμε. Είναι μεγάλη τιμή η παρουσία σας στις ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ. Επειδή οι οραματιστές και ριζοσπάστες στον χώρο της Λογοτεχνίας θεωρούνται outsider και εσείς καταφέρατε να γίνετε ένας insider έχετε καταφέρει να δημιουργήσετε μια νέα σχολή συγγραφέων στο αστυνομικό μυθιστόρημα και το ψυχολογικό θρίλερ ανασταίνοντας τα εν λόγω είδη. Ωστόσο, ένα φαινόμενο, όπως το ότι έχουν πολλοί συγγραφείς ως προτεραιότητα τα συναισθήματα που προκαλούν με τα έργα τους και όχι τις ιδέες που μπορούν να γεννηθούν μέσα απ’ αυτά, ίσως είναι και η μεγαλύτερη «πληγή» του Βιβλίου η οποία του στερεί την αναγωγή του σε νούμερο ένα πυλώνα της παιδείας μας. Γιατί συμβαίνει αυτό κατά την γνώμη σας;
Αρχικά να σας ευχαριστήσω εγώ για την πρόσκληση και την τιμή. Καθώς αναφερθήκατε στο αστυνομικό μυθιστόρημα, θα ξεκινήσω από εκεί. Το αστυνομικό μυθιστόρημα, ή σωστότερα αυτό που στο εξωτερικό περιγράφεται με τον όρο crime και αγκαλιάζει όλα τα είδη που κινούνται από το κλασικό νουάρ μέχρι το αστυνομικό και ψυχολογικό θρίλερ, θεωρώ πως είναι σήμερα ο καλύτερος τρόπος για να θίξεις πολλά σημαντικά κοινωνικά θέματα. Από τις οικονομικές ανισότητες και την ανεργία, για παράδειγμα, μέχρι τη μοναξιά, το ρατσισμό και τη δυσανεξία στη διαφορετικότητα. Ναι, ίσως, όπως αναφέρατε κι εσείς, να είναι πιο εύκολο για έναν συγγραφέα να προκαλέσει συναισθήματα με το έργο του, αλλά θεωρώ πως αυτό δεν αποκλείει και το ενδεχόμενο (αντίθετα, θα έλεγα πως συμβαίνει πολύ συχνά) μέσω των συναισθημάτων που προκαλεί στους αναγνώστες να περνάει ευκολότερα ιδέες, μηνύματα και γενικότερα να δίνει τροφή για σκέψη.
Α.Δ Το συγγραφικό και εκδοτικό life style, που ατροφεί και ατονεί το Βιβλίο, πως μπορεί να αντιμετωπιστεί; Όσοι έχουν την Λογοτεχνία για θρησκεία τους ποιες «μεταρρυθμίσεις» πρέπει να κάνουν στον χώρο ώστε να περιοριστεί η «συγγραφική γκλαμουριά»;
Αν αντιλαμβάνομαι καλά αυτό που λέτε, η όποια «συγγραφική γκλαμουριά» (και λέω η όποια γιατί δε θεωρώ ότι στη συγγραφή, που είναι μια ιδιαιτέρως μοναχική, εσωτερική διαδικασία υπάρχει κάποιο «γκλάμουρ») υπάρχει στο μυαλό λίγων προβεβλημένων συγγραφέων και των φανατικών τους αναγνωστών. Είναι εκείνοι που βάζουν μπροστά την εικόνα, παρά την ουσία. Σε όλους τους χώρους υπάρχουν ανάλογα φαινόμενα. Αν μπορεί ν’ αλλάξει αυτό; Μπορεί να ακούγεται κοινότυπο, αλλά όλα βρίσκονται στα χέρια των αναγνωστών. Εκείνοι κινούν τα νήματα –πάντα…
Α.Δ Ήρωες από μελάνι ή από «αίμα»; Τι προτιμάτε;
Προσωπικά μπορώ να απολαύσω τόσο τους ήρωες από μελάνι, όσο κι εκείνους από «αίμα». Η στιγμή και η διάθεση είναι που κάνουν τη διαφορά.
Α.Δ Κάποιοι σύγχρονοι συγγραφείς γιατί στερούνται οραμάτων και αρκούνται σε επευφημίες μέσω των διαδικτυακών καφενείων; Δεν θέλουν ή δεν μπορούν το κάτι παραπάνω;
Η αλήθεια είναι πως τα social media μπορούν να φουσκώσουν το «εγώ» όλων μας και στην παγίδα αυτή μπορεί να πέσει οποιοσδήποτε. Προσωπικά, πάντως, έχω γνωρίσει συγγραφείς με τεράστια διεθνή επιτυχία και πωλήσεις πολλών εκατομμυρίων αντιτύπων, που μιλώντας μαζί τους συνειδητοποίησα πόσο προσηλωμένοι είναι στο έργο τους και πόσο δεν τους αγγίζει το όλο «παιχνίδι» των media. Από την άλλη πλευρά, έχω γνωρίσει και συγγραφείς, εδώ στην Ελλάδα, που μόλις καταφέρουν να ξεπεράσουν τα 1000 αντίτυπα σε πωλήσεις, λειτουργούν και φέρονται σαν σταρ του σινεμά. Έτσι, καταλήγω στο ότι δε φταίει το διαδίκτυο και τα διαδικτυακά καφενεία που αναφέρατε, αλλά ο χαρακτήρας (ο φανερός και ο κρυφός) του κάθε προσώπου.
Α.Δ Η αντιδημοφιλία της κριτικής σκέψης σε όλους τους χώρους για ποιο λόγο είναι τόσο έντονη στην εποχή μας και πως μπορεί να αναστραφεί αυτό;
Η έλλειψη της κριτικής σκέψης δεν είναι μόνο σημερινό φαινόμενο, είναι διαχρονικό και βολεύει πολλούς, για ευνόητους λόγους. Η διαφορά είναι ότι σήμερα, με την έκρηξη των social media που δίνουν δημόσιο βήμα (γιατί αυτό κάνουν ουσιαστικά) σε όλους, είναι πιο φανερή από ποτέ. Τι ακριβώς βλέπουμε; Την πλήρη αποτυχία του εκπαιδευτικού μας συστήματος –επαναλαμβάνω, διαχρονικά. Όχι απλώς των τελευταίων ετών. Και η λύση φυσικά βρίσκεται ακριβώς εκεί. Στη ρίζα του προβλήματος. Στην παιδεία. Ξεκινώντας από το δημοτικό και προχωρώντας στο γυμνάσιο, το λύκειο και το πανεπιστήμιο, η κριτική σκέψη είναι μια δεξιότητα που μπορεί να καλλιεργηθεί.
Α.Δ Στις εκδόσεις Bell έχετε κατορθώσει μια εξαιρετική ισορροπία μεταξύ ξένης και Ελληνικής Λογοτεχνίας. Ωστόσο, γενικά το ισοζύγιο στις προτιμήσεις των αναγνωστών είναι ελαφρώς –πλέον- αρνητικό κατά της δεύτερης. Οι Έλληνες δεν πείθουν τους Έλληνες;
Δεν είναι πως δεν πείθουν. Νομίζω πως το πρόβλημα είναι ότι οι Έλληνες αναγνώστες διστάζουν να ανακαλύψουν νέους Έλληνες συγγραφείς. Όταν επιλέγουν να διαβάσουν ελληνική λογοτεχνία προτιμούν να πάνε στα σίγουρα. Σε κλασικούς ή σε γνωστούς, καταξιωμένους συγγραφείς. Ένας από τους λόγους που μπορεί να συμβαίνει αυτό είναι και τα χρήματα που είναι περιορισμένα, οπότε είναι φυσικό να προτιμήσει κάποιος το «σίγουρο», αυτό που γνωρίζει, αυτό που είναι σχεδόν βέβαιος ότι θα τον ικανοποιήσει. Εμείς στα BELL προσπαθούμε να «σπάσουμε» αυτή τη συνήθεια. Ελπίζουμε πως βάζοντας τη «σφραγίδα» μας πάνω σε ένα έργο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα κλείνουμε το μάτι στον υποψήφιο αναγνώστη και του λέμε «εδώ, αξίζει να ρισκάρεις. Δε χρειάζεται να πηγαίνεις πάντοτε στα σίγουρα. Έχουμε την εμπειρία να γνωρίζουμε πως αυτό το βιβλίο αξίζει να το γνωρίσεις».
Α.Δ Οι Σκανδιναβοί και οι Κορεάτες συγγραφείς αστυνομικού και ψυχολογικού θρίλερ έχουν καταφέρει να μετατρέψουν την πένα τους σε μια βαριά τουριστικό-λογοτεχνική βιομηχανία για τις χώρες τους, δημιουργώντας και τον δικό τους διεθνούς εμβέλειας κινηματογράφο και σειρές με βάσει έργα τους. Εμείς γιατί δεν μπορούμε να τους μιμηθούμε ενώ έχουμε στο σκοτάδι ένα συγγραφικό χρυσορυχείο; Και εν τέλει τι μας στερεί την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία μας στα εν λόγω είδη;
Ας κοιτάξουμε την πραγματικότητα κατάματα. Η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα με μικρή, περιορισμένη αγορά και τα ελληνικά δεν τα μιλάει ο κόσμος όπως μιλάει π.χ. τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά. Συνεπώς, για να καταφέρουμε να κάνουμε αυτό που πέτυχαν χώρες όπως οι Σκανδιναβικές και η Κορέα που αναφέρετε, χρειάζεται ένα συντονισμένο, εθνικό σχέδιο, ώστε να μεταφραστούν και να προωθηθούν στο εξωτερικό βιβλία που, πράγματι, μπορούν άνετα να «σταθούν» στη διεθνή αγορά και να δημιουργήσουν ένα ρεύμα ελληνικής crime λογοτεχνίας. Χρειάζεται όραμα, χρειάζεται πρόγραμμα και χρειάζονται χρήματα.
Α.Δ Είστε από τους εκδότες οι οποίοι όχι μόνο άντεξαν αλλά σημείωσαν και έντονη δραστηριότητα κατά την πανδημία. Ποια ήταν τα αναχώματά σας σε αυτό το κύμα που ισοπέδωσε ένα ολόκληρο πλανήτη;
Δεν ξέρω πώς βγήκε προς τα έξω, αλλά δεν ήταν μια εύκολη περίοδος. Δεν είναι μια εύκολη περίοδος. Κατά τη διάρκεια του πρώτου λοκντάουν, που ξεκίνησε το Μάρτιο και τελείωσε το Μάιο του 2020, πράγματι, ο κόσμος διάβασε πολύ. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο αυτό που ζήσαμε τότε, οι περισσότεροι μείναμε σπίτι και τα βιβλία ήρθαν να καλύψουν ένα μέρος του ελεύθερου χρόνου που δημιουργήθηκε. Από κει και πέρα όμως τα πράγματα δεν ήταν απλά. Με όλα τα καταστήματα κλειστά και την αγωνία του κόσμου για το μέλλον να χτυπάει κόκκινο, και ο χώρος του βιβλίου, όπως και άλλοι τομείς, χτυπήθηκε. Τα αναχώματά μας στην κατάσταση που δημιουργήθηκε ήταν η μείωση της παραγωγής και λίγοι, συγκεκριμένοι τίτλοι βιβλίων που πήγαν καλά. Δυστυχώς υπήρξαν και αρκετά πραγματικά καλά βιβλία που δεν ωφελήθηκαν καθόλου από τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες.
Α.Δ Αυτό το διάστημα θεωρείτε ως κοινωνία και ως λογοτεχνικός κόσμος κάναμε μια αναθεώρηση και μια αναπροσαρμογή των στόχων μας προς το καλύτερο, όπως βάσει λογικής πρέπει να γίνεται σε τέτοιες περιόδους;
Πραγματικά θα ήθελα να το πιστέψω αυτό, όμως δυστυχώς δεν μπορώ να γενικεύσω. Εννοώ ότι, πράγματι, το παρατηρώ αυτό που λέτε γύρω μου, αλλά ταυτόχρονα βλέπω και ένα κομμάτι της κοινωνίας να «τρέχει» προς την αντίθετη κατεύθυνση. Ελπίζω πως το κομμάτι αυτό είναι μειοψηφία.
Α.Δ Τη χρονιά που έρχεται πιστεύετε το Βιβλίο θα κάνει μια γενναία αντεπίθεση ή θα αρκεστεί να συντηρήσει απλά ήττες και νίκες του περσινού έτους;
Το κλίμα της αβεβαιότητας θα συνεχιστεί για αρκετούς μήνες ακόμα, οπότε δε νομίζω να δούμε τη γενναία αντεπίθεση που λέτε νωρίτερα από του χρόνου την άνοιξη.
Α.Δ Τι σας φοβίζει και τι σας γοητεύει στις επόμενες γενιές;
Χαίρομαι που βλέπω τους σημερινούς έφηβους (και αναφέρομαι στις ηλικίες που βρίσκονται τα παιδιά μου, εκεί στα 15-17) να έχουν ανοιχτό μυαλό. Ήδη φτάσαμε στο σημείο τα παιδιά (η πλειοψηφία αυτών τουλάχιστον) όχι απλώς να αποδέχεται, αλλά να χαίρεται την οποιαδήποτε διαφορετικότητα. Νομίζω ότι σε γενικές γραμμές η κοινωνία μας βαδίζει σε καλύτερους, πιο ανοιχτούς, περισσότερο φιλελεύθερους δρόμους. Δεν είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι «παλαιότερα όλα ήταν καλύτερα».
Α.Δ Αν αντικαταστούσαμε το μεγαλύτερο μέρος των σχολικών βιβλίων με λογοτεχνικά έργα νομίζετε ότι θα είχαμε μια πιο αποδοτική και πιο φιλική στους μαθητές παιδεία;
Ωραίο ακούγεται, αλλά δε νομίζω ότι θα ήταν αυτή μια λύση. Να μπει η λογοτεχνία με καλύτερο, πιο φιλικό προς τον μαθητή τρόπο στο σχολείο και όχι σαν «καταναγκαστικό» μάθημα ναι. Να βοηθηθούν οι μαθητές να ανακαλύψουν την απόλαυση της ανάγνωσης, ναι. Αυτό που χρειαζόμαστε στα σχολεία είναι η καλλιέργεια της κριτικής σκέψης στους μαθητές και μεγαλύτερη προσπάθεια για να μαθαίνουν τα παιδιά να σκέφτονται «έξω απ’ το κουτί».
Α.Δ Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να σας ευχαριστήσω από τα βάθη της καρδιάς μου για την πολύ όμορφη συζήτηση που είχαμε την οποία ήθελα να κάνουμε από καιρό. Για το τέλος, επειδή οι άνθρωποι όσο και αν δεν το παραδεχόμαστε πολλές φορές έχουμε βαθιά ανάγκη να ελπίζουμε, θέλω να σας ζητήσω να πείτε απευθυνόμενος στους αναγνώστες μας οτιδήποτε θεωρείτε ότι εμπεριέχει ελπίδα.
Εγώ σας ευχαριστώ ειλικρινά για τη συζήτηση αυτή και για τις πολύ ιδιαίτερες και ξεχωριστές ερωτήσεις σας. Επειδή ο τελευταίος ενάμισης περίπου χρόνος έχει φέρει τα πχ χάνω κάτω στις ζωές μας και έχουν ανατραπεί πλήρως τα πάντα, σε διεθνές επίπεδο, ελπίζω πως –τουλάχιστον– μέσα από την πρωτοφανή αυτή κατάσταση της πανδημίας, θα βγούμε όλοι λίγο σοφότεροι και πιο δυνατοί. Ελπίζω να σταματήσουμε να νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα και να ακούμε τους ειδικούς. Και σύντομα να συνεχίσουμε τις ζωές μας εκεί απ’ όπου τις αφήσαμε το Μάρτιο του 2020.
Α.Δ Σας ευχαριστώ θερμά.
Αλέξανδρος Δαμουλιάνος
ΒΙΒΛΙΟ-ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου